Τα φώτα σβήνουν, μια ανάσα πριν αρχίσει η παράσταση. Κάποιος γελάει νευρικά, κάποιος άλλος ψάχνει το κινητό του να το βάλει στο αθόρυβο. Και μετά σιωπή. Μια σιωπή που σβήνει την ένταση πριν γεμίσει ο χώρος φωνές, σώματα, βλέμματα. Το θέατρο στην Αθήνα δεν είναι απλώς τέχνη, είναι εμπειρία. Και το πιο εντυπωσιακό είναι πως ποτέ άλλοτε δεν το ζούσαμε με τόση ένταση όσο τώρα. Το θέατρο σε αυτή την πόλη είναι πολύ περισσότερο από «έξοδος». Είναι ανάγκη. Ένα συλλογικό ραντεβού με τον εαυτό μας, τους διπλανούς μας, με πάνω από 1.500 παραγωγές κάθε φθινόπωρο.


Στην εποχή των sold out
Με 400 συνεχόμενα sold out και 150.000 θεατές, «Το πάρτι της ζωής μου» της Ελένης Ράντου είναι ένα θεατρικό φαινόμενο που συνεχίζει για 4η χρονιά, αγγίζοντας τα όρια του μύθου ενώ τον προηγούμενο χειμώνα όλη η πόλη «κυνηγούσε» την παράσταση-φαινόμενο «Goodbye Lindita» του Μάριο Μπανούσι με τα εισιτήρια του 2ου κύκλου να έχουν εξαφανιστεί από τα πρώτα λεπτά της προπώλησης. Το κοινό δείχνει μια πρωτόγνωρη ανυπομονησία. Κάτι έχει αλλάξει, πράγματι. Το αθηναϊκό κοινό δεν πάει πια θέατρο για να «δει μια καλή παράσταση». Πάει για να νιώσει. Για να συγκινηθεί, να θυμώσει, να γελάσει, να φύγει λίγο διαφορετικός απ’ ό,τι μπήκε. Σε μια εποχή που όλα προβάλλονται μέσα από οθόνες, η σκηνή είναι το τελευταίο μέρος όπου μπορείς να βιώσεις κάτι αληθινά ζωντανό.
“Το κοινό δείχνει μια πρωτόγνωρη ανυπομονησία. Η ανάγκη για ζωντανή εμπειρία μετά τα χρόνια της πανδημίας έχει μετατραπεί σε σταθερή συνήθεια, και αυτό φαίνεται στις προπωλήσεις που ανοίγουν ολοένα και νωρίτερα. Αν πέρσι το έκαναν οι περισσότερες μεγάλες παραγωγές, φέτος το βλέπουμε σχεδόν σε όλο το φάσμα, από εμπορικές μέχρι πιο καλλιτεχνικές” εκτιμάει ο κ. Βαγγέλης Βλασσόπουλος της Prime Entertainment με μερικές από τις πιο επιτυχημένες παραγωγές στα Αθηναϊκά θέατρα. Και συμπληρώνει: «Η περίοδος του COVID είχε κι ένα θετικό αποτέλεσμα: εκπαίδευσε το κοινό να λειτουργεί ψηφιακά και πιο ευέλικτα. Οι θεατές έχουν μάθει ότι αν κάτι τους τύχει, μπορούν να διαθέσουν τα εισιτήριά τους σε φίλους ή μέσω κοινωνικών δικτύων. Αυτή η αίσθηση ελευθερίας έκανε τον κόσμο πιο θαρραλέο στο να κλείνει εισιτήρια νωρίς, κι έτσι φτάσαμε στο φαινόμενο των διαδοχικών sold out, πολλές φορές πριν καν γίνει η πρεμιέρα».


Οι παραστάσεις γεμίζουν, τα εισιτήρια εξαφανίζονται
Υπάρχει βέβαια κι ένας πιο απλός αλλά ουσιαστικός λόγος: έχουμε υπερβολικά πολλούς και καλούς ηθοποιούς, εξαιρετικά νέα σχήματα, σκηνές σε υπόγεια, ταράτσες και παλιά συνεργεία και μια κοινότητα που δεν σταματά να πειραματίζεται. Το αθηναϊκό θέατρο έχει σε μεγάλο βαθμό το DNA της πόλης, είναι ανοιχτό, αντιφατικό, πεισματάρικο, υπερπαραγωγικό και αυτοσχέδιο μαζί. Κι αυτό κάνει το κοινό να επιστρέφει, όχι από υποχρέωση, αλλά γιατί κάθε φορά πιστεύει ότι θα ανακαλύψει κάτι καινούργιο για τη ζωή του. Τα φαινόμενα τελικά δεν απατούν, οι παραστάσεις γεμίζουν, οι σκηνές φυτρώνουν παντού. Από την Κυψέλη μέχρι το Μεταξουργείο, από τη Νέα Σμύρνη μέχρι το Χαλάνδρι, κάθε βράδυ παίζονται δεκάδες ιστορίες, σαν να έχει όλη η πόλη αποφασίσει να ανέβει στη σκηνή.
Ενα απροσδόκητα νεανικό κοινό
Στην καρδιά αυτής της αναγέννησης βρίσκεται μια νέα γενιά δημιουργών που δουλεύει με φαντασία, πάθος και μηδενικό budget. Νέοι σκηνοθέτες που μετατρέπουν ένα γκαράζ σε παράδεισο, ομάδες που γράφουν δικά τους έργα, καλλιτέχνες που μπλέκουν τη μουσική, τον χορό και το βίντεο, ψάχνοντας συνεχώς νέες γλώσσες. Το θέατρο της ανακάλυψης είναι η Αθήνα των μικρών σκηνών, όχι της συνήθειας. Και το κοινό; 20άρηδες και 30άρηδες γεμίζουν τις αίθουσες, κάνουν κράτηση για παραστάσεις μήνες πριν, μοιράζονται stories από θέατρα αντί για μπαρ. Δεν περιμένουν να δουν μια παράσταση “από στόμα σε στόμα. Ο κ. Βλασσόπουλος συμφωνεί και συμπληρώνει: «Ενημερώνονται γρήγορα, ακολουθούν τους καλλιτέχνες στα social media, αποφασίζουν άμεσα και αγοράζουν ηλεκτρονικά. Τηλεφωνικές κρατήσεις και ουρές στα ταμεία έχουν πια σχεδόν εκλείψει».



«Είναι το νέο μας ραντεβού», λέει γελώντας η 27χρονη Ελένη, φανατική θεατρόφιλη. «Δεν πάμε για να δούμε κάτι συγκεκριμένο. Πάμε για να ζήσουμε κάτι μαζί». Ο φίλος της Δημήτρης, 34 ετών συμπληρώνει: «Εκεί νιώθω ότι κάτι συμβαίνει στ’ αλήθεια, δεν υπάρχει φίλτρο ή οθόνη. Μόνο άνθρωποι που ιδρώνουν μπροστά σου και προσπαθούν να πουν κάτι με πάθος». Ίσως τελικά αυτή να είναι η πιο ουσιαστική απάντηση στο γιατί το θέατρο ανθεί στην Αθήνα: γιατί μέσα από τα λόγια των άλλων, ξαναβρίσκουμε τη δική μας φωνή. Γιατί στις ιστορίες που εκτυλίσσονται μπροστά μας, θυμόμαστε τη δική μας.



Μερικές φορές βγαίνοντας από το θέατρο, νιώθουμε ότι κάτι άλλαξε χωρίς να μπορούμε να το καθορίσουμε. Ίσως να μην είναι καν η παράσταση αλλά το ότι για δύο ώρες ήμασταν εκεί, παρόντες. Σε μια πόλη που όλο και πιο συχνά λειτουργεί στο fast forward, το θέατρο είναι το pause. Το βλέμμα, η ανάσα, η σιωπή. Όλα αυτά που δεν μετριούνται, αλλά μας κρατούν ανθρώπινους.
Δοκιμάστε σήμερα κιόλας να μπείτε στις πλατφόρμες εισιτηρίων, αν δεν έχετε ήδη μπει. Θα διαπιστώσετε έκπληκτοι, ότι ακόμα και πολλές νέες παραστάσεις, διαθέτουν λίγα μεμονωμένα εισιτήρια και σύντομα καθόλου. Και κάπως έτσι, τα εισιτήρια εξαφανίζονται πριν καν ξεκινήσει η πρόβα. Γιατί πολύ απλά το θέατρο στην Αθήνα δεν είναι διασκέδαση. Είναι ανάσα.


