Η Ρίτα Σακελλαρίου πέθανε στις 6 Αυγούστου του 1999, χτυπημένη από τον καρκίνο. Ήταν μία από τις γνήσιες λαϊκές φωνές. Η φιλία της με τον Ανδρέα Παπανδρέου ήταν ξεχωριστή, ενώ τα τραγούδια της αποτελούν διαχρονικές επιτυχίες. Από το αξεπέραστο “Ιστορία μου, αμαρτία μου” έως το ανεπανάληπτο, “Εγώ δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο”, το “Αυτός ο άνθρωπος, αυτός” και το “Αν κάνω άτακτη ζωή”.
Έχασε τον πατέρα της στον εμφύλιο και παντρεύτηκε από ανάγκη, σε ηλικία 14 ετών. Από αυτό το γάμο απέκτησε δύο παιδιά και όταν χώρισε έπιασε δουλειά ως εργάτρια στα Λιπάσματα, στου Παπαστράτου, ακόμα και στη χωματερή. Ως τραγουδίστρια πρωτοεμφανίστηκε στο Μύλο, στο Πέραμα.
Εκεί την ανακάλυψε ο Στέλιος Χρυσίνης που της έδωσε τα πρώτα της τραγούδια. Έπειτα βρέθηκε στο Φαληρικό, στις Τζιτζιφιές, να κάνει σεγκόντα στον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Γιάννη Παπαϊωάννου, με τους οποίους συνεργάστηκε οχτώ χρόνια και λίγο αργότερα έγινε «πρώτο όνομα» στην Τριάνα του Χειλά με το τραγούδι Ιστορία μου, αμαρτία μου. Στο μεταξύ, είχε γνωρίσει το δεύτερο σύζυγό της, τον παλαιστή Σιδηρόπουλο, με τον οποίο άνοιξαν το κέντρο Κουίν Αν στην εθνική οδό.
Από τα τραπέζια του πέρασαν ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, όπως ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Σπύρος Άγκνιου, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Αντονι Κουίν και η Μελίνα Μερκούρη, για να απολαύσουν τα σουξέ της Ρίτας: Παράνομή μου αγάπη, Κάθε ηλιοβασίλεμα, Αν κάνω άτακτη ζωή.
Πιστός θαυμαστής της ήταν βέβαια και ο Ανδρέας Παπανδρέου, που ήθελε πάντα να του τραγουδά και να χορεύει το “Αυτός ο άνθρωπος, αυτός”.
Η χρυσή εποχή του Κουίν Αν κράτησε πέντε χρόνια, όσο και ο δεύτερος γάμος της, από τον οποίο απέκτησε ακόμα τρία παιδιά. Όταν πήγε στη Νεράιδα, μαζί με την Άννα Βίσση, ο κόσμος την αναγνώρισε μόνο από τη φωνή. Είχε αδυνατίσει πολύ κι είχε βαφτεί ξανθιά. Τότε, το 1986, ο Νίκος Καρβέλας της πρότεινε να κάνουν δίσκο.
Η Γάτα («Είναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα») ήταν το σουξέ που δεν περίμενε από το δίσκο “Αρέσω”.
Ακολούθησαν Οι σαραντάρες=δύο εικοσάρες, Αυτός ο έρωτας, αυτό το αγόρι, αλλά και το Εγώ δεν πάω Μέγαρο.
Το 1998 η Ρίτα Σακελλαρίου συμμετείχε στη σειρά του Mega, Δύο Ξένοι.
Το βράδυ πριν πεθάνει, ζήτησε από το Λάκη Κορρέ, να της βάψει τα νύχια στο δεξί της χέρι. Σαν να μην την αφορούσε ο θάνατος, σαν να μην τον φοβόταν. Τελευταία φράση της ήταν, «Αχ, Λάκη, κι είχα τόσα ακόμη να κάνω!»
Έτσι γράφτηκε το θρυλικό “Ιστορία μου, αμαρτία μου” – Ποιο ήταν το αγαπημένο τραγούδι του Ανδρέα Παπανδρέου
Η Ρίτα Σακελλαρίου υπήρξε μία βαθιά, λαϊκή φωνή που μεσουράνησε επί δεκαετίες αφήνοντας πίσω της δεκάδες τραγούδια ανεξίτηλα στο χρόνο. Για το πρόσωπό της έχουν γραφτεί και θα γραφτούν πολλά αφιερώματα. Δικαιωματικά, βέβαια, καθώς υπήρξε η ντίβα, η αρχόντισσα του λαϊκού τραγουδιού. Ήταν μια χαρισματική γυναίκα που έζησε έντονα τη ζωή της μέχρι τις 6 Αυγούστου του 1999 που έφυγε από αυτόν τον κόσμο, νικημένη από τον καρκίνο. Αν ζούσε, σήμερα θα γινόταν 86 ετών.
Υπήρξε σταρ χωρίς να το θελήσει, αφού σε όλη της τη ζωή ήταν ταπεινή παρόλο που είχε καταφέρει να έχει έναν «μοναδικό» θαυμαστή. Τον Ανδρέα Παπανδρέου. Τον ηγέτη και πρωθυπουργό της χώρας που και μόνο με το άκουσμα του τραγουδιού « Αυτός ο άνθρωπος» σηκωνόταν και χόρευε ζεϊμπέκικο σε δεξιώσεις στο Καστρί και αργότερα στην Εκάλη, που πάντα ήταν καλεσμένη.
Η χρυσή φωνή του ελληνικού πενταγράμμου ήταν εκείνη που έκανε τον Ανδρέα Παπανδρέου να σηκωθεί και χορέψει μπροστά στο φακό, σε μια πόζα που άφησε εποχή, αυτή που λάτρεψε ο Άντονι Κουίν, ο Ωνάσης και τόσες ακόμα διασημότητες. Η Ρίτα αγαπούσε τον Ανδρέα, αν και αμέτοχη στα πολιτικά, θαυμάζοντάς τον σαν άντρα, καθώς ήταν δυναμικός όπως και η ίδια, ντόμπρος που δεν «μασούσε» τα λόγια του.
Η γνωριμία τους κράτησε μέχρι τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου ενώ η Ρίτα τον είχε επισκεφθεί και στο Ωνάσειο.
Ο ύμνος όμως στη καριέρα της ήταν το τραγούδι του Γιώργου Μανισαλή και του Κώστα Ψυχογιού «Ιστορία μου, Αμαρτία μου». Κυκλοφόρησε το 1971, σε μια ευλογημένη περίοδο για την ερμηνεύτρια και απογείωσε κυριολεκτικά τις ήδη αξιοσημείωτες «μετοχές» της. Η ίδια είχε αποκαλύψει σε συνέντευξή της πώς γράφτηκε αυτό το άσμα που έγινε ύμνος μιας ολόκληρης εποχής.
Συγκεκριμένα είχε πει μεταξύ άλλων:
“Πάμε με τον Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη και την πρώτη βραδιά που τραγουδάμε στο Καλαμίτσα – Καλαμάκι, γνωρίζω τον δεύτερο μου άντρα. Πώς τα φέρνει καμιά φορά η τύχη… Μπήκε στο μαγαζί ένας κούκλος και γυρίζει ο Τσιτσάνης -με πείραζε συχνά- και μου λέει, “κοίτα”. Ήταν 22 χρονών, μόλις είχε απολυθεί». Γυρίζω και τα μάτια μας συναντήθηκαν αστραπιαία… Είπε ότι “θέλω την κοπέλα εκείνη να ‘ρθει στο τραπέζι μου”. Τότε έπρεπε να κατεβαίνουμε στα τραπέζια. Κάναμε κονσομασιόν, τι να κάνουμε… Δε βγήκα αμέσως πρώτο όνομα στην Τριάνα του Χειλά… Αλλά, εντάξει. Σε κάτι τέτοια ήμουνα διάολος. Τους έφερνα βόλτα όλους και κανένας δε τολμούσε ούτε το χέρι να μου πιάσει…”
“Πήγα στο τραπέζι εκείνο το βράδυ και μετά από ένα χρόνο παντρευτήκαμε. Ο δεύτερος άντρας μου ήταν παλαιστής. Σιδηρόπουλος, το όνομα… Ερχόμαστε στην Αθήνα, δουλεύω από εδώ, δουλεύω από εκεί… Πάω στην Πάρνηθα με τον συγχωρεμένο τον Λαύκα… Έπαιρνα 500 δραχμές μεροκάματο και το όνομά μου δεν υπήρχε έξω από το μαγαζί. Έλεγα στο αφεντικό: “Σε παρακαλώ, βάλε μου μια ταμπέλα…” Μου ‘λεγε: “Δεν πειράζει… θα την πάρει ο αέρας”.
“Στο μεταξύ η εταιρεία που είχα κάνει τα πρώτα μου τραγούδια, δεν ξέρω πως, με αντάλλαξε με έναν τραγουδιστή της εταιρείας που είμαι από τότε μέχρι τώρα. Όπως τ’ ακούς. Σαν να με πουλήσανε. Εγώ το ‘μαθα μετά. Ούτε που το κατάλαβα. Μετά στην παλιά εταιρεία χτυπούσαν το κεφάλι τους. Γιατί άρχισα κι ανέβαινα. Ερχόταν για μένα κόσμος στο μαγαζί. Λέω στο αφεντικό: Κάνε μου αύξηση ένα κατοστάρικο. Μου λέει: “Δεν μπορώ”.
“Το «Ιστορία μου Αμαρτία μου», εγώ το φώναζα την ώρα που τραγουδούσα. Το ακούει ο Ψυχογιός και λέει στο Μανισαλή, που έπαιζε μπουζούκι στο πρόγραμμα και ήδη μου είχε γράψει αρκετά τραγούδια: “Δεν το κάνουμε τραγούδι;” Το τραγούδι αυτό έκανε σουξέ πριν το κάνω δίσκο. Ερχόταν κόσμος στο μαγαζί και μου ‘λεγε: Γεια σου Ρίτα, Ιστορία μου Αμαρτία μου… Αλλά το πεντακοσάρικο, πεντακοσάρικο…”
“Μου λέει ο άντρας μου: Θα πάω να πάρω ένα μαγαζί. Με τι λεφτά; Εδώ δεν έχουμε μία. Μεροδούλι, μεροφάι… Να φάμε και να ντυθούμε. Τελικά πήγα και δανείστηκα από την αδελφή μου κι από έναν αναβάτη που δούλευε στον Ιππόδρομο. Κι ανοίγει ο άνδρας μου το «Κουίν Αν» στην Εθνική Οδό. 1970. Ουρές! Έλεγα: Παναγιά μου, ένα βράδυ να μην έχει δουλειά να ξεκουραστούμε. Τέτοιο πράγμα. Μέχρι ο Άγκνιου ήρθε πάνω εκεί, ο τότε αντιπρόεδρος της Αμερικής….”