Hπολιτική ένταση που ακολούθησε τον αποδιοργανωτικό χιονιά κατέδειξε με βεβαιότητα την έναρξη του εκλογικού κύκλου. Η χώρα έχει εισέλθει εμφανώς σε προεκλογική περίοδο άγνωστης διάρκειας. Είτε θα είναι μακρά και οι εκλογές θα έλθουν στο τέλος της τετραετίας, στις αρχές του μεθεπόμενου καλοκαιριού, όπως υπόσχεται ο Πρωθυπουργός, είτε κάποια στιγμή νωρίτερα, στο τέλος της εφετινής άνοιξης ή στις αρχές του επόμενου φθινοπώρου, αν θελήσει να αιφνιδιάσει, υπό τον όρο πάντα ότι θα έχει εξασφαλίσει ένα παράθυρο ευκαιρίας από ενδεχόμενο έλεγχο των πανδημικών συνθηκών και εκτόξευση των προσδοκιών για την οικονομία.
Οι παράγοντες πανδημία – ακρίβεια
Επί του παρόντος ωστόσο οι επιδημιολογικές συνθήκες δεν μπορούν να θεωρηθούν ευνοϊκές, όπως φανερώνουν οι υψηλοί δείκτες κρουσμάτων και θνησιμότητας. Η Ελλάδα παραμένει στο κόκκινο, οι εκατοντάδες θάνατοι κάθε μέρα δοκιμάζουν τους πάντες, το Εθνικό Σύστημα Υγείας εργάζεται σχεδόν στα όριά του εδώ και καιρό, πιεζόμενο διαρκώς από τον διατηρούμενο σε υψηλά επίπεδα ακόμη αριθμό τόσο των νοσηλευομένων όσο και των διασωληνωμένων. Και τα νοικοκυριά επίσης, παρά την επικρατούσα αισιοδοξία για δυναμική ανάκαμψη των πάσης φύσεως οικονομικών δραστηριοτήτων, αρχίζουν πλέον και αισθάνονται το πληθωριστικό βάρος, ιδιαιτέρως στη ζώνη των ενεργειακών αγαθών και συγκεκριμένα του ηλεκτρικού ρεύματος, του φυσικού αερίου και των καυσίμων, θέρμανσης και κίνησης.
Η κυβερνητική φθορά και ο χρόνος της κάλπης
Είναι κοινώς παραδεκτό ότι στην παρούσα φάση η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρότι ανθεκτική, έπειτα από δυόμισι χρόνια στην εξουσία, δεν περνά τις καλύτερες των ημερών της. Προφανέστατα έχει εισέλθει σε περίοδο φθοράς και λογικά θα θελήσει να αναζητήσει ευνοϊκότερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες για να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Και κατά τα φαινόμενα αν δεν τις βρει θα εξαντλήσει τον πολιτικό χρόνο που έχει στη διάθεσή της, μέχρι τα μέσα του 2023.
Ετσι ή αλλιώς πάντως η ατμόσφαιρα είναι προεκλογική και το πολιτικό κλίμα πολεμικό, όπως δηλώνουν και οι φωνές και οι εντάσεις εντός του Κοινοβουλίου. Τα κόμματα έχουν παραταχθεί, τα ζωνάρια έχουν λυθεί και όλοι είναι έτοιμοι για θορυβώδεις καβγάδες, θεωρώντας ότι με την ένταση περιχαρακώνουν τους οπαδούς τους και θέτουν σε κατάσταση ετοιμότητας τα «στρατεύματά» τους.
Η «μεταβλητή» Ανδρουλάκη
Η αλήθεια είναι ότι στην ύψωση των τόνων έχει επιδράσει και η διαφαινόμενη αναγέννηση του ΚΙΝΑΛ, η οποία εξελισσόμενη και αναδεικνυόμενη πιέζει τόσο τον κ. Μητσοτάκη όσο και τον κ. Τσίπρα. Ισως περισσότερο τον δεύτερο γιατί νιώθει τον κ. Ανδρουλάκη να τον ακολουθεί κατά πόδας, αλλά και τον πρώτο προβληματίζει, όπως φανέρωσε και η αρκούντως δηκτική τοποθέτησή του στη Βουλή, όπου απευθυνόμενος στον κ. Ανδρουλάκη σημείωσε ότι «ο νέος πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ δεν μπορεί επ’ αόριστον να δίνει συνεντεύξεις επιτηδευμένης ασάφειας από τον εξώστη».
Πολλά προφανώς θα κριθούν και από τη στάση και την επίδοση του κ. Ανδρουλάκη, ο οποίος, όπως όλα δείχνουν, επιδρά ήδη με δυναμικό τρόπο στη γενέτειρά του Κρήτη, όπου οι περισσότεροι των πολιτών διατηρούν τις καλύτερες των αναμνήσεων από τη μακρά περίοδο πασοκικής διακυβέρνησης και προσδοκούν την επανάληψή της. Δεν είναι αδιάφορη ενδεχόμενη επικράτησή του στη γενέτειρά του, καθώς όλοι αποδέχονται ότι η Κρήτη επιδρά δυναμικά στο εκλογικό σώμα.
Το πορτογαλικό παράδειγμα
Οπως και αν έχει πάντως, η πολιτική θα ασκήσει την επίδρασή της, αλλά οι προεκλογικές συνθήκες θα διαμορφωθούν από την πορεία εν γένει της χώρας και της οικονομίας ειδικότερα. Ολοι οι αναλυτές εκτιμούν πως εξελισσόμενη η μακρά προεκλογική περίοδος θα θέσει το κυρίαρχο δίλημμα και οι πολίτες θα κληθούν να απαντήσουν στο πρώτο και βασικό ερώτημα που τίθεται σε όλες τις εκλογές παντού στον κόσμο: Ποιον να εμπιστευθώ για να οδηγήσει τη χώρα στο μέλλον; Αυτό ήταν άλλωστε και το κυρίαρχο ερώτημα που επικράτησε και έδωσε ανέλπιστη νίκη, κόντρα σε όλες τις έρευνες των διαθέσεων της κοινής γνώμης, στον σοσιαλιστή Αντόνιο Κόστα, ένα ρεαλιστή, επίμονο, αποτελεσματικό και με κοινωνικές ευαισθησίες πολιτικό, ο οποίος πριν από λίγους μήνες είδε την υποστηριζόμενη από δύο αριστερά κόμματα κυβέρνησή του να πέφτει, καθώς τα δύο αυτά κόμματα ήραν την εμπιστοσύνη τους επειδή δεν άντεχαν τις μεταρρυθμιστικές του προσπάθειες. Ο πορτογαλικός λαός ωστόσο επιδοκίμασε την πολιτική του, του έδωσε περιφανή νίκη με 42% και αυτοδυναμία. Τα αριστερά κόμματα που έριξαν την κυβέρνησή του καταποντίστηκαν και η φιλόδοξη Κεντροδεξιά που εμφανιζόταν στις δημοσκοπήσεις να τον ανταγωνίζεται ευθέως απέτυχε υπολειπόμενη σχεδόν 12 ποσοστιαίες μονάδες από το κεντροαριστερό κόμμα του κ. Κόστα.
Προφανώς δεν υπάρχουν ευθείες αναλογίες με τις εδώ πολιτικές συνθήκες. Ωστόσο οι δύο χώρες έχουν σχεδόν παράλληλους βίους. Η δικτατορία του Σαλαζάρ έπεσε τον Απρίλιο του 1974 και η δική μας, του Παπαδόπουλου, τρεις μήνες αργότερα. Και οι δύο μεταπολιτεύσεις ήταν έντονες και πολιτικά συγγενείς. Η Πορτογαλία ακολούθησε πέντε χρόνια αργότερα τη δική μας ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση επιτυγχάνοντας σημαντική πρόοδο και η μεγάλη κρίση του 2008 τη δοκίμασε σχεδόν το ίδιο με εμάς. Και η πανδημία επίσης κόστισε αντιστοίχως πολύ όπως και την Ελλάδα. Η βασική μας διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι εκεί με τον καιρό διαμορφώθηκαν συναινέσεις που εδώ απουσιάζουν.
Οι μεταπανδημικές προσδοκίες
Ωστόσο, κυρίαρχο ρόλο στις πρόσφατες πορτογαλικές εκλογές έπαιξαν οι προσδοκίες, οικονομικές και άλλες, που διαμορφώθηκαν στη διάρκεια της δύσκολης πανδημικής περιόδου. Σε αυτές προσβλέπει κυρίως ο κ. Μητσοτάκης. Δεν είναι τυχαίο ότι με κάθε ευκαιρία εκθειάζει τις επιδόσεις της κυβέρνησής του στην οικονομία, πιστεύοντας ότι δι’ αυτών αναδεικνύεται κυρίως το πλεονέκτημά του έναντι των αντιπάλων του.
Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι των οικονομικών αναλυτών εκτιμούν ότι το 2021 θα κλείσει με ρυθμό ανάπτυξης 8,5%, ίσως και υψηλότερο από αυτό το ποσοστό. Και αναμένουν ότι και το 2022 η ελληνική οικονομία θα τρέξει με ρυθμούς μεταξύ 5% και 5,5%. Αναμένουν, βάσει των προκρατήσεων που καταγράφονται από την αρχή του χρόνου, μια εξαιρετικά δυναμική τουριστική χρονιά και επιπλέον υπολογίζουν ισχυρή ώθηση από τις επενδύσεις και θεωρούν ότι και η κατανάλωση θα ενισχύσει την οικονομία, παρά τα αντιθέτως διαδιδόμενα. Και αυτό γιατί, όπως σημειώνει ο οικονομικός σύμβουλος της ALPHA BANK κ. Π. Καπόπουλος, έχει συγκροτηθεί σημαντικό απόθεμα καταθέσεων από τα νοικοκυριά στα δύο προηγούμενα πανδημικά χρόνια και μαζί έχει συσσωρευθεί ανάγκη και μεγάλη επιθυμία στους πολίτες να ξαναβγούν στον κόσμο, να ταξιδέψουν, να απολαύσουν γενικώς αγαθά και υπηρεσίες που στερήθηκαν τα προηγούμενα έτη.
Ο ίδιος δεν πιστεύει ότι ο πληθωρισμός θα βρει χώρο να επαυξηθεί υπέρμετρα και να καταστεί μεσοπρόθεσμα απειλητικός για το εισόδημα των πολιτών, παρά την πίεση που ασκείται μέσω των ενεργειακών αγαθών. Αντιθέτως, υπολογίζει ότι επιταχυνόμενες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις θα προσθέσουν δυνάμεις και δυνατότητες στην οικονομική δραστηριότητα και θα ενισχύσουν διά του πολλαπλασιαστή που ενσωματώνουν τόσο την αγορά εργασίας όσο και το διαθέσιμο εισόδημα. Επιμένει έτσι ότι οι προσδοκίες παραμένουν ισχυρές και δεν αλλάζουν.
Το ακριβές ωστόσο είναι ότι η προσδοκώμενη επαύξηση των θέσεων εργασίας και η θετική επίδραση στο εισόδημα των πολιτών θα βραδύνει, χρειάζεται χρόνο, δεν θα γίνει αυτόματα. Γεγονός που μάλλον συνηγορεί με την εκτίμηση ότι και οι εκλογές θα βραδύνουν ή καλύτερα θα γίνουν στην ώρα τους, όπως συνηθίζει να λέει ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών και διαχειριστής του Ταμείου Ανάκαμψης κ. Θ. Σκυλακάκης.