Παραμονεύουν πίσω από τον κορμό του δέντρου περιμένοντας υπομονετικά την εμφάνισή της. Όταν την εντοπίζουν να περπατά αμέριμνη οργανώνουν την επίθεση ώστε να έχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα: Το θάνατό της. Τα θηλυκά της ομάδας συνεργάζονται μεταξύ τους, την πλησιάζουν σιωπηλά και μόλις την προσεγγίσουν την κυνηγούν μέχρι να εξαντληθεί. Τότε το αρσενικό με τα πανίσχυρα σαγόνια του καταφέρνει το τελικό χτύπημα. Η ζέβρα είναι νεκρή και τα λιοντάρια ετοιμάζονται να απολαύσουν το γεύμα τους.
Ένα μικροσκοπικό έντομο, όμως, έχει καταφέρει να αλλάξει τη στρατηγική πίσω από τις φονικές επιθέσεις των λιονταριών με θύματα τις ζέβρες που αποτελούν αγαπημένη τροφή τους.
Συγκεκριμένα η εξάπλωση μεγαλοκέφαλων μυρμηγκιών (Pheidole megacephala) που έφτασαν στην ανατολική Αφρική πριν μερικά χρόνια, δημιουργεί τις συνθήκες ώστε τα λιοντάρια να σκοτώνουν λιγότερες ζέβρες.
Αναλυτικότερα, τα μεγαλοκέφαλα μυρμήγκια εκτοπίζουν τα ντόπια μυρμήγκια που ζουν και τρέφονται από τις ακακίες της Κένυας και ως αντάλλαγμα προστατεύουν τα δέντρα από τους αφρικανικούς ελέφαντες αφού οι δαγκωνιές τους αποθαρρύνουν τα μεγάλα θηλαστικά.
Τα λιοντάρια κυνηγούν λιγότερες ζέβρες εστιάζοντας πλέον σε βουβάλια, καθιστώντας το εγχείρημα δύσκολο ακόμα και επικίνδυνο, αφού δεν είναι η ευκολότερη λεία εξαιτίας του μεγέθους τους.
«Έκπληκτος» δήλωσε ο καθηγητής Τοντ Πάλμερ του πανεπιστημίου της Φλόριντα, συν-συγγραφέας της έρευνας, από την ανατροπή της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα ντόπια μυρμήγκια και τα δέντρα και τις συνέπειες αυτής.
Όπως είπε χαρακτηριστικά «οι αλληλεπιδράσεις είναι η κόλλα που συγκρατεί ολόκληρο το σύστημα», εξηγώντας ότι οι ελέφαντες σπάνε με εντατικό ρυθμό τα δέντρα κατά «πέντε έως επτά φορές μεγαλύτερο από εκείνον των περιοχών που δεν έχουν προσβληθεί» από τα μυρμήγκια.
Για να καταλήξουν στο συμπέρασμα οι ερευνητές μελέτησαν εκτάσεις στην Λαϊκίπια της Κένυας όπου κατοικούσαν ελέφαντες και άλλες όπου δεν καταγράφονταν παχύδερμα.
Η ομάδα διαπίστωσε ότι όταν συνυπήρχαν μυρμήγκια και ελέφαντες σημειωνόταν δραματική αλλαγή στην εικόνα του οικοσυστήματος, αφού η κάλυψη των δέντρων είχε μειωθεί σημαντικά.
Στη συνέχεια οι ερευνητές δημιούργησαν ένα υπολογιστικό μοντέλο βασισμένο σε παρατηρήσεις στη φύση για να διερευνήσουν αν η παρουσία των μεγαλοκέφαλων μυρμηγκιών και η μειωμένη κάλυψη επηρέαζαν τις κινήσεις της ζέβρας και των λιονταριών.
«Επειδή τα λιοντάρια χρειάζονται κάλυψη για να παραμονεύουν και να στήνουν ενέδρες στο θήραμά τους, είναι πιο εκτεθειμένα όταν υπάρχουν λιγότερα δέντρα, γεγονός που φαίνεται να τα δυσκολεύει να σκοτώσουν επιτυχώς τη ζέβρα», εξήγησε ο Πάλμερ.
Αυτό που ανησυχεί τους ειδικούς είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος περιορισμού της εξάπλωσης των μεγαλοκέφαλων μυρμηγκιών με αποτέλεσμα ολοένα περισσότερα δέντρα ακακίας να χάνονται και καθώς αποτελούν πηγή τροφής για πολλά είδη είναι πιθανό η οικολογία της περιοχής να αλλάξει δραστικά τα επόμενα χρόνια.
Τα μεγαλοκέφαλα μυρμήγκια έκαναν την εμφάνισή τους στην Κένυα από ένα νησί του Ινδικού Ωκεανού στις αρχές της δεκαετίας του 2000, πιθανώς μέσω ταξιδιωτών αν και κανείς δε μπορεί να είναι βέβαιος για τον ακριβή τρόπο της μετακίνησής τους. Αυτό για το οποίο είναι σίγουροι οι ειδικοί, είναι ότι το χωροκατακτητικό είδος αυτό αλλοιώνει την περιοχή.
Αλλά όπως τόνισε ο Πάλμερ «συχνά, διαπιστώνουμε ότι τα μικρά πράγματα είναι αυτά που διοικούν τον κόσμο».