Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες οι καύσωνες στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αθήνα έχουν αυξηθεί δραματικά λόγω της κλιματικής αλλαγής και σύμφωνα με μελέτη του ΕΚΠΑ είναι περισσότερο έντονοι και με μεγαλύτερη διάρκεια.
Η αναζήτηση λύσεων – ακόμη και πέραν των προφανών – κρίνεται πλέον επιτακτική, με τους επιστήμονες να προειδοποιούν πως η κατάσταση στο αστικό περιβάλλον θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Oπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής στον Τομέα Φυσικής Περιβάλλοντος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) Κώστας Καρτάλης, οι πόλεις στην Ανατολική Μεσόγειο είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή, κυρίως σε ό,τι αφορά τις υψηλές θερμοκρασίες και τους καύσωνες. «Για την Ελλάδα, η έρευνά μας στο ΕΚΠΑ δείχνει ότι η θερμική επιβάρυνση των πόλεων κατά τα επόμενα έτη θα συνεχιστεί, ιδίως από την Κεντρική Ελλάδα και νοτιότερα, λόγω και των συχνότερων, περισσότερο έντονων και μεγαλύτερης διάρκειας καυσώνων που ήδη καταγράφονται».
Θα πρέπει, βέβαια, να συνυπολογίσει κανείς πως οι πόλεις είναι ιδιαίτερα ευπαθείς στην κλιματική αλλαγή καθώς αυτή προστίθεται στο φαινόμενο της Αστικής Θερμικής Νησίδας (ΑΘΝ) – δηλαδή της αύξησης της θερμοκρασίας λόγω των αστικών/κατασκευαστικών χαρακτηριστικών και των πηγών θερμότητας (κτίρια, κυκλοφορία οχημάτων, βιοτεχνικές μονάδες), επιδεινώνοντας τους κινδύνους λόγω των υψηλών θερμοκρασιών ή των επεισοδίων καύσωνα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με επιστήμονες του ΕΚΠΑ, η δημιουργία «πράσινων» οροφών σε δημόσια και ιδιωτικά κτίρια θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα καθώς μπορεί να συμβάλει στη μείωση της θερμοκρασίας του αέρα και των επιφανειών των κτιρίων. Εχει υπολογιστεί, μάλιστα, πως κατά τις νυχτερινές ώρες η θερμοκρασία αέρα μπορεί να μειωθεί κατά περίπου 2-3,5°C ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας η μείωση της θερμοκρασίας του αέρα είναι της τάξης του 1-1,5°C.
Συγκεκριμένα, δε, για την πόλη της Αθήνας η μείωση κατά μόλις 1 βαθμό Κελσίου της θερμοκρασίας του αέρα έχει μεγάλα οφέλη, καθώς οδηγεί σε μείωση της κατανάλωσης ενέργειας για ψύξη κατά 4,1%, μείωση της συγκέντρωσης του όζοντος κατά περίπου 7%-8% αλλά και της θνησιμότητας σε πνευμονολογικά και καρδιολογικά νοσήματα ανάλογα με την κατάσταση υγείας και την ηλικία.
Εναλλακτική λύση
Την ίδια στιγμή, σε πόλεις με περιορισμένους ελεύθερους χώρους για τη δημιουργία πάρκων μια εναλλακτική λύση είναι η μετατροπή των σχολικών αυλών σε δίκτυο μικρών πάρκων. Μάλιστα, αντίστοιχα δίκτυα δρομολογούν πόλεις στην Ευρώπη, όπως το Παρίσι (πρόγραμμα OASIS) και η Βαρκελώνη (πρόγραμμα Climate Shelters), σε μια προσπάθεια μείωσης – σε συνδυασμό με βιοκλιματικές παρεμβάσεις στα σχολικά κτίρια – της θερμοκρασίας αέρα και επιφάνειας και κατά συνέπεια της αντιμετώπισης της θερμικής επιβάρυνσης λόγω και της κλιματικής αλλαγής.

Οπως σημειώνει ο Κώστας Καρτάλης, που είχε την επιστημονική στήριξη του έργου στη Βαρκελώνη για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μέσα στην τετραετία που κράτησε το έργο πάνω από 40 σχολεία μετατράπηκαν σταδιακά σε κλιματικά καταφύγια με έργα ενεργειακής αναβάθμισης, «πράσινες» οροφές, περισσότερο πράσινο και καλύτερα υλικά στις αυλές, σκίαστρα στις αυλές και στις πλευρές των σχολείων κ.ά. «Τα αποτελέσματα έπεισαν και τους πιο δύσπιστους».
Σύμφωνα με προσομοιώσεις που έχει κάνει το ΕΚΠΑ και παρουσιάζουν «ΤΑ ΝΕΑ», με τη δημιουργία αυτών των κλιματικών καταφυγίων η θερμοκρασία αέρα μειώνεται στη σχολική αυλή κατά περίπου 1-3°C (ανάλογα με την ώρα της ημέρας και την έκταση που καλύπτει η αυλή). Επισημαίνεται επίσης ότι το εύρος της δροσιστικής επίδρασης των παρεμβάσεων δεν εξαντλείται στον χώρο του σχολείου, αλλά σε απόσταση περίπου 80-100 μέτρων, δηλαδή στη γειτονιά του σχολείου. Ο Ηλίας Αγαθαγγελίδης, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ΕΚΠΑ, επιχείρησε μια αναγωγή – κατά προσέγγιση – για το σενάριο που προβλέπει τη μετατροπή του συνόλου των σχολικών αυλών στον Δήμο Αθηναίων σε «πράσινους» χώρους. «Αυτό που προέκυψε είναι πως η δροσιστική επίδραση εκτείνεται σε περίπου 8 τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή περίπου στο 20,5% της έκτασης του Δήμου Αθηναίων.
Παράλληλα, με την εξαίρεση του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, η απόσταση για την πρόσβαση σε έναν τέτοιο χώρο κυμαίνεται από 300 έως 500 μέτρα από όποιο σημείο βρίσκεται ένας κάτοικος της πόλης ή ένας επισκέπτης» υπογραμμίζει. Για τους επιστήμονες, υπάρχουν ακόμα λύσεις για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των πόλεων, λύσεις που σχετίζονται κατά κύριο λόγο με την αύξηση του πρασίνου, την ώρα που οι ελεύθεροι χώροι είναι λιγοστοί. «Εχει αξία κατά συνέπεια να δούμε την κατάσταση με μια πιο διευρυμένη ματιά, ουσιαστικά να αναζητηθούν νέες λύσεις, όπως οι “πράσινες” οροφές και η μετατροπή όσο περισσότερων σχολικών αυλών σε μικρά πάρκα. Τα οικονομικά μεγέθη είναι απαιτητικά, γεγονός που επιβάλλει τη σταδιακή εφαρμογή τους σε βάθος χρόνου με προτεραιότητα στις γειτονιές που εμφανίζονται περισσότερο θερμικά επιβαρυμένες. Είναι, όμως, ιδιαίτερα αισιόδοξο ότι ο Δήμος Αθηναίων έχει θέσει ως κεντρική προτεραιότητά του την αύξηση του πρασίνου στην πόλη και ότι ήδη υλοποιεί σχετικές δράσεις» τονίζει ο Καρτάλης.
Επισημαίνεται πως από την 1η Ιανουαρίου του 2024, όταν και ανέλαβε καθήκοντα η διοίκηση Δούκα στην Αθήνα, έχουν φυτευτεί συνολικά 6.721 δέντρα και στις επτά Δημοτικές Κοινότητες, εκ των οποίων 684 μουριές, 656 κυπαρίσσια και 406 κουτσουπιές. Μάλιστα, τα περισσότερα δέντρα έχουν φυτευτεί στην 1η Δημοτική Κοινότητα (2.070) και ακολουθούν η 6η με 1.375 και η 7η με 1.033. «Το πράσινο στην Αθήνα μπαίνει σε μια νέα εποχή. Η φιλοσοφία της Δημοτικής Αρχής ξεπερνάει τις στρεβλώσεις του παρελθόντος. Απαγορεύει τα ακραία κλαδέματα όταν αυτά δεν είναι απαραίτητα για την καλή κατάσταση των δέντρων, προστατεύει το πράσινο ώστε να είναι εύρωστο, φυτεύει χιλιάδες δέντρα με σκοπό την ενίσχυση της ποιότητας ζωής, προωθεί καινοτόμες ιδέες για την περιβαλλοντική θωράκιση της πόλης. Κεντρικός μας στόχος παραμένει η Αθήνα να γίνει μια ευρωπαϊκή “πράσινη” πρωτεύουσα» δηλώνει μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο αντιδήμαρχος Περιβάλλοντος και Πρασίνου του Δήμου Αθηναίων Γιώργος Αποστολόπουλος.
«Πάρκα τσέπης»
Στα «πάρκα τσέπης» επενδύουν ο ένας δήμος μετά τον άλλο, σε χώρους δηλαδή πολύ μικρότερους από δύο στρέμματα, με κύριο στόχο να μειώσουν στο μέτρο του δυνατού τις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η επίδραση των «πάρκων τσέπης» στις θερμικές συνθήκες αστικών περιοχών, σύμφωνα με τον Καρτάλη, εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το εμβαδόν τους, το είδος και την πυκνότητα της βλάστησης που περιλαμβάνουν αλλά και κατά πόσο περικλείονται από ψηλά κτίρια. Ενα πυκνά φυτεμένο με δέντρα «πάρκο τσέπης», με εμβαδόν περίπου ένα στρέμμα, μπορεί, όπως εξηγεί ο καθηγητής, να μειώσει τη θερμοκρασία του αέρα μέχρι μισό βαθμό Κελσίου, «ενώ η δροσιστική του επίδραση είναι μάλλον τοπική καθώς εκτείνεται από 20 έως 80 μέτρα από το πάρκο, ανάλογα και πάλι με την πυκνότητα δόμησης της περιοχής ή τη δυνατότητα να διαμορφωθεί διάδρομος αερισμού». Είναι ενδεικτικό πως στον Δήμο Αθηναίων τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί ένα μικρό δίκτυο τέτοιων πράσινων χώρων, που μετρά τουλάχιστον 10 «πάρκα τσέπης», κυρίως από δωρεές. Πάντως, ένα από τα θετικά στη δημιουργία «πάρκων τσέπης» είναι και το γεγονός ότι παραμένει άκτιστη η περιοχή που καταλαμβάνουν και κατά συνέπεια αποφεύγεται μια νέα πηγή θερμότητας στην περίπτωση που η έκταση καλυφθεί από κάποιο κτίριο.