Ο Serhii περίμενε υπομονετικά στην ουρά μέχρι να ανοίξει το σούπερ μάρκετ στην πόλη Σεβεροντονέτσκ. Ήταν Μάρτιος του 2022 και ήδη πολλά καταστήματα τροφίμων είχαν κλείσει. Καθώς στα εναπομείναντα μαγαζιά, η ποσότητα των αγαθών είχε μειωθεί, οι κάτοικοι αναγκάζονταν να στήνονται στην ουρά αρκετές ώρες πριν ανοίξουν. Σε μια τέτοια ουρά βρισκόταν εκείνη την ημέρα και ο Serhii, σύζυγος και πατέρας ενός 13χρονου κοριτσιού και δημοσιογράφος στο επάγγελμα.
Μισή ώρα πριν ανοίξει το σούπερ μάρκετ, είχαν ήδη μαζευτεί 150 άνθρωποι. Ήταν 8.30 το πρωί όταν πρόσεξε έναν άνδρα να βγάζει φωτογραφίες την ουρά των ανθρώπων από διαφορετικές γωνίες. Κάποιοι άρχισαν να διαμαρτύρονται, αλλά ο ίδιος δεν επενέβη θεωρώντας ότι μπορεί να είναι κάποιος συνάδελφος δημοσιογράφος. «Αλλά στην κυριολεξία, πέντε με επτά λεπτά μετά από αυτό, ξεκίνησε ο βομβαρδισμός αυτής της ουράς. Στη συνέχεια περίπου τρεις νάρκες – νομίζω ότι ήταν νάρκες – έπεσαν μερικά δεκάδες μέτρα από εκεί [που ήμασταν]. Η ουρά των ανθρώπων ξεκίνησε να κινείται πιο κοντά στο σπίτι, στον τοίχο, και όταν είχα ήδη ακούσει το σφύριγμα της νάρκης αυτής, φώναξα: όλοι κάτω! Έπεσα ο ίδιος κάτω, κάλυψα το κεφάλι μου με τα χέρια μου και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να ανοίγω τα μάτια και κομμάτια ασφάλτου να είναι πάνω μου».
Ο 35χρονος άνδρας αντίκρισε 10 τραυματισμένους ανθρώπους εκ των οποίων οι τρεις πολύ σοβαρά. Περιγράφει χαρακτηριστικά ότι μία γυναίκα ήταν τόσο τραυματισμένη που φαίνονταν τα εσωτερικά της όργανα, ενώ ένας άνδρας γύρω στα 50 είχε διαμελιστεί σε τέσσερα κομμάτια. Ο Serhii είναι σίγουρος ότι δεν υπήρχε ούτε ένας στρατιώτης ανάμεσα σε αυτούς που στέκονταν στην ουρά. «Ξεκινήσαμε να προσπαθούμε να καλέσουμε ασθενοφόρα, διάσωστες, έστω κάποιον. Αλλά εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνω ότι είχαν μπλοκάρει τις γραμμές, γιατί δεν υπήρχε [σσ. τηλεφωνική] σύνδεση. Περίπου 10-15 λεπτά μετά τον βομβαρδισμό δεν υπήρχε σύνδεση, αλλά οι άνθρωποι έτρεξαν από τα δίπλα σπίτια και […] μετέφεραν κάποιους από τους σοβαρά τραυματισμένους στο νοσοκομείο».
Ο δημοσιογράφος συνειδητοποίησε πως μόλις αυτοί έφυγαν, η επικοινωνία άρχισε να επανερχεται και κατάφεραν έτσι να καλέσουν ασθενοφόρο στο σημείο. Την επόμενη ημέρα έμαθε πως ήταν τρεις οι νεκροί από τον βομβαρδισμό. Πιστεύει πως η γυναίκα που είδε με την πληγή στην κοιλιά ήταν ανάμεσα τους. Μετά από αυτή την εμπειρία, ο ίδιος αποφασίζει να εγκαταλείψει την περιοχή.
300 μαρτυρίες φρικτών εγκλημάτων
Ο Serhii περιγράφει όλα τα παραπάνω μερικούς μήνες μετά το συμβάν, στις 4 Αυγούστου 2022, στην Ουκρανή δημοσιογράφο που καταγράφει λέξη προς λέξη τη μαρτυρία του. Η ίδια μαζί με 24 ακόμα συναδέλφους της, ρεπόρτερ και ερευνητές άρτια εκπαιδευμένους γι αυτήν ακριβώς τη δουλειά, έχουν συγκεντρώσει μέχρι σήμερα, στο πλαίσιο του προγράμματος Reckoning Project, περίπου 300 μαρτυρίες που περιγράφουν αντίστοιχα, φρικτά εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν Ρώσοι κατά Ουκρανών πολιτών. Στόχος του προγράμματος είναι οι μαρτυρίες να καταγράφονται και να στοιχειοθετούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν ως υποθέσεις εγκλημάτων πολέμου στα διεθνή δικαστήρια.
Η Janine Di Giovanni, με περισσότερα από 35 χρόνια εμπειρίας στην κάλυψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε πολέμους ανά τον κόσμο είναι συνιδρύτρια και διευθύνουσα σύμβουλος της μεγάλης αυτής πρωτοβουλίας στην οποία συνεργάζονται δημοσιογράφοι και νομικοί. «Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να επιταχύνουμε την απονομή δικαιοσύνης. Ένας από τους λόγους που ίδρυσα το πρότζεκτ αυτό είναι η πικρία που έχω δει στην Πρώην Γιουγκοσλαβία και στη Ρουάντα για το πόσο καιρό πήρε ώστε οι “κακοί” να οδηγηθούν στο Δικαστήριο, αν ποτέ οδηγηθούν, οι περισσότεροι δεν οδηγούνται ποτέ. Αυτός είναι ένας τρόπος, όσο διαρκεί ο πόλεμος, να συγκεντρώσουμε μαρτυρίες, να τις εξακριβώσουμε και να έχουμε τους φακέλους των υποθέσεων έτοιμους, ώστε όταν έρθει η ώρα και ξεκινήσουν οι δίκες να τους δώσουμε και να μην υπάρχει αναμονή. Ο στόχος μας είναι να τελειώσουμε με την ατιμωρησία», δήλωσε μιλώντας στην «Κ».
Η προοπτική αυτή είναι που κάνει και τους δημοσιογράφους που καταγράφουν τις μαρτυρίες αυτές – μητέρες που παρακαλούσαν να θάψουν το σώμα του νεκρού παιδιού τους, εθελοντές που κουβαλούσαν διαμελισμένα πτώματα, άνδρες που βίωναν αλλεπάλληλα ηλεκτροσόκ σε κρύα σκοτεινά κελιά – να αντέχουν. «Αυτό είναι που μας δίνει δύναμη. Ο τρόπος που κάνουμε δημοσιογραφία μπορεί να βοηθήσει στην απόδοση της δικαιοσύνης. Αν γράφαμε απλά τραγικές ιστορίες για τα εγκλήματα πολέμου, αυτό πραγματικά θα είχε ένα βαρύ συναισθηματικό τίμημα. Αυτό όμως μας δίνει ένα αίσθημα προοπτικής: ότι αυτό που κάνουμε μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ότι η ιστορία ενός ανθρώπου μπορεί να πάει στα δικαστήρια», σχολιάζει η Nataliya Gumenyuk, ιδρυτικό μέλος του Reckoning Project και επικεφαλής δημοσιογράφος.
Το ένταλμα σύλληψης είναι μια μεγάλη νίκη
Για την ίδια, η 17η Μαρτίου, ημέρα κατά την οποία το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) εξέδωσε ένταλμα σύλληψης κατά του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, κατηγορώντας τον ότι είναι υπεύθυνος για εγκλήματα πολέμου που έχουν διαπραχθεί στην Ουκρανία, ήταν μια πολύ σημαντική στιγμή.
«Είναι μια μεγάλη νίκη. Δίνει το μήνυμα ότι οι δίκες θα γίνουν», τονίζει στη διάρκεια της συζήτησής μας που γίνεται μέσω Zoom. Όπως σημειώνει, οι Ρώσοι μέχρι τώρα καμάρωναν για τα εγκλήματα που διέπρατταν σαν να μην υπήρχε ποτέ το ενδεχόμενο τιμωρίας τους. «Οι Ρώσοι καμάρωναν για τα παιδιά που έπαιρναν, γι’ αυτό και πιάστηκαν τόσο νωρίς. Έχουν κανάλια στο Τelegram όπου καμαρώνουν για το πόσα παιδιά Ουκρανών υιοθετούνται. […] Είμαι σίγουρη ότι πλέον, αν σκεφτούν να μεταφέρουν κι άλλα παιδια, θα το κάνουν πιο προσεκτικά, ή όχι σε αυτή την κλίμακα, ή δεν θα το κάνουν γιατί δεν θα θέλουν να αφήσουν περισσότερες αποδείξεις», αναφέρει.
«Είναι η εντολή»
Εχοντας καταγράψει πάμπολλες μαρτυρίες, η ίδια πιστεύει πως τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί αυτόν τον χρόνο πολέμου δεν οφείλονται σε κάποια συγκεκριμένη διμοιρία ή σε κάποιους απείθαρχους στρατιώτες, αλλά σε ένα πολύ μεγαλύτερο και γενικευμένο φαινόμενο. «Βλέπουμε ομοιότητες μεταξύ αυτών που συνέβησαν στη Μπούτσα και το Τσερνίχιβ -τα βασανιστήρια και ο τρόπος που οργανώθηκαν- με αυτά στη Χερσώνα και το Χάρκοβο. Διαφορετική χρονική περίοδος, διαφορετικά μέρη, διαφορετικές ρωσικές διμοιρίες που προέρχονται από διάφορα μέρη στη Ρωσία. Είναι όμως το ίδιο. Είναι η εντολή. Υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος για το πώς λειτουργεί ο στρατός. Δεν ήταν κάποιες κακές μοναδες που τα έκαναν, οι Βάγκνερ ή οι Τσετσένοι, υπάρχει πρόβλημα με όλο τον ρωσικό στρατό. Δεν είναι τυχαίο ότι οι στρατιώτες δεν έχουν πάνω τους αναγνωριστικά. Είναι ξεκάθαρο ότι αυτός ο στρατός έχει σταλεί για να κάνει κάτι που θέλει να κρύψει σε κάθε μέρος. Αυτός ο στρατός είναι εκεί για να κάνει εγκλήματα πολέμου», σημειώνει η δημοσιογράφος.
Η ίδια προσθέτει επίσης πως οι επιθέσεις κατά αμάχων σε πεδία που δεν είναι στρατιωτικά, όπως ένας σταθμός τρένου ή μια παιδική χαρά, είναι δυσανάλογα πολλές. «Το ανησυχητικό είναι πως κατά κάποιον τρόπο οι βομβαρδισμοί εναντίον των αμάχων γίνονται κάπως πιο ανεκτοί. Κάποιοι λένε “έτσι είναι ο πόλεμος”. Αλλά για μένα είναι σημαντικό να μην γινονται ανεκτοί. Πιστεύω ότι πραγματικά το μέγεθος της βίας δεν έχει γίνει αντιληπτό από τον κόσμο. Ο πόλεμος εναντίον των αμάχων είναι μέρος του συγκεκριμένου πολέμου».
Το μοτίβο αυτό είναι πολύ γνώριμο για την κ. Di Giovanni, η οποία έχει καλύψει εγκλήματα πολέμου στα Βαλκάνια, στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή. «Ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει έναν εκτενή κατάλογο για το πώς να τιμωρεί τους αμάχους. Το έκανε στην Τσετσενία, στο Χαλέπι και τώρα το κάνει στην Ουκρανία. Είναι σαν όσο περισσότερο αντιστέκεται ένας λαός, τόσο σκληρότερα να τον χτυπάει».