Σύμφωνα με τη New York Post, το βιβλίο περιγράφει πώς ο οίκος ανοχής τέθηκε υπό τον κρυφό έλεγχο του Ράινχαρντ Χάιντριχ, ενός εκ των αρχιτεκτόνων της «Τελικής Λύσης» (του σχεδίου εξόντωσης των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς) και φέρνει στο φως άγνωστες μέχρι τώρα πτυχές της ιστορίας του.
Όταν οι Ναζί επισκέφθηκαν την Κίτι Σμιτ, μαντάμ του «Salon Kitty», το 1939, εκείνη ξεκαθάρισε ότι δεν ενδιαφερόταν να συνεργαστεί μαζί τους. Η γυναίκα, που διήυθυνε ένας από τους τελευταίους οίκους ανοχής που είχαν μείνει ανοιχτοί στο Βερολίνο εκείνη την εποχή, διαφωνούσε με πολλές θέσεις του ναζιστικού κόμματος, και έτσι απέρριψε την πρόταση να μετατρέψει την επιχείρησή της σε κέντρο κατασκοπείας όπου θα παρακολουθούνταν κρυφά οι πλούσιοι πελάτες της.
Γνωρίζοντας καλά ότι το ναζιστικό καθεστώς δεν θα δεχόταν το «όχι» ως απάντηση, προσπάθησε να αποδράσει από τη Γερμανία, στέλνοντας προηγουμένως χρήματα σε τρεις Εβραίους φίλους της στο Λονδίνο, με σκοπό να ανοίξει εκεί έναν νέο οίκο ανοχής. Αν και κατάφερε να βγάλει αρκετά χρήματα έξω από τη χώρα (ράβοντάς τα στα εσώρουχα «κοριτσιών» της που ταξίδευαν στο εξωτερικό), τελικά δεν μπόρεσε να εγκαταλείψει τη Γερμανία, αφού συνελήφθη κοντά στα σύνορα με την Ολλανδία.
Η Κίτι Σμιτ οδηγήθηκε σε φυλακή στο Βερολίνο, όπου παρέμεινε ένα διάστημα υπομένοντας πείνα και βασανιστήρια. Τότε οι Αρχές της έθεσαν το εξής δίλημμα: ή θα περνούσε δύο χρόνια σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, ή θα επανεξέταζε την απόφασή της να μη βοηθήσει τους Ναζί με το «Salon Kitty». «Θα κάνω ό,τι θέλετε» είπε στους βασανιστές της, σύμφωνα με τους συγγραφείς του βιβλίου, Νάιτζελ Τζόουνς, Ουρς Μπρούνερ και Δρ. Τζούλια Σράμελ.
Η άνοδος και πτώση των οίκων ανοχής και η υποκρισία των Ναζί
Η γερμανική οικονομία υπέστη ένα πελώριο πλήγμα μετά την ήττα της χώρας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως συμβαίνει συχνά σε κοινωνίες που πλήττονται από τη φτώχεια, η πορνεία αποτέλεσε λύση επιβίωσης για πολλούς πολίτες και η αύξηση των οίκων ανοχής, των στριπτιζάδικων και του εμπορίου πορνογραφίας ήταν ραγδαία στις μεγάλες πόλεις. Η σύφιλη, η γονόρροια και η φυματίωση «θέριζαν» την πρωτεύουσα της Γερμανίας.
Όταν το κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία το 1932, αυτές οι επιχειρήσεις που προωθούσαν την «ασωτία» βρέθηκαν αμέσως στο στόχαστρο του νέου καθεστώτος. Οι Ναζί έβαλαν λουκέτο στις περισσότερες από αυτές, με τον Χίτλερ να αποκαλεί τις εργάτριες του σεξ «ντροπή για την ανθρωπότητα» στο βιβλίο του «Ο Αγών μου». Η ύπαρξη αυτών των επιχειρήσεων εξάλλου ερχόταν σε αντίθεση με την επίσημη θέση του κόμματος απέναντι στις Γερμανίδες γυναίκες, που θα έπρεπε να έχουν ως «μοναδικό σκοπό να φέρνουν στη ζωή και να μεγαλώνουν μωρά της Αρίας Φυλής… ως μονογαμικές πιστές σύζυγοι».
Το κόμμα του Χίτλερ όμως δεν ήταν αφελές, σημειώνουν οι συγγραφείς του βιβλίου. «Προκειμένου να προσελκύσουν όσο το δυνατόν περισσότερους ξένους επισκέπτες στο Βερολίνο για τους Ολυμπιακούς του 1936… οι Ναζί εξέδωσαν ειδικές άδειες σε περίπου 7.000 ιερόδουλες, επιτρέποντάς τους να εργάζονται στην πόλη».
Οι έκλυτες συνήθειες των υψηλόβαθμων αξιωματούχων
Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην εξάλειψη από τους Ναζί των έκλυτων ηθών των Γερμανών ήταν το γεγονός ότι τα ανώτερα κλιμάκια του κόμματος ήταν γεμάτα με άνδρες με ελάχιστη αυτοσυγκράτηση στον τομέα του σεξ.
«Κάθε γυναίκα με βάζει σε πειρασμό. Ορμάω πάνω της σαν πεινασμένος λύκος» είχε παραδεχθεί ο Γιόσεφ Γκέμπελς, υπουργός προπαγάνδας της ναζιστικής Γερμανίας, ο οποίος είχε ρίξει στο κρεβάτι αμέτρητες ηθοποιούς, εκμεταλλευόμενος και την εξουσία που του είχε δοθεί.
Ο παντρεμένος Χάινριχ Χίμλερ, που θεωρούνταν από πολλούς ως ο πιο πουριτανός από τους Ναζί, διατηρούσε παράνομο δεσμό με την τραγουδίστρια Καρολίν Ντίελ από το Μόναχο προτού τα φτιάξει με τη γραμματέα του, την οποία αποκαλούσε «κουνελάκι».
Ο Μάρτιν Μπόρμαν, ένα ακόμη υψηλόβαθμο στέλεχος του ναζιστικού κόμματος, είχε ακόρεστη όρεξη για σεξ και απέκτησε 10 παιδιά με τη σύζυγό του αλλά και την μόνιμη έρωμένη του, ηθοποιό Μάνια Μπέχρενς, την ύπαρξη της οποίας γνώριζε και αποδεχόταν η γυναίκα του.
Παρά την δημόσια καταδίκη της ομοφυλοφιλίας από το κόμμα, οι φήμες για επαφές αξιωματούχων με άτομα του ίδιου φύλου έδιναν και έπαιρναν. Κάποιες μάλιστα αφορούσαν ακόμα και τον Αδόλφο Χίτλερ, που λεγόταν ότι σε νεαρή ηλικία πειραματίστηκε με άτομα του ίδιου φύλου αλλά και… σαδομαζοχιστικές πρακτικές, όπως αναφέρουν οι συγγραφείς.
Το βιβλίο κάνει αναφορά στη μαρτυρία της ηθοποιού Ρενάτα Μιούλερ η οποία συναντήθηκε με τον Αδόλφο περιμένοντας μια «συμβατική σεξουαλική επαφή» αλλά βίωσε μια «δυσάρεστη έκπληξη». Συγκεκριμένα, είπε ότι ο Χίτλερ ξάπλωσε στο πάτωμα γυμνός αποκαλώντας τον εαυτό του «σκλάβο» της, και έφτασε σε κορύφωση μόνο όταν εκείνη τον κακοποίησε λεκτικά και σωματικά και τον χτύπησε με το μαστίγιο που της έδωσε ο ίδιος.
Επίσης γίνεται αναφορά στη «σκοτεινή ερωτική σχέση» του Χίτλερ με την Γκέλι Ράουμπαλ, κόρη της ετεροθαλούς αδελφής του «φύρερ», η οποία δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ αφού η κοπέλα βρέθηκε βρέθηκε νεκρή, με τον θάνατό της να αποδίδεται σε αυτοκτονία.
Το «Salon Kitty» υπό τον έλεγχο του Ράινχαρντ Χάιντριχ
Η ιδέα για τη χρήση του «Salon Kitty» ως άντρο κατασκοπείας άνηκε στον Ράινχαρντ Χάιντριχ, υψηλόβαθμο στέλεχος των SS, ο δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον Χάινριχ Χίμλερ.
Ο Χάιντριχ, που είχε το παρατσούκλι «Ξανθό κτήνος» και «Δήμιος του Χίτλερ» λόγω του ψυχρού και υπολογιστικού του χαρακτήρα, είχε αρκετά ερωτικά σκάνδαλα στο παρελθόν και συχνά οι έξοδοί του στο Βερολίνο κατέληγαν στο κρεβάτι κάποιας ιερόδουλης.
Αφού ανάγκασε την Κίτι Σμιτ να συμμορφωθεί με τις επιθυμίες του, γέμισε τον οίκο ανοχής της με κοριούς και άλλες συσκευές παρακολούθησης. Κατά την ανακαίνιση της επιχείρησης τοποθετήθηκαν στα δωμάτια 50 μικρόφωνα, ενώ το υπόγειο μετατράπηκε σε «κέντρο επιχειρήσεων» όπου μέλη του ναζιστικού κόμματος – που είχαν δώσει όρκο σιωπής υπό την απειλή εκτέλεσης σε περίπτωση οποιασδήποτε διαρροής – κατέγραφαν τις συνομιλίες.
Ο στόχος του Χάιντριχ ήταν να κατασκοπεύει τους πελάτες του οίκου ανοχής (είτε Γερμανούς είτε ξένους) προσφέροντας τους άφθονο αλκοόλ και γυναικεία συντροφιά. Ήλπιζε ότι με αυτόν τον τρόπο θα λυνόταν η γλώσσα τους και θα αποκάλυπταν τα μυστικά τους – ή και την πραγματική τους γνώμη για το ναζιστικό καθεστώς – έχοντας χαλαρώσει στην αγκαλιά ενός από τα κορίτσια του «Salon Kitty».
Όλο το προσωπικό της επιχείρησης, από τα εργαζόμενα κορίτσια μέχρι τους σερβιτόρους και τις καμαριέρες, δρούσαν υπο τις εντολές των Ναζί, Ο Χάιντριχ επιστρατευε ιερόδουλες με κριτήρια την ομορφιά τους αλλά και τις ικανότητές τους να μιλούν ξένες γλώσσες και την αφοσίωσή τους στο κόμμα.
Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του «Salon Kitty» κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σχεδόν 80.000 δίσκοι με καταγεγραμμένες συνομιλίες μέσα στα δωμάτια της επιχείρησης συγκεντρώθηκαν και εστάλησαν στα αρχηγεία της Γκεστάπο.
Μεταξύ των πελατών που επιβεβαιωμένα επισκέφθηκαν τον οίκο ανοχής εκείνη την εποχή ήταν ο Ιταλός υπουργός εξωτερικών, ο κόμης Τζιάν Γκαλεάτζο Τσιάνο, ο Γερμανός στρατηγός Φρίντριχ Φρομ και πολλοί ακόμη ανώτεροι αξιωματούχοι του κόμματος.
Όπως επισημαίνει η New York Post, οι όποιες πληροφορίες συγκεντρώθηκαν από τις κατασκοπευτικές μεθόδους του Χάιντριχ δεν έγιναν ποτέ γνωστές στο ευρύ κοινό, αφού οι χιλιάδες δίσκοι των συνομιλιών δεν βρέθηκαν ποτέ στα γραφεία της Γκεστάπο.
Το γεγονός όμως ότι δεν γνωρίζουμε σήμερα τα μυστικά που σιγοψιθύριζαν στα κορίτσια του Salon Kitty οι ικανοποιημένοι πελάτες τους, δεν σημαίνει ότι το ύπουλο σχέδιο του Χάιντριχ δεν πέτυχε τέλεια.
«Η επιχείρηση παγίδευσης ήταν σίγουρα αποτελεσματική, αφού ήρθαν στο φως οι πιο αναπάντεχες πληροφορίες από κάποιους πελάτες» ανέφερε ένας από υφιστάμενους αξιωματικούς του «ξανθού κτήνους» στα απομνημονεύματά του.