Δισεκατομμύρια στο πολεμικό σεντούκι του Βλαντιμίρ Πούτιν συνεχίζει να βάζει η Ευρώπη παρά τους διακηρυγμένους στόχους για απεξάρτηση από τις εισαγωγές ρωσικού αερίου. Από τη γραμμή αυτή δεν παρεκκλίνει ούτε η Ελλάδα, καθώς η Ρωσία, μέσω της πύλης εισόδου του αερίου της (Σιδηρόκαστρο), κάλυψε το α’ τρίμηνο του 2024 σχεδόν το 44% των εισαγωγών (αύξηση 113,8% σε σχέση με πέρυσι) και έχει αναδειχθεί δεύτερη εισαγωγέας αερίου LNG στη χώρα μας, από μηδενικές ποσότητες που έφτασε να έχει μέχρι το 2022, εκτοπίζοντας μερίδια άλλων παραγωγών που κυριαρχούν όπως οι ΗΠΑ. Οι τελευταίες παραμένουν στην πρώτη θέση, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 65% των εισαγωγών, περιορίζοντας όμως τις ποσότητες που έδωσαν στο ελληνικό σύστημα κατά το εξεταζόμενο διάστημα.
Τα απολογιστικά στοιχεία του ΔΕΣΦΑ αναδεικνύουν συστηματικά τους τελευταίους μήνες και κάτι ακόμη: την επιστροφή των μεγάλων καταναλωτών στην κατανάλωση φυσικού αερίου, κυρίως λόγω της πτώσης των τιμών. Η ομαλότητα που υπάρχει πλέον στην αγορά, μολονότι μπορεί πρόσκαιρα να επηρεάζεται από τις εχθροπραξίες στη Μέση Ανατολή, δείχνει μια σταθερή μετατόπιση προς το φυσικό αέριο τόσο από την ηλεκτροπαραγωγή και τη βιομηχανία όσο και από τους σταθμούς ανεφοδιασμού οχημάτων με CNG (Compressed Natural Gas). Στην ηλεκτροπαραγωγή η ζήτηση αυξήθηκε κατά 29,5% σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2023, φτάνοντας στις 9 τεραβατώρες, ενώ αλματώδης αύξηση 237% καταγράφηκε και από τις βιομηχανίες. Αντίστοιχα, στα δίκτυα διανομής η ζήτηση ήταν οριακά αυξημένη, φτάνοντας στις 4,7 τεραβατώρες και καλύπτοντας το 29% της αγοράς.
Πρόσφατη έρευνα του Reuters αναφέρει ότι πέρυσι οι παραδόσεις ρωσικού LNG στην Ελλάδα υπερτετραπλασιάστηκαν, με αποτέλεσμα το ποσοστό συμμετοχής του ρωσικού αερίου στην προμήθεια της χώρας να φτάσει στο 47% από 36% το 2022.
Η επανάκαμψη του ρωσικού αερίου συμπίπτει αυτή την περίοδο και με την προσγείωση της ρητορικής για τις επενδύσεις στον τομέα της πράσινης ανάπτυξης. Η enaon EDA, που ελέγχεται από την ιταλική Italgas στην Ελλάδα, έχει ένα επενδυτικό σχέδιο ύψους 770 εκατ. ευρώ για να κατασκευάσει ένα δίκτυο φυσικού αερίου και να διασυνδέσει 110.000 κτίρια σε εννέα περιφέρειες και, για πρώτη φορά, και σε τέσσερα νησιά της χώρας. Τα ελληνικά διυλιστήρια, τα οποία κάνουν αγώνα δρόμου την τελευταία τριετία για να πρασινίσουν, βάζουν μερικό φρένο στον επενδυτικό πυρετό της ενεργειακής μετάβασης. Ο κ. Γιώργος Τριανταφύλλου, γενικός διευθυντής Στρατηγικής της Motor Oil, δήλωσε πρόσφατα στο συνέδριο των Δελφών ότι η ενεργειακή μετάβαση είναι σαν να «προσπαθείς να αλλάξεις κινητήρα ενός αεροπλάνου στη διάρκεια μιας πτήσης».
Για να πετύχει αυτό το δύσκολο εγχείρημα, είπε, οι υπάρχοντες κινητήρες πρέπει να συνεχίσουν να μας κρατούν στον αέρα και να βεβαιωθούμε ότι και οι νέοι θα συνεχίσουν να μας κρατούν στον αέρα με ασφάλεια στο μέλλον. Ο όμιλος επενδύει 2,5 δισ. ευρώ για αυτή τη μετάβαση και παράλληλα 1,5 δισ. για την επέκταση της δυναμικότητας των υφιστάμενων υποδομών. Σε ανάλογη ρότα βρίσκεται και η Helleniq Energy, με τον διευθύνοντα σύμβουλο Ανδρέα Σιάμισιη να δηλώνει από το ίδιο βήμα ότι η εταιρεία θα επενδύσει 3-4 δισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία στην ανάπτυξη των διυλιστηρίων. Οπως σημείωσε, η μετάβαση θα έρθει, αλλά στο ενδιάμεσο της διαδρομής υπάρχουν τα ορυκτά καύσιμα όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, τα βιοκαύσιμα κ.ά.
Και ενώ η μετάβαση στα καθαρά καύσιμα δείχνει να βαδίζει σε πιο ρεαλιστικούς στόχους, παρατείνοντας τον χρόνο αξιοποίησης των υδρογονανθράκων, η Ρωσία, δύο χρόνια μετά τον γεωπολιτικό εκτροχιασμό στην Ουκρανία, παραμένει σημαντική προμηθεύτρια LNG στην Ευρώπη αποκομίζοντας τεράστια κέρδη.
Τι είναι όμως αυτό που κάνει τόσο ελκυστικό το αέριο της Gazprom; Σύμφωνα με έρευνα του Reuters, η Μόσχα προμήθευσε πέρυσι την Ευρώπη με 15,6 μετρικούς τόνους ρωσικού LNG παρουσιάζοντας ραγδαία αύξηση σε σχέση με το 2021, που ανήλθε σε 37,7%. Οι αναλυτές αναφέρουν ότι η ρωσική ιδιωτική εταιρεία Novatek πούλησε πέρυσι φορτία στην Ε.Ε. σε μειωμένες τιμές, ενώ η Gazprom αύξησε τις εξαγωγές από τον νέο τερματικό σταθμό LNG στα σύνορα Ρωσίας – Φινλανδίας, αντισταθμίζοντας τις μειωμένες παραδόσεις του αγωγού προς τα δυτικά. Η Ισπανία εμφανίζεται να έχει αγοράσει στα τέλη του 2023 ρωσικό αέριο με έκπτωση 1 ευρώ ανά μεγαβατώρα έναντι της τιμής του ΤΤF, αποκομίζοντας κέρδος σχεδόν 1 εκατ. ευρώ σε ένα τυπικό φορτίο αξίας 40 εκατ. σε τιμές spot. Η Ισπανία έχει γίνει η κορυφαία επανεξαγωγέας ρωσικού αερίου διά θαλάσσης, καθώς οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία αφορούν μόνο το πετρέλαιο και όχι το φυσικό αέριο. Η ανάλυση συμπεριλαμβάνει και την Ελλάδα, αναφέροντας τη διαιτησία της ΔΕΠΑ με την Gazprom επειδή οι Ρώσοι πούλαγαν πιο φθηνά LNG σε Ελληνες ανταγωνιστές της.
«Η Ευρωπαϊκή Ενωση, επειδή εξαρτάται ακόμη από το ρωσικό αέριο, επίτηδες δεν το απαγόρευσε όπως το πετρέλαιο», λέει στέλεχος από την εγχώρια αγορά φυσικού αερίου, προσθέτοντας ότι οι Ρώσοι μείωσαν τις τιμές και έχουν κατακλύσει την ευρωπαϊκή αγορά μέσω του TurkStream. Οπως μάλιστα σημειώνει, αυτός είναι και ο λόγος που η Ελλάδα δεν κάνει πλέον διαμετακομίσεις καθώς γειτονικές χώρες παίρνουν απευθείας αέριο από τους Ρώσους, και μάλιστα πιο φθηνά. Μέχρι στιγμής, οι ευρωπαϊκές εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου το 2024 ανέρχονται σε 33,65 εκατομμύρια τόνους. Οι ΗΠΑ ηγούνται ως η μεγαλύτερη προμηθεύτρια με 51% του μεριδίου αγοράς, ακολουθούμενες από τη Ρωσία (16%), την Αλγερία (10%), το Κατάρ (8%) και τη Νιγηρία (4%).
Γιγαντιαίες επενδύσεις
Η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων προβλέπεται να δαπανήσει περισσότερα από 1 τρισ. δολάρια παγκοσμίως την επόμενη δεκαετία για την παραγωγή φυσικού αερίου στις ευρωπαϊκές αγορές, σύμφωνα με την ανάλυση της Global Witness με βάση τα δεδομένα της Rystad Energy. Παρά τις προειδοποιήσεις των ειδικών για τις επιπτώσεις στο κλίμα και την αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1,5°C, 223 δισ. από το 1 τρισ. δολάρια πρόκειται να δαπανηθούν για να συνεχίσουν να αναπτύσσουν και να λειτουργούν νέες εγκαταστάσεις εξόρυξης φυσικού αερίου για την τροφοδοσία της Ευρώπης.
Οι πετρελαϊκοί γίγαντες Shell, TotalEnergies, ExxonMobil, Equinor και Eni συγκαταλέγονται μεταξύ των διεθνών επενδυτών που θα σηκώσουν το βάρος των μεγάλων επενδύσεων. Μόνο αυτές οι πέντε εταιρείες πρόκειται να διαθέσουν συνολικά 144 δισ. δολάρια στην προμήθεια φυσικού αερίου τα επόμενα χρόνια.