Ακίνητα αξίας περίπου 18 δισ. ευρώ άλλαξαν χέρια το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Μάλιστα, οι πωλήσεις ακινήτων το 2023 καταγράφουν αύξηση της τάξης του 34% σε αξία σε σύγκριση με το 2022, ενώ τα στοιχεία δείχνουν ότι οι πωλήσεις θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα και το τρέχον έτος.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, ουσιαστικά, οι αγοραπωλησίες ακινήτων συνεχίζουν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ανταγωνιζόμενες τις τουριστικές εισπράξεις, που ανήλθαν το προηγούμενο έτος στα 20,5 δισ. ευρώ.
Το ποσό των 18 δισ. ευρώ αφορά πωλήσεις διαμερισμάτων, γραφείων και οικοπέδων. Συνολικά πωλήθηκαν 174.475 ακίνητα, έναντι 144.053 το 2022, αυξημένα κατά 21,1%. Η εξέλιξη αυτή δείχνει ότι η μέση αξία των ακινήτων ενισχύθηκε μέσα σε ένα έτος από 96.000 ευρώ το 2022 στις 106.000 ευρώ το 2023, ενώ στο πρώτο πεντάμηνο του έτους καταγράφεται περαιτέρω αύξηση στις 108.000 ευρώ. Σημειώνεται ότι η αξία των ακινήτων είναι σημαντικά υψηλότερη, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις –εάν όχι στις περισσότερες– οι συναλλαγές γίνονται στα επίπεδα της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων.
Παράλληλα, τα ανωτέρω στοιχεία αφορούν μεταβιβάσεις ακινήτων που έγιναν μόνο μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής myproperty, δηλαδή δεν συμπεριλαμβάνονται οι μεταβιβάσεις ακινήτων που έγιναν στις εφορίες, καθώς και των αγροτεμαχίων.
Επί της ουσίας, τα στοιχεία της ΑΑΔΕ έρχονται να επιβεβαιώσουν τις ανοδικές τάσεις που καταγράφονται στις τιμές των ακινήτων τα τελευταία χρόνια, μεγεθύνοντας το στεγαστικό πρόβλημα που υπάρχει στη χώρα.
Από τα στοιχεία του Μητρώου Αξιών Μεταβιβάσεων Ακινήτων προκύπτει ότι η ψαλίδα μεταξύ αντικειμενικών αξιών και εμπορικών τιμών έχει ανοίξει αρκετά, έπειτα από τρία και πλέον χρόνια από την εφαρμογή των νέων τιμών ζώνης στις μεταβιβάσεις ακινήτων. Οι μεγαλύτερες διαφορές εντοπίζονται κυρίως στις ακριβές περιοχές του κέντρου της Αθήνας, των νοτίων και των βορείων προαστίων του λεκανοπεδίου. Παράλληλα καταγράφεται κλείσιμο της ψαλίδας στις πωλήσεις νέων και παλαιών ακινήτων.
Για παράδειγμα, ένα διαμέρισμα 246,1 τ.μ. του 4ου ορόφου στη Γλυφάδα αγοράστηκε στην τιμή των 1,6 εκατ. ευρώ, 6.550 το τετραγωνικό μέτρο, όταν η αντικειμενική αξία στη συγκεκριμένη περιοχή ανέρχεται σε 4.250 ευρώ το τ.μ. Δηλαδή, το συγκεκριμένο ακίνητο πουλήθηκε σε τιμή κατά 50% μεγαλύτερη της αντικειμενικής αξίας.
Επίσης, διαμέρισμα στο Μαρούσι 57 τ.μ. 1ου ορόφου πωλήθηκε έναντι 166.016 ευρώ ή 2.912 ευρώ το τ.μ., όταν η τιμή ζώνης στην περιοχή ανέρχεται σε 2.100 ευρώ.
Αλλο διαμέρισμα 157 τ.μ. στον Δήμο Αθηναίων κατασκευής 1966 πωλήθηκε 500.000 ευρώ, όταν η αντικειμενική του αξία ανέρχεται στο ποσό των 423.900 ευρώ.
Επίσης, διαμέρισμα 6ου ορόφου 85,10 τ.μ. στον Δήμο Αθηναίων πωλήθηκε 375.000 ευρώ ή 4.406 ευρώ το τ.μ., όταν η τιμή ζώνης στην περιοχή ανέρχεται σε 2.750 ευρώ. Ουσιαστικά η τιμή πώλησης ήταν υψηλότερη κατά 60% της αντικειμενικής αξίας.
Ο Δήμος Αθηναίων κρατάει τα σκήπτρα στις αγοραπωλησίες ακινήτων, καθώς μέσα στους πρώτους 4 μήνες του 2024 άλλαξαν χέρια 1.915 ακίνητα, με τις τιμές που αναγράφονται στα συμβόλαια να κινούνται σε πολλές περιπτώσεις πάνω από τις αντικειμενικές αξίες. Συγκεκριμένα, διαμέρισμα 213 τ.μ. του 1ου ορόφου στο Κολωνάκι, το οποίο κατασκευάστηκε το 1953, αγοράστηκε στην τιμή των 1,8 εκατ. ευρώ ή 8.450 ευρώ το τ.μ., όταν η αντικειμενική αξία στη συγκεκριμένη περιοχή ανέρχεται σε 4.250 ευρώ. Το εν λόγω ακίνητο πωλήθηκε σε τιμή διπλάσια της αντικειμενικής.
Ενας βασικός λόγος που παραμένει αμείωτο το ενδιαφέρον στις μεταβιβάσεις ακινήτων είναι η αύξηση του αφορολογήτου ορίου στις γονικές παροχές και δωρεές στα 800.000 ευρώ. Οι συγγενείς της πρώτης κατηγορίας (γονείς, παππούδες, παιδιά) συνεχίζουν να μεταβιβάζουν ακίνητα στα παιδιά ή τα εγγόνια χωρίς να καταβάλουν ούτε ένα ευρώ φόρο.