Γέννημα – θρέμμα της Κωνσταντινούπολης, εντάχθηκε από νεαρής ηλικίας στον μοναχισμό. Στο πατριαρχικό θρόνο ανήλθε το 893, διαδεχόμενος τον Στέφανο Α’, αδελφό του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού. Σημαντικό ρόλο στην ανάρρησή του έπαιξε ο πανίσχυρος αξιωματούχος του Βυζαντίου και μετέπειτα πεθερός του αυτοκράτορα, Στυλιανός Ζαούτσης, ο οποίος είχε διακρίνει τα προσόντα και τις ικανότητες του Αντωνίου σε μια εποχή που μαίνονταν οι θρησκευτικές έριδες, μεταξύ των οπαδών δύο πρώην πατριαρχών, του Φωτίου και του Ιγνατίου.
Ο Αντώνιος εργάστηκε με ζήλο για την αποκατάσταση της ειρήνης στην Εκκλησία με την συμφιλίωση των οπαδών του Φωτίου και του Ιγνατίου. Διακρίθηκε για την ευσέβεια και το φιλανθρωπικό του έργο, περιερχόμενος μέχρι βαθέως γήρατος πεζή στις φτωχογειτονιές της Βασιλεύουσας. Χαρακτηριστικό το δίστιχο από το έμμετρο χρονικό του Ευφραιμίου (13ος αι.) : «’Οσιος ανήρ, αρεταίς εστεμμένος/οίκτου ναός, άντικρυς αγαθωσύνη».
Ο Αντώνιος απεδήμησεν εις Κύριον στις 12 Φεβρουαρίου 901. Τον «Επιτάφιόν του» συνέγραψε ο Νικηφόρος ο Φιλόσοφος και την βιογραφία του ο Νικηφόρος Γρηγοράς, η οποία διασώζεται σε λατινική μετάφραση.