«Ήταν μεγάλη επιθυμία μας, εδώ και πολύ καιρό, να παίξουμε σε έναν σημαντικό χώρο στην Ελλάδα και γι’ αυτό είμαστε πολύ χαρούμενοι και περήφανοι για τη συναυλία μας στο Ηρώδειο. Παρά το γεγονός ότι δίνουμε πολλές συναυλίες στο εξωτερικό, οι οποίες έχουν μεγάλη ανταπόκριση, η Ελλάδα και το κοινό της είναι για μάς πάνω απ΄ όλα. Νιώθουμε όμως και ένα μεγάλο αίσθημα ευθύνης γιατί είμαστε η πρώτη μέταλ μπάντα που παίζει στο Ηρώδειο και με έναν τρόπο ανοίγουμε τις πόρτες και στους υπόλοιπους τους είδους μας. Θα σεβαστούμε απόλυτα τον χώρο και έχουμε προβλέψει ώστε η ένταση του ήχου να μην ξεπερνά τα επιτρεπτά όρια» λέει στο protothema.gr το ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος Σωτήρης Βαγενάς και προσθέτει: «Μάς χαροποίησε πολύ το γεγονός ότι όλα τα εισιτήρια για το Ηρώδειο εξαντλήθηκαν μέσα σε μία μόλις εβδομάδα. Ομολογώ πως δεν το περιμέναμε. Αυτό δείχνει ότι υπάρχει ένα δυναμικό κοινό που ακούει αυτή τη μουσική.»
Η αλήθεια είναι πως μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν αδύνατο για μια μέταλ μπάντα να πάρει άδεια για να παίξει στο Ηρώδειο ενώ ακόμη και σήμερα υπάρχουν φωνές που υποστηρίζουν πως αυτό το είδος μουσικής δεν ταιριάζει με αντίστοιχους χώρους: «Σίγουρα, σε μια μερίδα κόσμου, υπάρχει ακόμα προκατάληψη απέναντι στο είδος της μουσικής που παίζουμε γι’ αυτό και θεωρούν ότι δεν θα πρέπει να ακούγεται σε αρχαιολογικούς χώρους ή θέατρα με μεγάλη ιστορία. Η μουσική μας ωστόσο ούτε κατώτερη είναι ούτε προσβάλει. Είναι άδικο να βάζουμε ταμπέλες στη μουσική δημιουργία. Είναι καθαρά θέμα γούστου το εάν αρέσει σε κάποιον ή όχι. Δεν είναι τυχαίο πως μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν θα τολμούσαμε καν να ζητήσουμε το Ηρώδειο για συναυλία. Οι εποχές όμως αλλάζουν και είναι πολύ θετικό που οι άνθρωποι διευρύνουν τους ορίζοντές τους, αφήνουν πίσω τις φοβίες τους και βλέπουν την ουσία. Στη δική μας περίπτωση δηλαδή πιστεύω ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο για την παραχώρηση του Ηρωδείου το καλό όνομα και οι επιτυχίες που έχουμε κάνει έξω.»
Οι Septicflesh σχηματίστηκαν το 1990 από τους Σωτήρη Βαγενά, Σπύρο Αντωνίου και Χρήστο Αντωνίου, τρία νέα παιδιά που θέλησαν να εκφραστούν μουσικά μέσα από το death metal, έναν ήχο που ούτε ιδιαίτερα διαδεδομένος ήταν στην Ελλάδα ούτε μεγάλο κοινό διέθετε. Με το πέρασμα του χρόνου και στο πλαίσιο των μουσικών τους αναζητήσεων στράφηκαν στο «πάντρεμα» του σκληρού ροκ ήχου με τον συμφωνικό ακολουθώντας τη «συνταγή» που είχαν ήδη δοκιμάσει με επιτυχία μεγάλες ξένες ροκ μπάντες, προσθέτοντας όμως τα δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: «Αυτή η μπάντα φτιάχτηκε από τρεις ανθρώπους που είχαν εντελώς διαφορετικά ακούσματα αλλά και κάποια κοινά, όπως το ότι σε όλους μας άρεσαν πολύ τα σάουντρακ. Σε γενικές γραμμές δεν ήμασταν αυστηρά προσηλωμένοι στο μέταλ ούτε είχαμε παρωπίδες. Γι΄ αυτό εξάλλου και δεν περιοριστήκαμε στον σκληρό μέταλ ήχο αλλά τον συνδυάσαμε με άλλα στοιχεία, όπως ο συμφωνικός ήχος αλλά και κάποια παραδοσιακά όργανα. Είναι γνωστό έξαλλου πως και στο παρελθόν πολλές γνωστές ροκ μπάντες είχαν αποδώσει τα τραγούδια του με κλασικό ήχο. Αυτές τις επιρροές χρησιμοποιήσαμε και τις φέραμε στα δικά μας μέτρα με στόχο να δημιουργήσαμε κάτι που να αρέσει, πρώτα απ’ όλα, σε εμάς τους ίδιους. Επειδή αποτελεί πεποίθησή μας πως κάθε συνθέτης οφείλει να δίνει κάτι καινούργιο, το να αντιγράψουμε κάτι που ήδη υπήρχε δεν ήταν στις προθέσεις μας. Εμείς υιοθετήσαμε κάποιες λογικές που δεν συμβαδίζουν με αυτές μιας ροκ μπάντας. Τα είδαμε όλα με βάση τη μουσική. Μάς αρέσει πολύ για παράδειγμα να χρησιμοποιούσε παραδοσιακά όργανα, όπως για παράδειγμα το μπουζούκι, γιατί νιώθουμε ότι δίνουν κάτι προσιτό και ανθρώπινο. Πολλοί στίχοι μας, εξάλλου, βασίζονται στην μυθολογία οπότε δένουν πολύ με αυτά τα όργανα» μάς εξηγεί ο Σωτήρης Βαγενάς.
Προφανώς και το να βγει η δουλειά τους προς τα έξω δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η ποιότητα και η πρωτοτυπία του ήχου τους ωστόσο, σε συνδυασμό με κάποιες καλές συνεργασίες στο εξωτερικό άνοιξε τον δρόμο τους προς τα μεγάλα ακροατήρια: «Όταν ξεκινήσαμε εμείς, τη δεκαετία του ‘90, τα πράγματα ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Δεν υπήρχαν υποδομές αλλά ούτε και πολλές μπάντες που να ενδιαφέρονται γι’ αυτή τη μουσική. Για το συγκεκριμένο μουσικό είδος, οι Έλληνες μουσικοί, είναι αναγκασμένοι να απευθύνονται στο εξωτερικό καθώς εκεί υπάρχει μεγαλύτερο κοινό. Η εξωστρέφεια δηλαδή είναι επιβεβλημένη και αναγκαία. Επίσης στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά παραδείγματα καλλιτεχνών που πρώτα πετυχαίνουν έξω και μετά μέσα. Κι εμείς αν δεν πετυχαίναμε στο εξωτερικό, εδώ δεν θα είχαμε καμία ελπίδα. Ήταν βεβαίως δύσκολο να καταφέρουμε να φέρουμε τη δουλειά μας σε επαφή με το ξένο κοινό αλλά σταδιακά τα καταφέραμε. Αποδείχτηκε ότι η μουσική μας αγγίζει αρκετούς ανθρώπους και κάπως έτσι άρχισαν να ανοίγουν οι δρόμοι. Είναι πολύ ευχάριστο για μάς να έχουμε δημιουργήσει μια στενή σχέση με ανθρώπους από το εξωτερικό. Αναμφισβήτητα σού δίνει μεγάλη ικανοποίηση το να σε παίρνουν ξένοι ακροατές και να σού λένε πως η μουσική σου τούς έχει βοηθήσει σε δύσκολες φάσεις της ζωής τους.»
Όσο για το πρόγραμμα που έχουν ετοιμάσει για το Ηρώδειο, αυτό, όπως ο ίδιος μάς αποκαλύπτει, είναι ειδικά σχεδιασμένο για τον συγκεκριμένο χώρο, δίνει έμφαση στο ορχηστρικό κομμάτι της δουλειά τους ενώ θα περιλαμβάνει και κάποια ακυκλοφόρητα κομμάτια που συνέθεσε ο Χρήστος Αντωνίου για το Mandragora, ένα νέο βιντεοπαιχνίδι το οποίο θα κυκλοφορήσει σύντομα.
Την 60μελή Κρατική Ορχήστρα Αθηνών θα διευθύνει ο Ολλανδός μαέστρος Koen Schoots, θα συμμετάσχει το φωνητικό σύνολο Libro Coro ενώ προσκεκλημένοι καλλιτέχνες θα είναι η Fany Melfi και ο Vahan Galstyan.