Σε έναν δίσκο που αρχικά είχε σχεδιαστεί ως ωδή στη χαρά, ο Νικ Κέιβ συνεχίζει να παλεύει με την κατανυκτική φύση της θλίψης. Το νέο άλμπουμ «Wild God» ακούγεται στοιχειωμένο και θεραπευτικό. Είναι αυτό που πραγματικά θέλουν όμως οι θαυμαστές του;
Πίσω στο 2018, μετά από 40 χρόνια στη μουσική βιομηχανία, ο Nick Cave έκανε το άλμα από την αιώνια θεατρική έλξη στο ροκ των μεγάλων σταδίων. Και ενώ οι παλαιοί υποστηρικτές του παραδέχτηκαν την προδοσία του, η κίνηση ήταν ένα βασικό μέρος ενός γενικού σχεδίου για να τοποθετηθεί ο Cave ως το τελευταίο είδωλο του alt-rock, καλύπτοντας το κενό που άφησαν οι Leonard Cohen, David Bowie και Lou Reed.
Ήταν ένας υψηλός στόχος, σίγουρα, αλλά εκ των υστέρων, στην πραγματικότητα η βιομηχανία πουλάει καλά τον Nick Cave: Είναι κάτι ανάλογο μιας goth Oprah Winfrey του alternative rock. H αλήθεια είναι πως οι τόνοι έχουν πέσει αρκετά όσο αφορά τις κιθάρες και τις ηχητικές πράξεις των «κακών σπόρων». Πλέον ο Cave στηρίζεται περισσότερο στο γυάλισμα του πιάνου του και στο πως να φοράει το κοστούμι του παρά στις παλιές του πανκ καταβολές.
Για τον Cave, η μουσική είναι μόνο ένα μέρος μιας ισχυρής επιχείρησης πολυμέσων που εκτείνεται σε βιβλία, ταινίες, ομιλίες, life coaching και —το απόλυτο σημάδι της διάδοσης της προσωπικής επωνυμίας— της δικής του σειράς οικιακών ειδών.
Αυτές τις μέρες, ο Cave βρίσκεται σε μια τροχιά διασημοτήτων που θα φαινόταν αδιανόητη ακόμα και όταν έκανε ντουέτο με την Kylie Minogue και έγραφε σενάρια για τις ταινίες του Guy Pearce.
O Cave μπορεί πλέον να παρευρίσκεται στη στέψη του βασιλιά Καρόλου, έχει όμως ξεχάσει λίγο τους παλιούς του φανς. Παίρνει συμβουλές συγγραφής τραγουδιών από τον φίλο του Chris Martin από τους Coldplay και κάθεται στο VIP τμήμα σε μια συναυλία του Springsteen μαζί με τον Chris Rock, τον Lars Ulrich και τον Sting.
Σε αυτό το σημείο, ο Cave απλά έχει πάει σε άλλο επίπεδο από το οποίο δύσκολα κανείς επιστρέφει στις «παλιοροκάδικες» συνηθειες του. Κάποιοι από τους παλιούς θα απογοητευτούν αλλά σίγουρα θα κερδίσει πολλούς νέους θαυμαστές, οπότε τελικά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Ο Cave αρχικά επρόκειτο να τιτλοφορήσει το 18ο άλμπουμ του με το Bad Seeds «Joy», για να αντικατοπτρίζει την πιο αισιόδοξη ενέργεια που κυνηγούσε μετά το σκοτεινό και εύθραυστο «Skeleton Tree» του 2016 (ηχογραφήθηκε αμέσως μετά τον θάνατο του γιου του Arthur) και το απόκοσμο «Ghosteen» του 2019 (του οποίου οι μονόλογοι πάνω από τα ambient synth είχαν συλληφθεί ως μέσο επικοινωνίας με τον αείμνηστο γιο του).
Η σκιά του θανάτου δεν είναι λιγότερο έντονη στον Wild God, ο Cave έχει υπομείνει τον θάνατο ενός δεύτερου γιου, του Jethro, καθώς και τον θάνατο της πρώην φίλης και συνεργάτιδας Anita Lane. Ο τρόπος με τον οποίο ο Cave επεξεργάζεται τη θλίψη του έχει αλλάξει, με την ονειρική κατάσταση του Ghosteen να αντικαθίσταται από την αναγνώριση της ομορφιάς του κόσμου.
Η παραγωγή του Wild God έγινε από τον Cave και τον έμπιστο πολυοργανιστή του, Warren Ellis, και παρέδωσαν τη μίξη στον μάγο του στούντιο Flaming Lips/Mercury Rev, Dave Fridmann.
Το κοσμικό άγγιγμα της κονσόλας του γίνεται αισθητό τη στιγμή που το εναρκτήριο “Song of the Lake” εμφανίζεται σε μια έκρηξη από χορωδιακά φωνητικά, μια άκρως επική ενορχήστρωση.
Ο πόνος του να νιώθουμε διαλυμένοι είναι τελικά μια επιβεβαίωση ότι τα αγαπημένα μας πρόσωπα ζουν ακόμα μέσα μας και αυτό είναι που τονίζει το άλμπουμ «Wild God». Ακόμη και αν ο τίτλος και η ιδέα είναι λιγάκι κοπιαρισμένη από τον ποιητή Tom Hirons, o Cave κάνει καλά αυτό που κάνει πάντα: να φτιάχνει επικά και βαρύγδουπα τραγούδια. κάποιοι τα εκτιμούν ακόμη και σήμερα και κάποιοι άλλοι απλά τα…βαριούνται.