Ο αριθμός των ανθρώπων που αναζητούν δωμάτιο προς ενοικίαση στο Λονδίνο συνεχίζει να μειώνεται, σύμφωνα με στοιχεία από γνωστή ιστοσελίδα εύρεσης ακινήτων, σε μία ακόμη ένδειξη ότι τα υψηλά ενοίκια καθιστούν απρόσιτο ακόμη και αυτό το βασικό βήμα για πολλούς κατοίκους.
Η μέση τιμή ενοικίασης δωματίου στην αγγλική πρωτεύουσα παραμένει πάνω από τις 1.000 στερλίνες, δηλαδή περίπου 1.350 δολάρια, το μήνα από το 2022, όταν οι υποψήφιοι ενοικιαστές που είχαν σταματήσει την έρευνά τους, εξαιτίας της πανδημίας επέστρεψαν στην αγορά καθώς η οικονομία ανακτούσε και πάλι τις δυνάμεις της.
Ωστόσο, από τότε, ο αριθμός των ενδιαφερόμενων που επιθυμούν να συγκατοικήσουν μειώνεται σταθερά. Πιο συγκεκριμένα, και σύμφωνα με το Bloomberg, τον περασμένο μήνα, σύμφωνα με τα στοιχεία που κοινοποίησε η πλατφόρμα SpareRoom, ανήλθε σε 57.600 άτομα, περίπου δηλαδή, 6.500 λιγότεροι σε σύγκριση με τον προηγούμενο χρόνο. Πρόκειται για τον μισό αριθμό σε σχέση με την κορύφωση που σημειώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2022 και για τον χαμηλότερο αριθμό του Μαΐου, ενός από τους μήνες με τη μεγαλύτερη κινητικότητα στην αγορά, από το 2021.

Ένα μέρος αυτής της πτώσης στη ζήτηση για ενοικίαση δωματίου ενδέχεται να σχετίζεται με την επανέναρξη της αναζήτησης κατοικίας από υποψήφιους ιδιοκτήτες, καθώς η Τράπεζα της Αγγλίας μειώνει τα επιτόκια. Ωστόσο, ο βασικός παράγοντας φαίνεται να είναι η απόφαση πολλών νέων να επιλέξουν την πιο οικονομική λύση, να επιστρέψουν στο πατρικό τους σπίτι.
Σύμφωνα με ανάλυση του Institute for Fiscal Studies, σχεδόν το ένα τρίτο των Βρετανών ηλικίας 25 έως 29 ετών ζει πλέον με τους γονείς του το 2024, ποσοστό αυξημένο από έναν στους πέντε το 2007. Αυτό αντανακλά, εν μέρει, την επιδείνωση των επαγγελματικών προοπτικών για τους νέους, καθώς οι εργοδότες περικόπτουν θέσεις εισαγωγικού επιπέδου και οι πρόσφατες αυξήσεις φόρων επιβαρύνουν περαιτέρω την απασχόληση στον τομέα της εστίασης.

Η SpareRoom σημειώνει επίσης ότι το 40% των ατόμων κάτω των 25 ετών δαπανούν περισσότερο από το ήμισυ του εισοδήματός τους για ενοίκιο – επίπεδο που ξεπερνά κατά πολύ το όριο της «προσιτής στέγασης».