2 Νοεμβρίου 1988
Ο Robert Morris, ένας φοιτητής πληροφορικής που έψαχνε έναν τρόπο να καταπολεμήσει την ανία του, απελευθερώνει τον πρώτο ιό στο ίντερνετ. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, δεν είχε κακή πρόθεση. Ήταν απλά ένα πείραμα που πήγε πολύ στραβά. Μέσα στις επόμενες ώρες, το ένα δέκατο των υπολογιστών που ήταν συνδεδεμένοι στο διαδίκτυο είχαν καταρρεύσει. Αυτό θα ήταν και το τέλος της αθωότητας του διαδικτύου.
Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο Morris, που ήταν απλά ένας 20άρης φοιτητής του Cornell, ήθελε μόνο να δει πόσο μεγάλο ήταν το ίντερνετ. Ασφαλώς, το διαδίκτυο δεν είχε τότε καμία σχέση με αυτό που γνωρίζουμε σήμερα.
Ήταν μία κυρίως αμερικανική υπόθεση, με λιγότερους από 100.000 συνδεδεμένους υπολογιστές. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που έμπαιναν τότε στο ίντερνετ το χρησιμοποιούσαν για τη δουλειά τους, πιθανότατα σε κάποιο πανεπιστήμιο ή σε έναν οργανισμό.
Όταν λοιπόν ο Morris θέλησε να δει πόσοι υπολογιστές ήταν συνδεδεμένοι στο ίντερνετ, έφτιαξε ένα πρόγραμμα που θα ταξίδευε από υπολογιστή σε υπολογιστή, ζητώντας από τον καθένα να στείλει πίσω ένα σήμα.
Το πρόγραμμα δούλεψε καλά. Για την ακρίβεια, υπερβολικά καλά. Ο Morris είχε καταλάβει ότι εάν ο ιός ταξίδευε πολύ γρήγορα, θα υπήρχαν προβλήματα, για αυτό και είχε βάλει περιορισμούς. Όμως οι περιορισμοί αυτοί δεν δούλεψαν, με αποτέλεσμα το πρόγραμμα του φοιτητή να εξαπλωθεί ταχύτατα και να «μπλοκάρει» μεγάλα κομμάτια του ίντερνετ.
Όταν ο Morris συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, τα προειδοποιητικά μηνύματα που προσπάθησε να στείλει στους διαχειριστές των συστημάτων, δεν μπορούσαν να φτάσουν στους αποδέκτες τους εξαιτίας του προβλήματος που είχε δημιουργηθεί.
Έτσι, το επόμενο πρωί, ο κόσμος –τουλάχιστον οι λίγοι που γνώριζαν το διαδίκτυο τότε- ξύπνησε και βρήκε ότι το ίντερνετ είχε αλλάξει.
Χιλιάδες υπολογιστές (υπολογίζεται το ένα δέκατο όσων ήταν συνδεδεμένοι) είχαν μπλοκάρει καθώς ο ιός που τους είχε μολύνει αντιγραφόταν ξανά και ξανά, μέχρι να τους «γονατίσει». Το ίντερνετ κατέρρευσε.
Τις επόμενες μέρες, το γεγονός άρχισε να τραβά την προσοχή των δημοσιογράφων, έστω και εάν η συντριπτική τους πλειοψηφία δεν μπορούσε να καταλάβει τι πραγματικά συνέβαινε. Κατακλυσμένο από τα τηλεφωνήματά τους, το MIT αποφάσισε να δώσει συνέντευξη τύπου. Όπως θα έλεγαν αργότερα ερευνητές του πανεπιστημίου, ο Τύπος απογοητεύτηκε που κανείς δεν μπορούσε να δει την ζημιά που είχε προκαλέσει ο ιός. Κάποιοι φαίνεται ότι είχαν πάει στη συνέντευξη τύπου «ελπίζοντας» ότι ο κόσμος βρισκόταν στο χείλος του Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου. Άλλοι, πίστευαν ότι επρόκειτο για έναν ιό που μπορούσε να μολύνει ανθρώπους. «Δεν ξέρουμε, δεν είμαστε ιατρική σχολή. Καλύτερα να μιλήσετε με το Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα», απαντούσαν, προφανώς διασκεδάζοντας, οι ερευνητές του MIT στις αγωνιώδεις ερωτήσεις των δημοσιογράφων για το εάν κινδυνεύει ο κόσμος να αρρωστήσει.
Όμως αυτό που κατάφερε να βρει σωστά ο Τύπος της εποχής ήταν την ταυτότητα του δράστη. Οι New York Times αποκάλυψαν ότι όλα ήταν το έργο ενός «πανέξυπνου» 23χρονου φοιτητή του Cornell. Όπως είπε στην εφημερίδα ο πατέρας του, που δούλευε για το αμερικανικό κράτος πάνω στην ασφάλεια υπολογιστών, ήταν «το έργο ενός βαριεστημένου φοιτητή». Οι εφημερίδες έσπευσαν να στήσουν το προφίλ του Morris: Ήταν τόσο έξυπνος ώστε βαριόταν με τα κανονικά μαθήματα, δεν είχε κάνει πολλούς φίλους στο πανεπιστήμιο, αλλά προτιμούσε να περνά την ώρα του προγραμματίζοντας τον υπολογιστή του.
Τελικά, χρειάστηκαν μέρες και οι προσπάθειες εκατοντάδων διαχειριστών συστημάτων για να καθαριστεί το ίντερνετ από τον ιό του Morris. Πλέον, όμως, η εποχή της αθωότητας του ίντερνετ είχε τελειώσει μια και καλή.
Όλοι συνειδητοποίησαν ότι το διαδίκτυο δεν ήταν πια εκείνη η μικρή πόλη, όπου ο καθένας μπορούσε να αφήνει την πόρτα του ξεκλείδωτη. Η ασφάλεια υπολογιστών, που έως τη στιγμή εκείνη αντιμετωπιζόταν σαν ένα θεωρητικό πρόβλημα, ήταν πια μία επείγουσα ανάγκη, που πολύ σύντομα θα μετατρεπόταν σε μία βιομηχανία δισεκατομμυρίων.
Όσο για την τύχη του Robert Morris; Το 1990 καταδικάστηκε σε τρία χρόνια με αναστολή, 400 ώρες κοινωφελούς εργασίας και πρόστιμο 10.000 δολαρίων.
Αυτό το λάθος δεν τον απέτρεψε από το να χτίσει μια ολόκληρη καριέρα στην πληροφορική, δημιουργώντας μια από τις πρώτες start ups ηλεκτρονικού εμπορίου, την Viaweb, το 1995. Μάλιστα, μετά το συμβάν με τον ιό, απέφευγε τόσο τη δημοσιότητα ώστε δεν ήθελε καν το αληθινό του όνομα να γραφτεί στο σάιτ της Viaweb, αλλά αντ΄ αυτού χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο John McArtyem. Η Viaweb πουλήθηκε στη Yahoo αντί 49 εκατ. δολαρίων το 1998.
Στην πορεία, ο Morris επέστρεψε στο πανεπιστήμιο και πήρε το διδακτορικό του από το Χάρβαρντ το 1999. Δούλεψε για το MIT και υπήρξε συνιδρυτής του Y Combinator, ενός incubator που απέκτησε διαστάσεις θρύλου στη Silicon Valley.
Ο Morris ουδέποτε επιχείρησε να κερδίσει φήμη ή χρήματα από το περιστατικό του ιού, με την μετέπειτα συμπεριφορά του να πιστοποιεί αυτό που έλεγε από την πρώτη στιγμή: Ήταν ένα ατύχημα για το οποίο ένιωθε άσχημα.