Μέχρι και το 2017 στη διαδρομή από την Αθήνα προς την Πάτρα δεν τολμούσες να λοξοκοιτάξεις δεξιά-αριστερά. Ηταν ένας από τους πιο επικίνδυνους δρόμους στη χώρα, δίχως διαχωριστικά ανάμεσα στα δύο ρεύματα κυκλοφορίας, με αμέτρητα τροχαία. Τώρα, με τη διαπλάτυνση της Ολυμπίας οδού και τον φωτογράφο της «Κ» Νίκο Κοκκαλιά στο τιμόνι, είχα όλη την άνεση να χαζεύω την ομορφιά στις απέναντι ακτές και τα μακρινά βουνά της Ρούμελης. Σκεφτόμουν, καθώς πλησιάζαμε, πόσο μοναχική είναι η τρίτη σε μέγεθος ελληνική πόλη. Προικισμένη γεωγραφικά, αλλά κατάφωρα αδικημένη σε υποδομές. Ο νέος αυτοκινητόδρομος είναι μπροστά μας και ας καθυστέρησε η αποπεράτωσή του. Oμως, το τρένο σταματάει ακόμη στο Κιάτο και ύστερα συνεχίζεις αναγκαστικά με το λεωφορείο. Το μικρό κρατικό αεροδρόμιο του Αράξου, με τσάρτερ την τουριστική σεζόν μόνο, χρειάζεται επειγόντως αναβάθμιση. Επιπλέον συνδέεται με την Πάτρα με μια επικίνδυνη αρτηρία, στην οποία μόλις πρόσφατα άρχισαν εργασίες βελτίωσης. Το λιμάνι, άλλοτε κραταιά πύλη στα δυτικά, χάνει τη μάχη με την εκσυγχρονισμένη Ηγουμενίτσα. Η δε εντυπωσιακή γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου προσέθεσε τελικά έναν κόμβο διέλευσης, αλλά όχι στάσης.
«Πολλοί περνούν από εδώ, ελάχιστοι μένουν. Από τους ταξιδιώτες προς τα νησιά ή τη Στερεά και την Ηπειρο έως τους φοιτητές μέχρι να πάρουν το πτυχίο», με είχε προειδοποιήσει ο φίλος ιστορικός Αχαιός Δημήτρης Στεμπίλης. Τι φταίει; Τι συνέβη σ’ αυτό το λιμάνι που τον 19ο αιώνα ήταν γεμάτο Γερμανούς και Βρετανούς εμπόρους σταφίδας, με Εβραίους εμπόρους, Ιταλούς και Μαλτέζους τεχνίτες; Η βίαιη αποβιομηχανοποίηση με τους 30.000 ανέργους της πενταετίας 1985- 1990 ρίχνει ακόμη τη βαριά της σκιά; Πώς η τεράστια εκλογική δεξαμενή του κραταιού κάποτε ΠΑΣΟΚ δεν απαίτησε κάτι περισσότερο από την κεντρική εξουσία; Και τελικά, πώς αισθάνονται οι άνθρωποι που ψήφισαν για τρίτη θητεία έναν κομμουνιστή δήμαρχο, που συμπονά τους μη προνομιούχους, αλλά εχθρεύεται ιδεολογικά κάθε συνεργασία με την ιδιωτική πρωτοβουλία, απαραίτητη για ζωογόνες επενδύσεις;
Τα ερωτήματα στροβιλίζονταν στο μυαλό μου, όταν σταθήκαμε έξω από την όμορφη καθολική εκκλησία του Αγίου Ανδρέα. Εκεί μας περίμενε ο πατέρας Παύλος Σινιγάλιας, ένας γλυκομίλητος εξηντάρης με την ηρεμία του ανθρώπου που τα έχει βρει με τον Θεό. Ιταλοπατρινός 4ης γενιάς με καταγωγή από την Απουλία. «Μισό λεπτό να ανάψω τα φώτα να δείτε τις εικόνες», μας είπε και ξαφνικά έλαμψε γύρω μας ο εντυπωσιακός διάκοσμος. «Στις αρχές του 20ού αιώνα ζούσαν εδώ 3.000 Ιταλοπατρινοί και Μαλτέζοι καθολικοί», εξηγεί. «Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η εκκλησία μας είχε πατριωτική στάση υπέρ των Ελλήνων, αλλά κάποιοι μεμονωμένοι Ιταλοί συνεργάστηκαν με το φασιστικό καθεστώς και έτσι μετά τον πόλεμο εκδιώχθηκε η κοινότητα. Σήμερα εκκλησιάζονται περιστασιακά 1.000 άτομα, απόγονοι κάποιων από τις οικογένειες που έμειναν τελικά – Αλβανοί, Φιλιππινέζοι, Νιγηριανοί, μέχρι και Μεξικανοί».
Εκπαιδευτικός στο επάγγελμα, που φόρεσε πρόσφατα το ράσο, ο πατέρας Παύλος έχει στα στασίδια του το πιο πολυπολιτισμικό ποίμνιο. Πόσο «ορατή» είναι αυτή η κοινότητα από τους σημερινούς κατοίκους; «Σίγουρα όταν κάνουμε γάμους, βαπτίσεις ή κηδείες, διότι κλείνει ο δρόμος εδώ μπροστά», λέει γελώντας. «Οσο σβήνουν οι πικρίες από τα χρόνια του πολέμου και οι υποψίες για προσηλυτισμό, αποκτούμε οι μεν για τους δε πιο αγαθές προθέσεις, μια επιθυμία γνωριμίας και συνεργασίας, τη “νοσταλγία του άλλου”, η οποία δεν είναι απλώς ανοχή αλλά συμπόρευση. Ομως, από εκείνη την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα του παρελθόντος έχει μείνει πια μόνο μια ανάμνηση κι αυτή αποστεωμένη, η Πάτρα είναι μια βαθιά ελληνική επαρχία χωρίς συλλογικό όραμα. Εδώ και δεκαετίες κανείς δεν είχε σχέδιο για το μέλλον της κι έτσι ζούμε μόνο με τα δώρα της φύσης και του καθαρού αέρα».
Ποιος ήταν ο συνδετικός κρίκος των εύπορων ξένων με την Πάτρα; Οι τολμηροί της αστοί που έχτισαν αριστουργηματικά νεοκλασικά (επιβιώνουν λίγα εδώ κι εκεί) μεγάλωσαν με παραστάσεις στο θέατρο «Απόλλων» του Τσίλερ (κλειστό για επισκευές), που έκαναν τεράστιες ευεργεσίες (ξεχασμένη υπόθεση πλέον). Είδα μια τέτοια ευγενική μορφή μπροστά μου όταν μου άνοιξε την πόρτα η Κωνστάντζα Αντωνοπούλου, της οποίας η οικογένεια μεγαλούργησε στην «Αχάια Κλάους», την πρώτη ελληνική οινοποιία που εξακολουθεί να λειτουργεί από το 1861, σε άλλα χέρια πια. Από το βάθος του σπιτιού εμφανίστηκε και ο Βασίλης Οικονόμου με το μπαστούνι του, που μας συστήθηκε με χιούμορ ως «ο πρώτος σύζυγος της κυρίας». «Και ο τελευταίος!», είπε εκείνη σκασμένη στα γέλια. «Θα τους μπερδέψεις τους ανθρώπους, παιδί μου!». Το διαμέρισμα ήταν γεμάτο φωτογραφίες τέκνων και εγγονιών, αλλά και προγόνων όπως ο Βλάσης Αντωνόπουλος, που αγόρασε την επιχείρηση από τον Γουσταύο Κλάους το 1919.
«Η Πάτρα είναι μια βαθιά ελληνική επαρχία χωρίς συλλογικό όραμα. Εδώ και δεκαετίες, κανείς δεν είχε σχέδιο για το μέλλον της κι έτσι ζούμε μόνο με τα δώρα της φύσης και του καθαρού αέρα».
«Θυμάμαι την παλιά Πάτρα», είπε η κ. Αντωνοπούλου, με τα καταπληκτικά γαλάζια μάτια της να συγκινούνται. «Τους χορούς που οι καλεσμένοι φορούσαν σμόκιν και τουαλέτες. Τα ρεσιτάλ κλασικής μουσικής. Ο θείος μου είχε παντρευτεί την κόρη της Παξινού, η οποία μας επισκεπτόταν συχνά με τον Μινωτή και έκανε πρόβες στην “Αχάια Κλάους”. Ανατραφήκαμε με την πεποίθηση ότι οι έχοντες λέγονται έτσι όχι για την περιουσία, αλλά για τις υποχρεώσεις προς τους άλλους. Στην “Αχάια” η πόρτα του γραφείου του πατέρα μου ήταν πάντα ορθάνοιχτη, δεν υπήρχε γραμματέας. Κι όταν έμπαινε μέσα ένας εργάτης τον σύστηνε, σε όποιον παρίστατο, ως συνεργάτη. Εγώ μεγάλωσα με τα παιδιά των εργαζομένων της εταιρείας και σήμερα όταν συναντώ κανέναν στη λαϊκή, θα με φωνάξει με το μικρό μου όνομα και θα αγκαλιαστούμε».
«Το νεοκλασικό πατρικό μας σπίτι στα Ψηλαλώνια υπάρχει ακόμη, το νοικιάζει ένας κομμωτής, το έχει ο άνθρωπος στην τρίχα», συνέχισε. «Εδώ που είναι το διαμέρισμά μας ήταν ένα άλλο νεοκλασικό της οικογένειας του συζύγου, που χρειάστηκε να κατεδαφιστεί επειδή η ανέγερση της διπλανής πολυκατοικίας τού έβλαψε τα θεμέλια», μου είπε, κάνοντάς με να σκεφτώ πως αστυφιλία και αντιπαροχή ήταν η ρήξη στην τεκτονική πλάκα του παλιού κόσμου. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια σκηνή: πρέπει να ‘ταν αρχές του 1970, όταν είδα ένα φορτηγάκι που κουβαλούσε τα μαρμάρινα αγάλματα από ένα γκρεμισμένο αρχοντικό. Ηταν σαν να έβλεπες την Ιστορία να φεύγει από την Πάτρα», λέει η οικοδέσποινα. Αφησε πίσω σιωπηλούς μάρτυρες, όπως τα κομψά οικοδομήματα του 19ου και του 20ού, το Ρωμαϊκό Ωδείο, το κάστρο που επιβλέπει τα πάντα από ψηλά. Σπαράγματα αποκομμένα.
Αναζητώντας το νήμα
«Είναι λογικό να είναι χωρίς σύνδεση, διότι δεν υπάρχει μαζικός τουρισμός, δεν έχουν συνενωθεί μνημεία και αξιοθέατα σε μια διαδρομή», μας λέει η Αλεξάνδρα Γούδη, που μόλις εξέδωσε τον πρώτο (ναι, τον πρώτο) τουριστικό οδηγό της πόλης στα αγγλικά και τώρα ετοιμάζει την ελληνική έκδοση με δικά της σκίτσα. Ξεκίνησε το εγχείρημα διαπιστώνοντας την έλλειψη βοήθειας προς τον επισκέπτη από πρώτο χέρι: «Ζω δίπλα στο Ρωμαϊκό Ωδείο και με ρωτούσαν συνεχώς ξένοι για πληροφορίες. Τους έφτιαχνα σημειώματα και χάρτες. Μετά είπα: γιατί να μην κάνω ένα βιβλίο;». Γεννημένη στο Μάντσεστερ από Ελληνες γονείς, μεγάλωσε στην Πάτρα διότι ο αστροφυσικός πατέρας της ήρθε να δουλέψει στο πανεπιστήμιο. «Να φανταστείτε ότι το καταπληκτικό αρχαιολογικό μουσείο της πόλης δεν διαθέτει δική του στάση λεωφορείου», λέει η Αλεξάνδρα, μια από τους πρωτεργάτες της ομάδας που έφεραν το TEDx στην Πάτρα, προσπαθώντας να συνασπίσουν τις δημιουργικές ομάδες, να δώσουν έμπνευση και να δικτυώσουν τους πολίτες, τους φοιτητές, τους επιστήμονες και τους επιχειρηματίες της πόλης. «Εδώ υπάρχουν πολλοί ασύνδετοι κόσμοι, πολλές πόλεις σε μία, όπως έλεγε και το παλιό όνομα: Πάτραι στον πληθυντικό».
«Νησίδες» δίχως σύνδεση που συγκροτούν έναν τόπο με γυρισμένη την πλάτη στη θάλασσα. Ο δικηγόρος και ποιητής Βασίλης Λαδάς, λέει πως ένα από τα καλύτερα έργα του νυν δημάρχου Κώστα Πελετίδη ήταν το παραθαλάσσιο νότιο πάρκο: «Αντί να κάνει εκεί μπίζνες και εστιατόρια, το άφησε ως φύση και το έδωσε στον κόσμο να περπατάει. Εγώ τον συμπαθώ και τον ψηφίζω πάντα στον β΄ γύρο. Είναι προσιτός, χαμογελάει».
Η Βασιλική Φιλιππαίου είναι καλλιτεχνική διευθύντρια ενός από τους πλέον ιστορικούς θεσμούς της πόλης, τη Φιλαρμονική Εταιρεία – Ωδείο Πατρών που ιδρύθηκε το 1892. Μαζί με τη δημοσιογράφο Ζέττα Ζάχου μάς ξενάγησαν στον καταπληκτικό χώρο της αίθουσας συναυλιών, με την πατίνα του χρόνου που χαίρονται 250 μαθητές. Επιβιώνει η φιλόμουσος παράδοση; «Περίπου. Η φυσιογνωμία της Πάτρας άρχισε να αλλάζει όταν τη δεκαετία του ’50 και του ’60 έγιναν οι μεγάλες βιομηχανικές μονάδες με χιλιάδες εργαζομένους. Συνέρρευσε απότομα εργατικό δυναμικό που ήρθε από τα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας και της Πελοποννήσου. Το μείγμα του πληθυσμού άλλαξε, η πόλη επεκτάθηκε προς μεριές που δεν ήταν κτισμένες, κοντά στα εργοστάσια. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν μεγαλώσει με άλλα πολιτιστικά ερεθίσματα, έμειναν για πάντα αφοσιωμένοι ψυχικά στο χωριό τους, δεν έγιναν παιδιά της πόλης, δεν γοητεύτηκαν από τις χάρες της αστικής παράδοσης», συνοψίζουν.
Γενιές γαλουχημένες με την ήττα
Με την πικρή διαπίστωση της Βασιλικής Φιλιππαίου συμφωνεί και ο ψυχίατρος Πάνος Αλεξόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής στην Ιατρική. Τον συναντήσαμε στο γραφείο του στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Ρίου. «Οντως με τη μαζική αστυφιλία του ’50 οι άνθρωποι που ήρθαν για δουλειά δεν αφομοιώθηκαν, επειδή ο τόπος καταγωγής τους ήταν κοντά. Τα Σαββατοκύριακα, τις γιορτές και τα καλοκαίρια γύριζαν εκεί. Να φανταστείτε ότι έως πρόσφατα τα λεωφορεία μας δεν έγραφαν “Κέντρο” αλλά “Πάτρα”, είχε μείνει από την εποχή που επέστρεφαν από τα χωριά τους στην πόλη. Το να φύγουν από τη γενέτειρα ήταν ένα ψυχολογικό πλήγμα, που έγινε ακόμη μεγαλύτερο όταν έχασαν τις δουλειές τους και έζησαν σε πολύ σκληρές συνθήκες ανέχειας. Κάποιοι δεν συνήλθαν ποτέ από τη δοκιμασία. Μεγάλο μέρος του σημερινού πληθυσμού αποτελείται από τα παιδιά και τα εγγόνια των εργαζομένων στην “Πειραϊκή Πατραϊκή”, στον “Λαδόπουλο”, στη ΒΕΣΟ κ.ά. Υστερα έφαγαν και την οικονομική κρίση στο κεφάλι. Συνεπώς, πολλοί κάτοικοι έχουν γαλουχηθεί με την ήττα, ξέρουν την επιβίωση αλλά δεν μπορούν να έχουν πιο μεγαλόπνοα σχέδια για τον εαυτό τους ή την πόλη. Η Πάτρα είναι μια πόλη που διαχειρίζεται συνεχώς την παρακμή».
Αυτή είναι και η πληθυσμιακή ομάδα που βγάζει δήμαρχο τον Κώστα Πελετίδη; «Σίγουρα οι οικογένειες αυτές ήταν κεντροαριστερές. Ο δήμαρχος έχει προφίλ αντισυμβατικό, είναι εγνωσμένης εντιμότητας, έχει προσήνεια και επικοινωνιακά χαρίσματα. Γεννήθηκε στην Κοζάνη, αλλά έχει πολυετή διαδρομή ως γιατρός στο κρατικό σύστημα υγείας εδώ. Από την άλλη, δεν έχει όραμα. Δεν σκέφτεται με όρους Βρυξελλών, όσο αθηναϊκών υπουργείων και Περισσού».
Ποια είναι η ελπίδα για το μέλλον; «Το μόνο που άφησε πίσω της η Πολιτιστική Πρωτεύουσα το 2006 δεν ήταν έργα υποδομής αλλά ειδικές εκδόσεις. Εστω κι αυτές είναι καλός σπόρος αυτοσυνειδησίας. Τα παιδιά μου στο σχολείο μαθαίνουν για τα τοπικά μνημεία. Η δική μου γενιά που πέρασε εφηβεία στην Πάτρα του Μένιου Κουτσόγιωργα και ονειρευόταν μια θέση στο Δημόσιο, δεν είχε εικόνα της αξίας της πόλης. Τώρα ζούμε μια αλλαγή παραδείγματος», λέει ο γιατρός που έζησε με τη σύζυγό του 12 χρόνια στο εξωτερικό και γύρισε την ημέρα των capital controls το 2015: «Εδώ ανήκουμε. Δεν θέλαμε οι κόρες μας να μεγαλώσουν σαν τουρίστριες στην Ελλάδα, να μην αισθάνονται το νόημα των λέξεων του Ελύτη ή του Σεφέρη», μου είπε αποστομωτικά όταν τον ρώτησα γιατί επέστρεψαν.
Κιβωτός πολιτισμού
Η αυτοσυνειδησία είναι και το κλειδί για τη δημιουργία της Εταιρείας Αχαϊκών Σπουδών το 2018, ένα σωματείο που επιδιώκει τη διαφύλαξη, μελέτη και ανάδειξη της ιστορικής κληρονομιάς του αχαϊκού χώρου. Πρόεδρός της ο πανεπιστημιακός Βαγγέλης Πολίτης-Στεργίου, Αθηναίος που ζει στην Πάτρα από τη δεκαετία του 1980 και έχει πάρει μέρος σε πρωτοβουλίες που άφησαν πολιτιστικό αποτύπωμα. Οπως το διεθνές Φεστιβάλ της Πάτρας που ίδρυσε ο Θάνος Μικρούτσικος. «Η πόλη έχει κινηθεί για χρόνια με χαμηλές προσδοκίες, οι παλαιότεροι φέρουν όντως το τραύμα της αποβιομηχάνισης, οι πλούσιοι από την πλευρά τους δεν είχαν έντονη κοινωνική προσφορά όπως οι προηγούμενες γενιές. Οι εκάστοτε κομματικές ηγεσίες εξαργύρωσαν τη δύναμη που είχε η πόλη ως εκλογική δεξαμενή με μικροδιευθετήσεις και ατομικά και κλαδικά ρουσφέτια, αλλά όχι με ένα συνολικό σχέδιο για το μέλλον της. Στην Κρήτη, λ.χ., έγιναν έργα, η πίεση στην κεντρική εξουσία απέδωσε. Εδώ οι πολιτικοί μας ταγοί δεν ομονοούσαν ποτέ μεταξύ τους και έτσι δεν υπήρξε η βάση της συναίνεσης, έστω και για κάποια πράγματα που θα έδιναν μια ανάσα ή θα έφερναν αναπτυξιακές προοπτικές», υπογραμμίζει.
«Η αυτοσυνειδησία, η αγάπη προς την πόλη θέλει προσπάθεια για να ριζώσει. Δεν μπόρεσαν οι άνθρωποι να δουν το αστικό, πνευματικό, βιομηχανικό ή αρχιτεκτονικό κληροδότημα ως ένα κοινό περιουσιακό στοιχείο. Η νέα γενιά, όμως, μπορεί. Ο φορέας μας θέλει να καλλιεργήσει την παιδεία της μνήμης», λέει ο ίδιος, συμπληρώνοντας ότι η Εταιρεία παλεύει με δράσεις όπως η πρόσφατη επιλεκτική ψηφιοποίηση του αρχείου της «Αχάια Κλάους». Το ενδιαφέρον είναι ότι και το πανεπιστήμιο είναι κι αυτό ξεκομμένο γεωγραφικά, αλλά και ψυχικά από τους Πατρινούς. Ενα παράλληλο σύμπαν που τέμνεται στη στέγαση, στην εστίαση και τη διασκέδαση 30.000 νέων. «Μόλις πρόσφατα διοργανώσαμε μια επιτροπή για να γίνει η προσέγγιση του ιδρύματος (που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1960) με την πόλη. Τις τελευταίες δυο χρονιές, λ.χ., διοργανώσαμε γιορτές υποδοχής των νέων φοιτητών στις οποίες συμμετείχαν πολλοί τοπικοί φορείς. Υπάρχει μια εξωστρέφεια, αλλά κι εκεί θέλει προσπάθεια», καταλήγει ο Βαγγέλης Στεργίου-Πολίτης από το σαλόνι του ωραίου σπιτιού του στην Ανω Πόλη, με θέα το Χαμάμ.
«Παραγωγή μυαλών»
Η επόμενή μας συνάντηση ήταν με τον σύμβουλο επιχειρήσεων Νάσο Κοσκινά, έναν σαραντάρη που έφτιαξε το πρώτο coworking space POS4work και ξέρει όσο κανείς το οικοσύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων, μια και το πανεπιστήμιο δεν έχει δικό του incubator. «Δουλεύω με τεχνολογικές εταιρείες στα πρώτα τους βήματα και τις φέρνω σε επαφή με μεγαλύτερες, όπως οφείλει να κάνει μια θερμοκοιτίδα. Τα τελευταία χρόνια έχουν έρθει εδώ η Deloitte, η Ernst &Young, η PwC, που θέλουν να βρουν στελέχη από το φυτώριο των φοιτητικών ταλέντων. Το Facebook (Μeta) αγόρασε μια πατρινή startup. Παράγονται μυαλά, το θέμα είναι ότι και αυτά διέρχονται από την πόλη», λέει ο ηλεκτρολόγος μηχανικός, που θέλησε από πείσμα και μόνο να μείνει στη γενέτειρά του, όταν πολλοί συνομήλικοί του ζουν στην Αθήνα ή το εξωτερικό.
«Θα διαπιστώσετε από τα γκράφιτι ότι εκφράζεται μια οργή ή μια απόγνωση. Είναι η έλλειψη προοπτικής των νέων. Δεν μουντζουρώνεις το ωραίο και το καθαρό. Αποτελειώνεις το παρατημένο».
«Δύσκολος ο αγώνας. Πριν από τον κορωνοϊό είχαμε μια συνάντηση και με τον κ. Πελετίδη. Με φώναξε στο γραφείο του να συζητήσουμε τι μπορεί να γίνει. Του εξήγησα πως μπορούμε να βοηθήσουμε τους νέους να βρίσκουν δουλειές, δηλαδή να μη φεύγουν. Του πήγα φυλλάδια έξυπνων πόλεων – μάλιστα διάλεξα επίτηδες τη Μόσχα και πρότεινα ακόμη και άμισθες υπηρεσίες μας. Οταν ίσως συνειδητοποίησε ότι ένας από τους υποστηρικτές μας είναι η αμερικανική πρεσβεία –άλλωστε είχε κηρύξει με πανό ανεπιθύμητο τον πρέσβη– δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ. Εκανα ξανά μια απόπειρα να προτείνω άλλες ιδέες στη δημόσια διαβούλευση του δήμου. Τίποτα. Πώς να μη σε στενοχωρεί αυτή η κατάσταση; Γενικά, οπουδήποτε συμμετέχει η ιδιωτική πρωτοβουλία, ακόμη και ιδρύματα όπως το “Νιάρχος”, ο δήμος κρατάει απόσταση για να μην “κακοχαρακτηριστεί”. Το αποτέλεσμα είναι ότι αντί να έχουμε βοήθεια από χορηγίες ή συνέργειες με εταιρείες, περιμένουμε τον στενό κρατικό προϋπολογισμό για να γίνουν έργα. Στο πλαίσιο της δουλειάς μου επικοινωνώ συχνά με τον Δήμο Τρικάλων. Μου απάντησαν στο μέιλ μου σε μια ημέρα. Εκεί υπάρχει ειδικός σύμβουλος για την καινοτομία. Μπορεί ο κ. Πελετίδης να πονάει τον φτωχό Πατρινό, να δίνει συσσίτια, αλλά χωρίς δουλειές η φτώχεια διαιωνίζεται» λέει ο κ. Κοσκινάς.
«Κάντε μια βόλτα. Θα διαπιστώσετε από τα γκράφιτι ότι εκφράζεται μια οργή ή μια απόγνωση. Είναι η έλλειψη προοπτικής των νέων. Δεν μουντζουρώνεις το ωραίο και το καθαρό. Αποτελειώνεις το παρατημένο. Το καλοκαίρι ήρθε ο Ραφαέλ Ναδάλ με το σκάφος του στην Πάτρα και οι φωτογραφίες του έγιναν διεθνώς viral. Δεν θα υπήρχε καλύτερη διαφήμιση για τη μαρίνα της Πάτρας, η οποία για άλλη μια σεζόν είναι διαλυμένη, παρουσιάζοντας εικόνα εγκατάλειψης για τα σκάφη αναψυχής που διέρχονται από τον Πατραϊκό κόλπο. Πέρασαν ήδη τρεις καλοκαιρινές σεζόν όπου υπήρξε αδυναμία ελλιμενισμού των σκαφών τόσο με ξένες σημαίες όσο και των εγχώριων τουριστικών σκαφών, στερώντας την πόλη από μια κομβική υποδομή για τον θαλάσσιο τουρισμό».
Ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός Θωμάς Τσάκας και ο δικηγόρος ερασιτέχνης λαογράφος φίλος του, Τάκης Σπηλιόπουλος, εβδομηντάρηδες, Πατρινοί από τα γεννοφάσκια, μας ξενάγησαν σε μέρη που δεν πηγαίνουν εύκολα οι επισκέπτες, όπως ο συνοικισμός των Ρομά. Βρίσκεται στην ίδια θέση τουλάχιστον για 150 χρόνια, κοντά στο κέντρο. Πλάι του αναπτύχθηκαν τα προσφυγικά το 1922. «Πατρινοί και Ρομά στα Γύφτικα συμβιώνουν αρμονικότατα επειδή οι άνθρωποι εδώ είχαν πάντα δουλειές, δεν υπήρχε εγκληματικότητα», μου λένε καθώς περπατάμε ανάμεσα σε παράγκες με απλωμένες μπουγάδες. «Εχουμε παίξει ως πιτσιρίκια μπάλα και του θανάτου στα χώματα αυτά. Δίπλα είναι η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης που πήγαινα κατηχητικό», λέει ο Τάκης. «Οι γύφτισσες μας πρόσεχαν και μας φρόντιζαν. Πιο μακριά από εδώ προς τα εργοστάσια αναπτύχθηκαν οι γειτονιές των εργατών. Θυμάμαι από τη μια να γκρεμίζονται τα νεοκλασικά και από την άλλη στα Ζαρουχλέικα να δουλεύουν έως και νύχτα οι εργολάβοι να σηκώσουν παράνομα οικοδομές για να μείνει ο κόσμος. Οι εύποροι πήγαν στα ρετιρέ του κέντρου ή έφυγαν προς το Ρίο και την Αθήνα. Αλλά ήταν κι αυτοί μια κλειστή ομάδα για τους νεοεισερχόμενους στην πόλη. Σαν να έδινες εξετάσεις και σε κόβανε συνεχώς. Από την άλλη, οι συνδικαλιστές έσπειραν παντού δηλητήριο. Ακόμη και σε μηχανουργεία ή χυτήρια έστρεφαν τους τρεις εργαζομένους εναντίον του μικροαφεντικού. Οι δεξιοί δεν ήταν και του λόγου τους καλύτεροι. Η μπάλα χάθηκε, η πόλη έγινε κομμάτια, νησίδες που δεν ενώθηκαν ούτε στην παντοκρατορία του ΠΑΣΟΚ. Ο κόσμος περίμενε κάτι από τους Αχαιούς πολιτικούς σαν τους Παπανδρέου. Εμείς τους βλέπαμε Πατρινούς, αυτοί μας έβλεπαν δεδομένους. Και σήμερα όλοι κλαίγονται, κανείς δεν βάζει το κεφάλι κάτω να βρει ένα ριζοσπαστικό σχέδιο».
Στο «Κολωνάκι»
Κοντοσταθήκαμε έξω από το στέκι του Κόττα, το πιο θρυλικό κουτούκι της Πάτρας που λέγεται «Κολωνάκι». Φτιάχτηκε από τη μικρασιατική οικογένεια Κόττα και έκτοτε έχει αλλάξει μόνον η οροφή με τα καλάμια και το πάτωμα που κάποτε ήταν χωμάτινο. «Εδώ είναι το παυσίλυπόν μας», είπε ο κ. Θωμάς. Εκεί μας περίμενε ο Γιώργος Κόττας, τρίτη γενιά ιδιοκτήτης, που έχει το μαγαζί από το 1960. Η πρώτη εικόνα εντυπωσιακή. Πίνακας του Τσαρούχη που ήταν τακτικός πελάτης, μια αυθεντική φωτογραφία του Καρτιέ Μπρεσόν, φωτογραφίες του Καζαντζίδη, αφίσα του Ολυμπιακού, ένα συνονθύλευμα που προέρχεται και από το μείγμα των θαμώνων. Από τον Ιόλα που έστρωσε τη γούνα καταγής και χόρεψε, έως τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γκολέ, τον Διονυσίου, επώνυμους Πατρινούς, Ρομά από τη γειτονιά, λιμενεργάτες, δικηγόρους, γιατρούς, άπαντες ενώθηκαν στον διονυσιακό σφυγμό: «Ολοι ήρθαν και έρχονται. Από τον πιο φτωχό έως τον πιο πλούσιο και από τον καθηγητή πανεπιστημίου έως τον αγράμματο. Σερβίρεται μόνο ουίσκι, ο ένας σέβεται τον χορό του άλλου και ακούμε παλιά λαϊκά, έχουμε τεράστια συλλογή. Εδώ η Πάτρα γίνεται ένα. Αυτή είναι η δουλειά του σωστού κάπελα, να χωρέσει την πόλη σε μερικά τετραγωνικά», λέει με καμάρι ο Κόττας. Τελικά, μόνο μεθυσμένη η Πάτρα γιορτάζει όλους τους εαυτούς της, σκέφτηκα.