Στην Πάτρα, στο πλαίσιο του προγράμματος «Σπίτι μου 2», διατίθενται προς πώληση κατοικίες κατασκευασμένες το 1985, οι οποίες απαιτούν εκτεταμένες ανακαινίσεις, προσθέτοντας σημαντικό κόστος στους αγοραστές. Η τιμή τους ανέρχεται στα 1.420 ευρώ/τ.μ. και αφορά κυρίως διαμερίσματα 2ου ορόφου με επιφάνεια έως 78 τ.μ., σύμφωνα με έρευνα της Resolute Cepal Greece.
Λόγω του προγράμματος, πλέον η ηλικία των διαθέσιμων κατοικιών αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την τελική επιλογή, με την Πάτρα να βρίσκεται πάντως κάτω από Καλαμάτα, Ηράκλειο, Ιωάννινα και Καβάλα, όπου οι μέσες τιμές προσεγγίζουν τα 1.500 ευρώ/τ.μ.
Η έρευνα δίνει έμφαση σε περιοχές όπου το οικιστικό απόθεμα είναι σχετικά νεότερο, με βάση το μέσο έτος κατασκευής των διαθέσιμων ακινήτων. Στόχος της ανάλυσης της Resolute Cepal Greece είναι ο εντοπισμός ευκαιριών αγοράς κατοικιών που είναι πιο σύγχρονες, λειτουργικές και, πιθανώς, σε καλύτερη κατάσταση συντήρησης, όπως επισημαίνει.
Τα αποτελέσματα της έρευνας βασίζονται στα διαθέσιμα ακίνητα επικαιροποιημένης βάσης δεδομένων τα οποία πληρούν τα κριτήρια του προγράμματος, βάσει αγγελιών σε περιοχές με τουλάχιστον 100 καταγεγραμμένα διαθέσιμα ακίνητα.
Η έρευνα επικεντρώνεται σε ενδεικτικές συνοικίες του Δήμου Αθηναίων, δημοτικές ενότητες στην Περιφέρεια Αττικής με το νεότερο οικιστικό απόθεμα, ενδεικτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, δήμους εντός της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης με το νεότερο οικιστικό απόθεμα, και ενδεικτικούς δήμους στην υπόλοιπη Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και η Πάτρα. Η μέση τιμή ανά τ.μ. δίνει μια ενδεικτική εικόνα του κόστους αγοράς στην εκάστοτε περιοχή και η χρονική περίοδος κατασκευής των ακινήτων που είναι διαθέσιμα παρέχει μια εικόνα της ηλικίας του οικιστικού αποθέματος, ενώ αντικατοπτρίζει και το μέγεθος των κατοικιών που είναι διαθέσιμες με αριθμό τετραγωνικών μέτρων ανά ακίνητο. Τέλος, καταγράφει τον μέσο όροφο, μια ένδειξη για την κατανομή εντός πολυκατοικιών.
Στον Δήμο Αθηναίων, παρουσιάζουμε ενδεικτικά κάποιες συνοικίες. Τα περισσότερα διαθέσιμα ακίνητα προέρχονται από τη δεκαετία του 1970, με τη μέση επιφάνεια των κατοικιών να κυμαίνεται κυρίως μεταξύ 65 και 75 τ.μ.
Στην Ανατολική Αττική οι δημοτικές ενότητες με το νεότερο οικιστικό απόθεμα διαθέτουν μέσο έτος κατασκευής από το 1994 έως το 1998, με τα πιο πρόσφατα ακίνητα να εντοπίζονται στο Κορωπί.
Στον Βόρειο Τομέα Αθηνών, οι δημοτικές ενότητες με το νεότερο οικιστικό απόθεμα διαθέτουν κατοικίες με μέσο έτος κατασκευής από το 1982 έως το 1991, με τα πιο πρόσφατα ακίνητα να εντοπίζονται στα Μελίσσια.
Στον Κεντρικό Τομέα Αθηνών, οι δημοτικές ενότητες με το νεότερο οικιστικό απόθεμα διαθέτουν κατοικίες με μέσο έτος κατασκευής από το 1977 έως το 1981, με τα πιο πρόσφατα ακίνητα να εντοπίζονται στο Γαλάτσι.
Στον Νότιο Τομέα Αθηνών, οι δημοτικές ενότητες με το νεότερο οικιστικό απόθεμα διαθέτουν κατοικίες με μέσο έτος κατασκευής από το 1978 έως το 1983, με τις πιο πρόσφατες να εντοπίζονται στη Γλυφάδα.
Στον Πειραιά, οι δημοτικές ενότητες με το νεότερο οικιστικό απόθεμα διαθέτουν κατοικίες με μέσο έτος κατασκευής από το 1982 έως το 1987, με τα πιο πρόσφατα ακίνητα να εντοπίζονται στο Πέραμα.
Στον Δήμο Θεσσαλονίκης, το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου οικιστικού αποθέματος προέρχεται από τη δεκαετία του 1970.
Στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης, οι δήμοι με το νεότερο οικιστικό απόθεμα διαθέτουν κατοικίες με μέσο έτος κατασκευής από το 1994 έως το 2001, με τα πιο πρόσφατα ακίνητα να εντοπίζονται στο Ωραιόκαστρο και στη Θέρμη.
Οι ενδεικτικοί δήμοι στην υπόλοιπη Ελλάδα, εκτός από την Πάτρα, διαθέτουν κατοικίες με μέσο έτος κατασκευής από το 1982 έως το 1992, με τα νεότερα ακίνητα να εντοπίζονται στην Ξάνθη (1992). Οι τιμές ανά τ.μ. κυμαίνονται από 1.080 ευρώ/τ.μ. (Κατερίνη, Σέρρες) έως 1.830 ευρώ/τ.μ. (Καλαμάτα), ενώ η μέση επιφάνεια των κατοικιών κυμαίνεται μεταξύ 78 και 97 τ.μ. Οι περισσότερες κατοικίες είναι στον 2ο όροφο. Οι πόλεις αυτές συγκεντρώνουν σχετικά νεότερο και πιο ευρύχωρο οικιστικό απόθεμα σε προσιτές τιμές, αποτελώντας εναλλακτικές επιλογές για όσους αναζητούν στέγαση εκτός των δύο μεγάλων αστικών κέντρων.

