Αμετάβλητες σε σχέση με πέρυσι είναι φέτος οι τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων στην Ελλάδα, μετά τη μεγάλη άνοδο του περυσινού καλοκαιριού εξαιτίας της εκτόξευσης του κόστους της ενέργειας και των καυσίμων διεθνώς. Αυτό προκύπτει από τη δειγματοληπτική έρευνα της «Κ» στις τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων για βασικούς νησιωτικούς προορισμούς από τον Πειραιά κατά τον φετινό Αύγουστο, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περυσινό μήνα.
Οι τιμές για εισιτήρια οικονομικής θέσης τον Αύγουστο κυμαίνονται από 40 έως και 90 ευρώ, ανάλογα με τον προορισμό, την απόσταση από τον Πειραιά (αναλυτικά οι τιμές στον σχετικό πίνακα) αλλά και τον τύπο του πλοίου, καθώς τα ταχύπλοα, που δρομολογούνται κατά τη θερινή περίοδο μόνο, έχουν παγίως υψηλότερες τιμές από τα συμβατικά πλοία. Με βάση τον δείκτη τιμών, ο οποίος αντιπροσωπεύει τη μέση τιμή ανά άτομο για τη μετακίνηση 100 χιλιομέτρων με πλοίο, το κόστος στην Ελλάδα είναι στα 59,48 ευρώ, όπως αυτό μετρήθηκε σε μελέτη της Vivanoda, μιας διαδικτυακής πλατφόρμας αναζήτησης τρόπων και κόστους μεταφοράς μεταξύ ευρωπαϊκών και όχι μόνο προορισμών. Με βάση αυτή την έρευνα οι θαλάσσιες μεταφορές επιβατών στην Ελλάδα είναι οι φθηνότερες μεταξύ των ευρωπαϊκών μεσογειακών χωρών, με εξαίρεση τη Γαλλία, όπου όμως επιδοτούνται οι γραμμές σύνδεσης με την Κορσική. Η Ελλάδα κατατάσσεται έτσι στην 11η θέση μεταξύ 27 κρατών της Ε.Ε.
«Σε ευρωπαϊκό επίπεδο μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου τα ταξίδια με πλοίο παραμένουν πολύ προσιτά και ανταγωνιστικά», εξηγεί μιλώντας στην «Κ» ο Nίκολας Πελιέ, επικεφαλής και ιδρυτής της Vivanoda. «Οι ακτοπλοϊκές συνδέσεις με την Ιταλία και ειδικότερα προς Βενετία, Ανκόνα και Μπάρι, έχουν δείκτη τιμών από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη», συμπληρώνει.
Οσον αφορά τις ακτοπλοϊκές γραμμές εσωτερικού, εκτιμά ότι «οι ελληνικές ακτοπλοϊκές εταιρείες προσφέρουν πολύ ανταγωνιστικές τιμές». «Στην κατάταξή μας με τις 50 φθηνότερες ακτοπλοϊκές γραμμές στην Ευρώπη, σχεδόν οι μισές είναι ελληνικές γραμμές και αναφέρουμε ως παραδείγματα τις συνδέσεις μεταξύ Σύρου και Φολεγάνδρου, Καβάλας και Σάμου ή μεταξύ Νάξου και Κέας», εξηγεί. Διευκρινίζει πάντως ότι πολλές ακτοπλοϊκές συνδέσεις πραγματοποιούνται μόνο τη θερινή περίοδο, «γεγονός που μπορεί να εξηγήσει τις υψηλότερες μέσες τιμές που χρεώνουν σε αυτό το διάστημα οι ακτοπλοϊκές εταιρείες σε ορισμένα δρομολόγια, προκειμένου να αξιοποιήσουν στο έπακρο αυτές τις γραμμές και να αντισταθμίσουν το ζημιογόνο αποτέλεσμα σε περιόδους περιορισμένων λειτουργιών».
Με βάση την έρευνα της Vivanoda, οι πιο ακριβές διασυνδέσεις ακτοπλοΐας της Ελλάδας είναι αυτές με την Τουρκία, καθώς «στις τιμές των εισιτηρίων τους ενσωματώνουν ένα επιπλέον κόστος που σχετίζεται με συγκεκριμένο πλαίσιο, ιδίως όσον αφορά τους λιμενικούς φόρους».
Αλλα ενδιαφέροντα ευρήματα της συγκεκριμένης πανευρωπαϊκής έρευνας είναι ότι οι ακτοπλοϊκές διελεύσεις προς Τυνησία, Λιθουανία, Λετονία, Πολωνία και Σουηδία έχουν τον χαμηλότερο δείκτη τιμών, ενώ αντίθετα οι διελεύσεις προς την Τουρκία, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Μαρόκο έχουν τον υψηλότερο δείκτη τιμών. Οι συνδέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και οι συνδέσεις μεταξύ Μαρόκου και Ισπανίας είναι αναλογικά οι ακριβότερες στην Ευρώπη. Επίσης οι συνδέσεις μεταξύ Γερμανίας και Λιθουανίας ή Λετονίας είναι οι λιγότερο ακριβές σε σχέση με τη διανυόμενη απόσταση. Σε γενικές γραμμές προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα πως όσο πιο σύντομη είναι μια διέλευση, τόσο πιο ακριβή είναι σε όρους κόστους ανά διανυθέν χιλιόμετρο.
Ακόμη, όπως σε όλη την Ευρώπη έτσι και στην Ελλάδα οι τιμές είναι κατά μέσον όρο υψηλότερες από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο και συχνά ελαφρώς υψηλότερες τα Σαββατοκύριακα.
Το ανταγωνιστικό, όπως χαρακτηρίζεται από τη Vivanoda, κόστος των εισιτηρίων στην Ελλάδα φέτος αποδίδεται από την αγορά στο γεγονός ότι οι ακτοπλοϊκές εταιρείες σήκωσαν μόνες τους το βάρος του επιπλέον κόστους των τιμών των καυσίμων που προέκυψε προ λίγων εβδομάδων από την απόφαση της HELLENiQ ENERGY, του κυρίαρχου ιστορικά προμηθευτή ναυτιλιακών καυσίμων της ελληνικής ακτοπλοΐας, να αλλάξει τον τρόπο τιμολόγησης και να χρησιμοποιεί ως δείκτη αναφοράς διεθνή δείκτη τιμών καυσίμου, ακριβότερο από το προηγούμενο.