Γιατί η μουσική, και συγκεκριμένα η διαδικασία προετοιμασίας του νέου της άλμπουμ με τίτλο «Las Mujeres Ya No Lloran» (Οι γυναίκες δεν κλαίνε πια), που κυκλοφόρησε πριν από περίπου έναν μήνα -και επτά ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία της δισκογραφική δουλειά-, αποτέλεσε, όπως η ίδια εξομολογείται αποκλειστικά στο «Gala», την ιδανική ψυχοθεραπεία προκειμένου να σταθεί ξανά στα πόδια της και να αντιμετωπίσει και πάλι τη ζωή με χαμόγελο. «Δημιουργώντας τα τραγούδια γι’ αυτό το άλμπουμ κατάφερα να μετατρέψω τον πόνο σε δημιουργικότητα, την απογοήτευση σε παραγωγικότητα, τον θυμό σε αγάπη και την αδυναμία σε δύναμη. Ηταν τόσα πολλά τα κομμάτια της ζωής μου που διαλύθηκαν μπροστά στα μάτια μου, που έπρεπε με κάποιον τρόπο να ξαναχτίσω τον εαυτό μου, να μαζέψω τα κομμάτια μου από το πάτωμα και να τα ξαναενώσω».
«Η μουσική ήταν η κόλλα», αποκαλύπτει και προσθέτει: «Πιστεύω πως η πιο δύσκολη πτυχή της δημιουργίας αυτού του άλμπουμ ήταν να διαχειριστώ την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν. Εγραφα με ένα μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια μου, οι πληγές μου έτρεχαν… Ηξερα όμως τι έκανα. Ηξερα τι έψαχνα. Εψαχνα για γιατρειά, ήθελα να αναρρώσω και να γιορτάσω την επιβίωση, να γιορτάσω τη ζωή».
Σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα άλλων μεγάλων σταρ που επιλέγουν να διαχειριστούν με διακριτικότητα τον χωρισμό τους μένοντας σε μια τυπική ανακοίνωση, η Σακίρα δεν κράτησε τα προσχήματα.
Ηταν μια πληγωμένη, απογοητευμένη γυναίκα, που επένδυσε σε έναν άνθρωπο, έκανε πολλές θυσίες για την αγάπη, όπως η ίδια έχει δηλώσει, και ένιωσε απολύτως προδομένη όταν ανακάλυψε πως ο άνδρας με τον οποίο πίστευε πως θα γεράσει μαζί την απατούσε συστηματικά.
Μέσα σε λίγες ημέρες μία από τις πιο γοητευτικές, περιζήτητες και επιτυχημένες σταρ του πλανήτη μεταμορφώθηκε σε μια καταρρακωμένη, ανασφαλή και θυμωμένη γυναίκα που έπρεπε να κάνει ριζικές αλλαγές στη ζωή της προστατεύοντας παράλληλα τους δύο ανήλικους γιους της. Τελικά η εσωτερική δύναμη επικράτησε του πόνου, η θέληση για ζωή επισκίασε την προδοσία, το φως κέρδισε το σκοτάδι.
«Αυτό το άλμπουμ δημιουργήθηκε όσο περνούσα τις πιο δραματικές στιγμές της ζωής μου. Είχα σπάσει σε χίλια κομμάτια και, όπως στην ιστορία του υπέροχου βιβλίου “Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους”, με συναρμολόγησα ξανά, κομμάτι-κομμάτι, μέχρι που ξαναέχτισα τον εαυτό μου. Χρειάστηκε να στραφώ στη λύκαινα που έχω μέσα μου, η οποία είναι η πιο άγρια εκδοχή του εαυτού μου, η πιο πρωτόγονη, η πιο δυνατή εκδοχή που κάθε γυναίκα έχει μέσα της.
Πιστεύω ότι όλες οι γυναίκες διαθέτουμε αυτό το αρχέγονο ένστικτο της επιβίωσης που μας κάνει να συνεχίζουμε ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει. Γιατί πρέπει να προσφέρουμε στην οικογένειά μας, στα παιδιά μας. Οπότε έπρεπε να αντλήσω από αυτή τη λύκαινα που είχα μέσα μου τη δύναμη ώστε να ξεκινήσω τη διαδικασία μετατροπής του πόνου σε δύναμη, του θυμού σε αγάπη, των δακρύων σε γέλιο. Θεωρώ πως, χωρίς αυτή τη λύκαινα που έχουμε μέσα μας εμείς οι γυναίκες, δεν θα ήμασταν ικανές να ηγούμαστε στην κοινωνία με τον τρόπο που το κάνουμε, δεν θα είχαμε επιβιώσει απ’ όλα όσα μας κάνουν οι σύζυγοι, οι σύντροφοι, τα αφεντικά μας. Είναι αυτή η λύκαινα που έχουμε μέσα μας που μας επιτρέπει να γεννάμε, να παλεύουμε και να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για ό,τι αγαπάμε», εξηγεί.
Οσο για τον τίτλο «Οι γυναίκες δεν κλαίνε πια» που επέλεξε για το νέο της άλμπουμ; Παραπέμπει κι αυτός σε ένα δυνατό μήνυμα που ήθελε να περάσει σχετικά με το δικαίωμα κάθε γυναίκας να διαχειρίζεται τις δύσκολες περιόδους της ζωής της με τον τρόπο που επιθυμεί: «Ο τίτλος συμβολίζει τη στιγμή που τα δάκρυα μετουσιώνονται σε διαμάντια, ο πόνος σε αντοχή και καταφέρνεις να ξαναβρείς το πάθος γι’ αυτό που κάνεις, για τους ανθρώπους που αγαπάς, πέρα από την προδοσία, πέρα από τα σκαμπανεβάσματα της ζωής.
Προσπάθησα λοιπόν να βρω όλα εκείνα τα πολύτιμα διαφορετικά υλικά που αντιπροσώπευαν όλα αυτά τα στάδια, όλα αυτά τα συναισθήματα, όλα όσα εκφράζουν καλύτερα την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν όσο δημιουργούσα αυτό το άλμπουμ.
O τίτλος “Οι γυναίκες δεν κλαίνε πια” σημαίνει “κλαίω όποτε θέλω”. Πιστεύω πως κάποιες φορές πρέπει να πάμε κόντρα στις κοινωνικές συμβάσεις για να προχωρήσουμε μπροστά. Η κοινωνία ίσως να περιμένει να προχωρήσουμε με άλλον τρόπο, αλλά η διαδικασία της ίασης είναι κάτι πολύ προσωπικό για τον καθέναν, γι’ αυτό και κανείς δεν πρέπει να υποδεικνύει στον άλλον πώς θα το κάνει. Κανείς δεν πρέπει να υποδεικνύει σε μια γυναίκα πώς να διαχειριστεί μια τραυματική εμπειρία στη ζωή της. Μόνο από σένα εξαρτάται το αν θα ξαναγεννηθείς ή θα πεθάνεις. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να μου πει πώς θα μιλάω, πώς θα συμπεριφέρομαι στα παιδιά μου, πώς θα γιατρευτώ. Βρήκα τον δικό μου δρόμο μέσα από τα τραγούδια μου και είμαι σίγουρη πως πολλοί ένιωσαν να ταυτίζονται μαζί μου».
Στη δύσκολη αυτή διαδρομή από το σκοτάδι στο φως και από το μούδιασμα στη δημιουργία είχε πολλούς και σημαντικούς συμπαραστάτες. Οχι, δεν ήταν μόνο τα άτομα της οικογένειάς της και οι στενοί φίλοι της, αλλά και το κοινό της, ο διαρκής και ειλικρινής διάλογος, που ήταν, και για τις δύο πλευρές, θεραπευτικός και λυτρωτικός: «Θέλω να ευχαριστήσω τους θαυμαστές μου για την απίστευτη υποστήριξή τους.
Δεν νομίζω ότι θα κατάφερνα να ολοκληρώσω αυτό το άλμπουμ χωρίς εκείνους. Νιώθω πως αναπτύξαμε έναν θεραπευτικό διάλογο έτσι όπως εκείνοι αφουγκράστηκαν την πληγωμένη ψυχή μου και την ίδια στιγμή μού μιλούσαν για τα δικά τους προβλήματα. Πάντα υπάρχει αυτός ο διάλογος ανάμεσά μας. Τραγουδάω αλλά ταυτόχρονα τους ακούω, κι έτσι η αγέλη μου κι εγώ αναπτυσσόμαστε μαζί, θεραπευόμαστε μαζί, ενδυναμώνουμε τους εαυτούς μας μαζί.
Η σύνδεσή μου με το κοινό μου είναι αμφίδρομη, πολύ άμεση, τρέφομαι απ’ όλα όσα μου προσφέρουν. Κι αυτό είναι καταπληκτικό συναίσθημα. Είναι υπέροχο για έναν καλλιτέχνη να βασίζεται σε αυτό», λέει και δεν κρύβει τη βαθιά ικανοποίησή της για το ότι μέσα από τα τραγούδια της πολλοί ακροατές της βρίσκουν διέξοδο στα προβλήματά τους.
Αποκαλύπτει, μάλιστα, με ιδιαίτερη συγκίνηση τον διάλογο με μια θαυμάστριά της, με την οποία συναντήθηκε τυχαία στον δρόμο: «Θυμάμαι ότι όταν ήμουν στη Βαρκελώνη μια γυναίκα με πλησίασε στον δρόμο και μου είπε: “Σακίρα, σ’ ευχαριστώ τόσο πολύ γι’ αυτό το τραγούδι γιατί εξαιτίας του κατάλαβα τα πάντα και άλλαξε η ζωή μου. Μου έδειξε ότι δεν μπορώ να συνεχίζω να κάνω το θύμα, πως πρέπει να βρω τη δύναμη μέσα μου να προχωρήσω”.
Με αγκάλιασε σφιχτά και ένιωσα κάτι πολύ δυνατό και πολύ γνήσιο σ’ αυτή την αγκαλιά. Τη ρώτησα, λοιπόν, “γιατί λες πως κατάλαβες τα πάντα;”. Και μου απάντησε: “Εκλαιγα για έναν χρόνο μέχρι που συνειδητοποίησα πως πρέπει να σταματήσω, πρέπει να βγω έξω, να αναπνεύσω, να χαρώ τη ζωή και να γίνω η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου”. Μου είπε λοιπόν ότι το τραγούδι μου τη βοήθησε πολύ.
Και τότε την αγκάλιασα εγώ και της είπα: “Εγώ σ’ ευχαριστώ γιατί τώρα καταλαβαίνω, τώρα είμαι εγώ εκείνη που νιώθει ευγνωμοσύνη και ξέρει ακριβώς πόσο σημαντική μπορεί να είναι η μουσική για κάποιους ανθρώπους”. Αυτή είναι η δυναμική της σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό του. Εμείς βάζουμε το ένα κομμάτι κι εκείνοι βάζουν το άλλο. Και από αυτή τη δυναμική αναδύεται κάτι επαναστατικό, που γίνεται αθάνατο στα τραγούδια».
Εχοντας πλέον ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της, την όρεξή της για ζωή και δημιουργία, η Σακίρα στέκεται με δυναμισμό απέναντι στα γυναικεία στερεότυπα και αρνείται πεισματικά να παίξει τον ρόλο του θύματος: «Είναι λες και οι γυναίκες στάλθηκαν σε αυτό τον κόσμο για να κλαίνε κρατώντας στα χέρια τους το σενάριο του θύματος. Κι αυτό είναι κάτι που τις κάνει να υποφέρουν ατελείωτα.
Μπορεί να έχουμε δύναμη, διαίσθηση, έμφυτο ένστικτο αυτοσυντήρησης και την ικανότητα να κάνουμε πολλά πράγματα ταυτόχρονα, κάτι που οι άνδρες δεν καταφέρνουν, η κοινωνία, ωστόσο, προσπαθεί επί αιώνες να μεγαλώσει τα κορίτσια με τέτοιον τρόπο ώστε να το ξεχνούν αυτό και τα τοποθετεί στη θέση του θύματος. Πλέον αυτό δεν είναι τόσο εύκολο. Οι γυναίκες επαναστατούν, δραπετεύουν από την υπακοή στην οποία ιστορικά η κοινωνία προσπάθησε να τις καταδικάσει, που απαιτούσε να ελέγχουν τους τρόπους τους, να κλαίνε αθόρυβα, να κρύβουν τον πόνο τους από τα παιδιά τους και από όλους τους άλλους».
Ετσι, αναγεννημένη και αισιόδοξη, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, σκοπεύει να συνεχίσει τη διαδρομή της η 47χρονη τραγουδίστρια έχοντας μάλιστα στα σκαριά και μια παγκόσμια περιοδεία, την πρώτη της μετά το 2018, που θα ξεκινήσει τον Νοέμβριο από τις ΗΠΑ: «Εχω την αίσθηση ότι η επόμενη περιοδεία μου θα είναι για όλους μας μια μαγική συνάντηση. Δεν θα είναι μόνο η εμφάνισή μου στη σκηνή, ο τρόπος που τραγουδάω και χορεύω, αλλά κυρίως ένας αληθινός διάλογος, όπως ακριβώς είναι και η σχέση που έχουμε χτίσει με το κοινό μου. Ανυπομονώ. Πιστεύω πως θα είναι η πιο σημαντική περιοδεία της ζωής μου».