Ηκελλοφάνη, ή πιο ευρέως γνωστή ως σελοφάν (αγγλ. cellophane), είναι ένα προϊόν της κυτταρίνης που μορφολογικά ομοιάζει με λεπτό διαφανές φύλλο που συνίσταται από αναγεννημένη κυτταρίνη.
Πώς ορίζει κάποιος το σκοτάδι; Ίσως η απάντηση βρίσκεται στα άλμπουμ των Selofan, της αθηναϊκής minimal synth και darkwave μπάντας που φέτος κλείνει μία πολύ παραγωγική δεκαετία στη δισκογραφία, με έξι πολύ ενδιαφέροντα άλμπουμ. Από την άλλη, ο καθένας έχει διαφορετική ερμηνεία και βιώματα για το σκοτάδι μέσα του. Η μουσική ίσως είναι το στοιχείο, το κλειδί, για να ξεκλειδώσεις κάποια συναισθήματα.
Από το 2012 μέχρι σήμερα, οι σύντροφοι στη ζωή και στην κόλαση –«Partners in Hell» τιτλοφορείται το πιο πρόφατο άλμπουμ τους–, η Ιωάννα και ο Δημήτρης, μας παίρνουν από το χέρι και μας οδηγούν σε ένα ιδιαίτερο και μελαγχολικό ηχητικό ταξίδι. Αυτό το λεπτό διαφανές φύλλο τώρα έρχεται σαν ήχος και μας τυλίγει το πρόσωπο, μας πνίγει ώρες ώρες, αλλά στο τέλος μας απελευθερώνει, μας πετάει στο dancefloor ενός κλαμπ ή μόνους σε ένα δωμάτιο του σπιτιού μας.
Οι Selofan χτίζουν τον δικό τους ανεξάρτητο και γενναίο κόσμο, έτσι έκαναν από την πρώτη μέρα, μακριά από μάνατζερ και δισκογραφικές (όχι ότι αυτό είναι απαραίτητα κακό), έτσι συνεχίζουν και σήμερα. Θεωρούνται από τις πρωτοπόρες underground μπάντες σε παγκόσμιο επίπεδο, βρίσκοντας πάντα τρόπους να επανεφευρίσκουν τον σκοτεινό ήχο και τους ίδιους τους εαυτούς τους. Κυκλοφορούν άλμπουμ μέσα από το δική τους Fabrika Records, παίζουν ζωντανά σε κάθε γωνιά του πλανήτη –πριν από λίγες βδομάδες έπαιξαν σε Βραζιλία, Κολομβία, Περού και Χιλή– και τρέχουν το εξειδικευμένο κατάστημα με synthesizers στο Παλαιό Φάληρο.
Πιάνοντας το τελευταίο ως αφορμή, μιλήσαμε με την Ιωάννα Παυλίδου, τη φωνή που «στοιχειώνει» τα κομμάτια των Selofan, για τη μουσική, τη δημιουργία και για ό,τι νέο έρχεται.
Οι Selofan χτίζουν τον δικό τους ανεξάρτητο και γενναίο κόσμο, έτσι έκαναν από την πρώτη μέρα, μακριά από μάνατζερ και δισκογραφικές (όχι ότι αυτό είναι απαραίτητα κακό), έτσι συνεχίζουν και σήμερα. Θεωρούνται από τις πρωτοπόρες underground μπάντες σε παγκόσμιο επίπεδο, βρίσκοντας πάντα τρόπους να επανεφευρίσκουν τον σκοτεινό ήχο και τους ίδιους τους εαυτούς τους.
— Κατ’ αρχάς, πού βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή; Πότε άνοιξε το synthesizer store και τι ανάγκες καλύπτει;
Βρισκόμαστε στο Synthesizer.gr, το μαγαζί που ανοίξαμε πριν από πέντε χρόνια από αγάπη για τα σύνθια και τον αναλογικό ήχο. Στην προσπάθεια να καλύψουμε αρχικά τις δικές μας ανάγκες για τον συγκεκριμένο μουσικό εξοπλισμό, καταλάβαμε πως αυτό έλειπε από την Ελλάδα. Ένας χώρος δηλαδή όπου αρχικά βρίσκεις άμεσα διαθέσιμο ό,τι ψάχνεις και δεν χρειάζεται να το παραγγείλεις και να περιμένεις, γιατί εμείς οι «σύνθο-εξαρτημένοι» μισούμε την αναμονή όταν μας έχει καρφωθεί στο μυαλό ένα μηχάνημα, και κυρίως μπορείς να το δοκιμάσεις, να το ακούσεις –πριν το πάρεις ακόμα– και να το επιστρέψεις αφού το πάρεις, αν τελικά δεν σε βολέψει. Εύκολα, γρήγορα και απλά, με τεχνική υποστήριξη από εμάς και γενικά τη βοήθειά μας σε όποιες απορίες μπορεί να έχεις.
Ο κόσμος αγάπησε τόσο το εγχείρημά μας όσο και τον χώρο και έτσι έγινε στέκι για πολλές μπάντες, όχι μόνο του ηλεκτρονικού φάσματος, καθώς εδώ μπορείς να βρεις και μεγάλη γκάμα από πεταλάκια αλλά και ηχεία, ηχομονωτικά, ακουστικά, γενικά ό,τι χρειάζεσαι για να στήσεις το home studio των ονείρων σου.
— Με φρέσκες ακόμα τις εικόνες, πώς ήταν οι συναυλίες σας στη Λατινική Αμερική; Κάποιες ιδιαίτερες στιγμές μέσα από αυτές τις συναυλίες;
Κάθε συναυλία σε χώρα της Λατινικής Αμερικής είναι ιδιαίτερη, επειδή εκεί το κοινό έχει μια εντελώς άλλη συναυλιακή κουλτούρα και γενικώς άλλες προσλαμβάνουσες. Η αίσθησή μου είναι πως εκεί ζουν πραγματικά αυτό που ονομάζουμε underground. Οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές, η καθημερινότητα είναι ως εκ τούτου σκληρή, οι συναυλίες ένας τρόπος διαφυγής, ο κόσμος εκεί θέλει να βιώσει μια συναυλία, όχι να τη βιντεοσκοπήσει στο κινητό του.
Επίσης, οι συναυλίες από μπάντες του είδους μας είναι σχετικά σπάνιες, άρα αμέσως έχεις ένα άλλο στάτους, εκτιμούν πολύ το γεγονός πως πήγες στη χώρα τους και σ’ το δείχνουν έμπρακτα. Η βαλίτσα μας είναι γεμάτη με δώρα κάθε φορά που γυρνάμε πίσω, ο καθένας φέρνει ό,τι μπορεί και αν δεν αγοράσει κάτι για εσένα θα το βγάλει από πάνω του να σ’ το δώσει… Στο Μεξικό ένας τύπος μού χάρισε ένα δόντι του, από πίσω είχε βάλει μια καρφίτσα κι έτσι το φοράω στον γιακά μου.
Πήγαμε δύο φορές φέτος στη Λατινική Αμερική. Θα ξεχωρίσω ως ιδιαίτερη στιγμή το live στη Χιλή, όπου μας έκαναν drag show-έκπληξη σε ένα κομμάτι μας. Κάτι που παλιά οργανώναμε μόνοι μας, βρεθήκαμε στην άλλη άκρη της γης για να το κάνει κάποιος άλλος για εμάς. Ήταν συγκινητικό.
— Φαίνεται ότι οι μουσικόφιλοι της Λατινικής Αμερικής είναι ιδιαίτερα θερμοί με τους dark ευρωπαϊκούς ήχους…
Έχουν φοβερή μουσική υποκουλτούρα, σε όλα τα είδη, από metal, punk, hardcore, psychobilly, φοβερές εγχώριες μπάντες, αλλά πάντα το ξένο δεν είναι πιο γλυκό; Εννοώ πως μάλλον είμαστε τα εξωτικά πουλιά από τη μακρινή Ελλάδα που ίσως και να μην ξέρουν πού ακριβώς βρίσκεται στο χάρτη.
— Σας έλειψαν οι συναυλίες; Δύο χρόνια χωρίς αυτές, μέσα στην αβεβαιότητα, ήταν μεγάλο διάστημα. Πώς περάσατε την περίοδο της πανδημίας;
Μας έλειψαν αλλά ξεκουραστήκαμε κιόλας, ευτυχώς δεν κάνουμε συναυλίες βιοποριστικά οπότε δεν βρεθήκαμε στο οικονομικό αδιέξοδο που ίσως βρέθηκαν άλλοι καλλιτέχνες. Βρήκαμε επιτέλους χρόνο, μπήκαμε στο στούντιο και εκεί γνωρίσαμε μια άλλη πλευρά του εαυτού μας, την οποία θα γνωρίσετε σύντομα και εσείς με την μορφή ενός νέου ελληνόφωνου πρότζεκτ.
— Πολύ ενδιαφέρον. Πείτε μας περισσότερα γι’ αυτό. Πώς γεννήθηκε και γιατί αποφασίσατε να ακολουθήσετε την ελληνική γλώσσα;
Γεννήθηκε από ατύχημα που τελικά μεταμορφώθηκε σε ευτύχημα, για εμάς τουλάχιστον. Μπήκαμε στο στούντιο να γράψουμε με το πρότζεκτ Selofan και προέκυψε ένα κομμάτι που ενώ το ακούσαμε και ανατριχιάσαμε –η δική μας ένδειξη πως ένα κομμάτι είναι άξιο κυκλοφορίας–, ήταν ωστόσο ξένο, όχι τόσο με το συναίσθημα των Selofan όσο με το αισθητικό κομμάτι, η μουσική είναι πιο παιχνιδιάρα, η φωνή πιο απαλή, δεν είναι πια τόσο σκοτεινό το μουσικό μονοπάτι, υπάρχει και μια αχτίδα φωτός – για ηλιοφάνεια φυσικά ούτε λόγος. Κι έπειτα είναι στη γλώσσα μας και με αφετηρία αυτό το ένα κομμάτι προέκυψε εύκολα και αβίαστα ένας δίσκος.
Αλλά έτσι ακριβώς έγινε και με το πρότζεκτ Selofan, δεν είχαμε κανένα στόχο, απλά γράφαμε τραγούδια. Δεν καθορίζουμε τίποτα στη μουσική μας ούτε καν τη γλώσσα, συμβαίνει από μόνο του. Στο Selofan έχουμε δυο κομμάτια στα ισπανικά χωρίς να ξέρουμε «γρι» τη γλώσσα. Όπως είμαστε αυτοδίδακτοι στη μουσική, παίζει δηλαδή ο Δημήτρης τα πάντα μέχρι και σαξόφωνο «με το αυτί», κάπως έτσι συμβαίνει και με την επιλογή της γλώσσας. Αλλά πολύ το διασκεδάσαμε αυτό το νέο πρότζεκτ επειδή ακριβώς έτυχε να είναι στα ελληνικά.
— Το τελευταίο σας άλμπουμ («Partners in Hell») κυκλοφόρησε το 2020. Υπάρχει νέο υλικό για ένα νέο άλμπουμ;
Υπάρχει, ναι, αλλά δεν θα βιαστούμε. Δεν είμαστε πια τόσο αυθόρμητοι όσο παλιά που βγάζαμε ένα άλμπουμ τον χρόνο, τώρα θέλουμε να γνωριστούμε καλά με τα κομμάτια μας, να έχουν βαθιές τις ρίζες τους μέσα μας, να πούμε πως ήταν πραγματικά το καλύτερο που μπορούσαμε να κάνουμε γι’ αυτά πριν τα αφήσουμε ελεύθερα στον μεγάλο, άγριο κόσμο εκεί έξω. Ίσως όπως οι γονείς που με το πρώτο παιδί μαθαίνουν πολλά σχετικά με την ανατροφή του επόμενου, είναι πιο έμπειροι, αποφεύγουν πιο εύκολα λάθος χειρισμούς.
— Υπάρχουν κάποια ελληνικά σχήματα του παρελθόντος που τα βάζετε ανάμεσα στις επιρροές σας;
Φυσικά, οι Film Noir, Slow Motion, Yell-O-Yell, Alive She Died, In Trance 95, Γενιά του Χάους, Forward Music Quintet, Metro Decay, South of No North, Rehearsed Dreams, Χωρίς Περιδέραιο, Human Puppets και πολλές άλλες φοβερές μπάντες που άνθισαν στη μικρή μας χώρα, που ακούγαμε και θα ακούμε όσα χρόνια και αν περάσουν γιατί οι μεγάλες αγάπες δεν ξεχνιούνται. Δεν τις κατατάσσω στις επιρροές, αυτό θα παραήταν στοχευμένο και για εμάς επιρροή μπορεί να είναι ακόμα και το στάξιμο του νιπτήρα, πάντως στις αγάπες σίγουρα.
— Θα θέλατε να ζήσετε μία μέρα στην dark Αθήνα των ’80s; Πώς θα ήταν αυτή η μέρα;
Είμαστε ανοιχτοί σε παν ενδεχόμενο, μία μέρα όμως στα ’80s στο Βερολίνο, πριν από την πτώση του Τείχους, θα μου ήταν πιο ενδιαφέρουσα, μια και μυρωδιά από τα ’80s στην Αθήνα και οι ίδιοι την πήραμε, αλλά και οι πιο κοντινοί μας άνθρωποι που ήταν τότε ενεργοί στη σκηνή μάς την μετέφεραν. Ωστόσο, αν είχα μόνο μία μέρα, θα πέρναγα από το προβάδικο των South που είναι φίλοι, θα πήγαινα σε μια συναυλία στον Πήγασο, μαγαζί που δεν πρόλαβα δυστυχώς, μετά θα τα πίναμε στην μπάρα της Rebound που δεν θα είχε κλείσει, τα συνθεσάιζερ θα ήταν είδος πολυτελείας και τα ταξίδια στο εξωτερικό μόνο για εφοπλιστές, άρα οι Selofan δεν θα υπήρχαν. Αν πάλι μπορώ να επιλέξω μία συγκεκριμένη ημέρα, θα ήταν αυτή του Rock in Athens στο Καλλιμάρμαρο, τη δεύτερη μέρα του φεστιβάλ.
— Πηγαίνοντας δέκα χρόνια πίσω, πώς δημιουργήθηκαν οι Selofan; Πώς συναντηθήκατε μουσικά εσείς οι δύο;
Συναντηθήκαμε στο Carousel bar όπου έπαιζα ως DJ κάθε Σάββατο στα λίγα χρόνια της λειτουργίας του, ένα μαγαζί μικρό και κρυφό για τους πολλούς, όπως τα σωστά εκκολαπτήρια της εκάστοτε υποκουλτούρας. Χαμός γινόταν, δεν κλείναμε ποτέ πριν από τις 9 το πρωί, όποιος άκουγε τότε minimal synth, dark wave, post punk, κάποια στιγμή θα πέρναγε από εκεί, οπότε ήταν θέμα χρόνου να βρεθούμε, αφού τα ίδια ακούγαμε.
Μια βραδιά είχα καλέσει έναν καλλιτέχνη από τη Γερμανία να παίξει ζωντανά στο μαγαζί και το αφεντικό φώναξε τον Δημήτρη για ηχολήπτη και έτσι γνωριστήκαμε, μια άλλη βραδιά θα έπαιζαν οι Συνθετικοί για πρώτη φορά στο Carousel, μια μπάντα που είχε να εμφανιστεί ζωντανά απο την δεκαετία του ’80. Εκεί έγινε το «έλα να δεις», πήγα και εγώ και είδα τον Δημήτρη ξανά και το ίδιο βράδυ προέκυψε το love story μας. Και οι Selofan είναι το παιδί αυτής της ένωσης.
— Πώς θυμάστε τη δημιουργία και ηχογράφηση του πρώτου σας άλμπουμ («Verboten»); Θα αλλάζατε κάποια πράγματα σε αυτό τώρα, αν σας δινόταν η ευκαιρία;
Περάσαμε φανταστικά την εποχή που γράφαμε το πρώτο άλμπουμ, ήμασταν φρεσκοερωτευμένοι και γράφαμε στο σπίτι μας τα βράδια χωρίς να έχουμε ιδέα τι κάνουμε και χωρίς να το έχουμε ξανακάνει ποτέ – εγώ τουλάχιστον, ο Δημήτρης είχε προηγούμενη εμπειρία. Δεν είχαμε βρει ακόμα τη μουσική μας ταυτότητα, γι’ αυτό και όχι μόνο το πρώτο αλλά τα πρώτα τρία άλμπουμ μας είναι ένα μουσικό κοκτέιλ όλων μας των ακουσμάτων. Ακούς μέσα σε αυτά από punk ως industrial και από ηλεκτρονικούς πειραματισμούς, φτιαγμένους με τον τότε περιορισμένο μουσικό μας εξοπλισμό, όπως το «Πόσο Λυπάμαι» με τη λούπα της φωνής της Σοφίας Βέμπο, μέχρι παραδοσιακό goth.
Τώρα ακούμε πολλά λάθη σε αυτά και θα κάναμε πολλά πράγματα διαφορετικά. Έχουν όμως ένα αυθόρμητα ερωτικό στοιχείο που αντανακλά τη σχέση μας. Κομμάτια όπως «Στο Σκοτάδι» ή το «Φωσφορίζω», για παράδειγμα, θα μπορούσαν να βγουν μόνο εκείνη τη χρονική στιγμή με εκείνο το Casio VL-Tone που είχαμε. Ηχογραφούσαμε ένα κομμάτι και το ανεβάζαμε one take στο bandcamp, ούτε καν μίξη ή mastering κάναμε.
Αγνό συναίσθημα, δεν λέω, αλλά πια δεν μπορώ να ακούσω αυτά τα πρωτόλεια χωρίς να σκεφτώ πόσο καλύτερα θα μπορούσαν να είναι αν ήμασταν πιο υπομονετικοί. Υπάρχει η μαγεία της στιγμής, η στιγμή όμως παρέρχεται και ο δίσκος μένει και είναι ωραίο να τον νιώθεις σαν μια ολοκληρωμένη οντότητα. Όσο ζεις μαθαίνεις.
— Στη συνέχεια σάς βλέπουμε πολύ παραγωγικούς, με έξι άλμπουμ μέσα σε δέκα χρόνια. Τι είναι αυτό που σας εμπνέει και σας οδηγεί στη δημιουργία;
Τίποτα και όλα. Επίσης, το ένα τραγούδι φέρνει το άλλο. Ίσως όπως η πρώτη λευκή σελίδα ενός συγγραφέα, αρχίζεις να γράφεις και έρχονται οι λέξεις και οι μελωδίες και σε βρίσκουν και γράφεις έναν δίσκο σε ένα Σαββατοκύριακο ή κλείνεσαι στο στούντιο και δεν συμβαίνει τίποτα απολύτως και βγαίνεις έξω να καλμάρεις και συναντάς έναν φίλο που κάτι σου λέει και το κρατάς και το κάνεις κομμάτι με το που γυρνάς σπίτι.
Από την άλλη και ο τρόπος που γράφαμε για μεγάλο διάστημα, αυτός που σου περιέγραψα πιο πριν, έπαιξε ρόλο, δεν «μακιγιάραμε» την μουσική μας, τη βγάζαμε χύμα, «αφτιασίδωτη», οπότε η όλη διαδικασία επιταχύνονταν κατά πολύ.
— Υπήρχε κάποια ξεχωριστή στιγμή στη ζωή των δυο σας που είπατε «αυτή είναι η μουσική και ο ήχος που μου ταιριάζει»; Ποια άλμπουμ και καλλιτέχνες, σας επηρέασαν σε νεότερη ηλικία;
Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί καλλιτέχνες που μας συγκλόνισαν με την πρώτη ακρόαση, κάτι που έχει δυστυχώς καιρό να μας συμβεί, όπως οι Coil, Throbbing Gristle, Screamin’ Jay Hawkins, Mark Almond, The Residents, Diamanda Galas, Nico, Nina Hagen, X-Mal Deutschland, Swans, Death In June, , Mayhem, Burzum, Dark Throne, Tiny Tim, Joy Division, Einstürzende Neubauten, Tuxedomoon…
Πολλές φορές νόμισα πως ένα συγκεκριμένο είδος μου ταιριάζει, πράγμα που αποδείχτηκε λάθος. Γενικά δεν είναι καλό να ρίχνεις μουσική άγκυρα, το ταξίδι αυτό δεν τελειώνει ποτέ.
— Παράλληλα, έχετε και τη Fabrika Records, το προσωπικό σας label και «σπίτι» και άλλων σημαντικών σχημάτων όπως οι Lebanon Hanover, She Past Away, Tango Mangalore. Θέλετε να έχετε τα πάντα υπό τον έλεγχό σας;
Όχι μωρέ, δεν είμαστε control freaks, απλώς είναι πλέον αρκετά εύκολο να ιδρύσεις μια δισκογραφική και είπαμε να το δοκιμάσουμε. Εξάλλου, κανείς δεν θα αγαπήσει ποτέ το παιδί σου όσο εσύ ο ίδιος, οπότε αυτοεκδιδόμαστε και παράλληλα εκδίδουμε τη μουσική των φίλων μας.
Τόσο απλά ξεκίνησε η Fabrika, στην πορεία έτυχε κάποιες μπάντες πραγματικά να απογειωθούν, με τα δικά τους φτερά, χωρίς διαφήμιση, γνωριμίες, φράγκα, μάνατζερ, χωρίς καθόλου υποστήριξη από περιοδικά και το ραδιόφωνο, χωρίς εμφανίσεις σε μεγάλα, εμπορικά φεστιβάλ, κάτι που δεν έχει αλλάξει ως σήμερα, δέκα χρόνια μετά. Ευτυχώς υπάρχει το ίντερνετ και το καλό γούστο κάποιων ανθρώπων όσον αφορά την μουσική.
Το δίδαγμα της Fabrika ήταν πως εφόσον τα κατάφεραν οι μπάντες μας όχι απλά να επιβιώσουν αλλά και να αναδειχθούν ούσες έξω απο τις νόρμες τόσο της μουσικής βιομηχανίας όσο και της μαζικής κατανάλωσης, υπάρχει ελπίδα.
— Τι σημαίνει ο όρος DIY για εσάς;
Είναι στάση ζωής γιατί αν κάτι μπορείς να το κάνεις μόνος σου, και καλύτερα θα το κάνεις και δεν θα νιώθεις καμία υποχρέωση σε κάποιον άλλο. Δεν το απλοποιώ, ούτε ισχύει πάντα, ούτε το καταφέρνουν όλοι, κάποιες φορές όμως αξίζει να το δοκιμάσεις. Θέλει πιο πολύ κόπο και χρόνο αλλά θα χαρείς διπλά το αποτέλεσμα. Άλλες φορές δρας αναγκαστικά DIY λόγω έλλειψης επιλογών, όπως και να ‘χει, είναι μια μορφή ελευθερίας, είσαι αυτάρκης, δικές σου οι επιτυχίες, δική σου και η κατρακύλα.
— Πώς άλλαξε η ζωή σας από τη στιγμή που δημιουργήθηκαν οι Selofan; Πιστεύατε ότι η μουσική σας θα ταξίδευε σε όλο τον κόσμο;
Όχι, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν περιμέναμε, βασικά δεν περιμέναμε τίποτα γενικά. Το κάναμε για πάρτη μας, χωρίς κανέναν αυτοσκοπό, ο δαίμονας του ίντερνετ όμως φρόντισε να ταξιδέψει η μουσική μας και εμείς μαζί της παντού. Η ουσία του πράγματος για εμένα δεν είναι τα ταξίδια και τα πάρτι, γιατί και αυτά σε κουράζουν, τα βαριέσαι και κάποτε τελειώνουν εκ των πραγμάτων, αλλά η δημιουργική ενασχόληση με κάτι που αγαπώ στην καθημερινότητα μου, που με αποτρέπει από την αρνητική στάση που είχα παλιότερα απέναντι στη ζωή και στον εαυτό μου.
— Τι νέο να περιμένουμε από τους Selofan στο προσεχές μέλλον;
Είπαμε για τον νέο δίσκο και για το νόθο αδερφάκι των Selofan που κυοφορούμε, κατά τα άλλα θα περιμένετε το ένα και μοναδικό live που κάνουμε κάθε χρόνο στην Αθήνα και που και εμείς το περιμένουμε πάντα σαν να είναι η πρώτη φορά. Αυτήν τη φορά μάλιστα με διαφορά ακριβώς ενός έτους από το προηγούμενο. Ραντεβού στις 17 Δεκέμβριου στο Fuzz λοιπόν.
ΠΗΓΗ: LIFO