Ας υποθέσουμε ότι θέλει κάποιος να ξεκινήσει μία καινούργια επιχείρηση στην Ελλάδα. Εάν επιθυμεί να γίνουν όλες οι απαιτούμενες διαδικασίες ιδανικά πρέπει υποθετικά –διότι ούτε νομικά ούτε πρακτικά γίνεται– να ιδρύσει την επιχείρηση στην Αλεξανδρούπολη, να εκδώσει τις απαραίτητες οικοδομικές άδειες στη Λάρισα, να αιτηθεί ηλεκτροδότηση στην Πάτρα, όπως επίσης και να καταχωρίσει την ακίνητη περιουσία του, ενώ εάν έχει να διευθετήσει κάποια διαφορά στο δικαστήριο, καλύτερα να πάει στη Θεσσαλονίκη.
Από την άλλη, εάν κάποιος επιλέξει –και πάλι το σενάριο είναι υποθετικό– να εκδώσει οικοδομική άδεια και να καταχωρίσει την ακίνητη περιουσία του στο Ηράκλειο της Κρήτης, να συνδέσει το ηλεκτρικό ρεύμα για την επιχείρησή του στη Θεσσαλονίκη και να προσπαθήσει να επιλύσει σε δικαστήριο στην Αθήνα κάποια διαφορά, το πιθανότερο –εάν δεν έχει τα χαρακτηριστικά του Ιώβ– είναι να πάρει τα χρήματά του και να επενδύσει σε άλλη χώρα.
Παρά το γεγονός, λοιπόν, ότι η Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα και ούτε πρόκειται για ομοσπονδιακό κράτος, κάθε πόλη φαίνεται ότι λειτουργεί με τους δικούς της διαφορετικούς ρυθμούς σε ό,τι αφορά τη δημόσια διοίκηση και το επιχειρείν. Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από την ειδική έρευνα που πραγματοποίησε η Παγκόσμια Τράπεζα στην Ελλάδα (καθώς επίσης και στην Ιταλία και στην Ιρλανδία), στο πλαίσιο της ευρύτερης έκθεσης που καταρτίζει κάθε χρόνο υπό τον τίτλο «Doing Business», την έκθεση που λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψη τους οι επενδυτές όταν θέλουν να επενδύσουν σε μία ξένη χώρα. Οι εμπειρογνώμονες της Παγκόσμιας Τράπεζας μελέτησαν και αξιολόγησαν τις επιδόσεις έξι ελληνικών πόλεων (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα, Ηράκλειο και Αλεξανδρούπολη) στους ακόλουθους πυλώνες που σχετίζονται με το επιχειρείν: ίδρυση επιχείρησης, έκδοση οικοδομικών αδειών, καταχώριση ακίνητης περιουσίας, σύνδεση με το ηλεκτρικό ρεύμα, δικαστική διευθέτηση διαφορών.