Ιδιοφυής συνθέτης και πρωτοπόρος δημιουργός που άνοιξε νέους δρόμους στο ροκ της δεκαετίας του ‘70, όχι μόνο σε εγχώριο αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ερμηνευτής με μια φωνή αγγελική που μάγευε. Στιχουργός κάποιων από τα γνωστότερα τραγούδια των θρυλικών Poll μέσα από τους κόλπους των οποίων μάς συστήθηκε. Αλλά και άνθρωπος βαθιά απορροφημένος από την τέχνη του, πολέμιος του μέτριου και των δημοσίων σχέσεων, αρκετά απομονωμένος και ενίοτε, όπως ο ίδιος παραδεχόταν, αυτοκαταστροφικός. Το μόνο σίγουρο είναι πως η ζωή του Σταύρου Λογαρίδη, που έφυγε σήμερα στα 69 του χρόνια χτυπημένος από καρκίνο, ήταν γεμάτη διακυμάνσεις, επαγγελματικές και προσωπικές, οι οποίες αναμφισβήτητα επηρέασαν την καριέρα του. Μια διαδρομή που σημαδεύτηκε, μεταξύ άλλων, από μια σκληρή διαμάχη με έναν φίλο του μουσικό αλλά και διεθνούς φήμης Έλληνα καλλιτέχνη, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Ήταν το 1975 όταν ακούστηκε για πρώτη φορά το κομμάτι του «Μενεξεδένια Πολιτεία» στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά που βασιζόταν σε ένα μυθιστόρημα του Άγγελου Τερζάκη. Ο Σταύρος Λογαρίδης, όντας ήδη γνωστός από την συνεργασία του με τους Poll αλλά και τους Ακρίτας, με τους οποίους κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ που συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο προοδευτικά διεθνώς, διατηρούσε στενή σχέση με τον σκηνοθέτη της σειράς, Κώστα Φέρρη ο οποίος του ζήτησε να κάνει το σάουντρακ. Το εντυπωσιακό ομολογουμένως ορχηστρικό αυτό κομμάτι, διάρκειας τριών περίπου λεπτών, θα συμπεριληφθεί, αρκετά χρόνια αργότερα, σε έναν ορχηστρικό άλμπουμ με τίτλο «Alchemy» που ηχογραφήθηκε το 1985 στο Λονδίνο, με τον αγγλικό τίτλο «City of Violets».
Στο μεταξύ ο Βαγγέλης Παπαθανασίου είχε ήδη κερδίσει, από τον Μάρτιο του 1982, το Όσκαρ Καλύτερης Μουσικής για το σάουντρακ της ταινίας «Chariot of Fire» («Οι δρόμοι της φωτιάς»), ένα επίσης ορχηστρικό άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 1981 και σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία στις ΗΠΑ. Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Hugh Hudson, και ο παραγωγός της, David Puttnam, ζήτησαν από τον διεθνή Έλληνα συνθέτη για γράψει τη μουσική για τη νέα ταινία που ετοίμαζαν και η οποία αναφερόταν στην άμιλλα και το ολυμπιακό ιδεώδες μέσα από την πραγματική ιστορία των Eric Liddell και Harold Abrahams στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 . Αρχικά, μάλιστα ο σκηνοθέτης τού προτείνει να χρησιμοποιήσουν ένα παλαιότερο μουσικό θέμα που είχε γράψει λίγα χρόνια νωρίτερα για την ταινία του Frédéric Rossif «Opéra Sauvage» (1979). Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου παρόλα αυτά παραδίδει, λίγο πριν τη λήξη της χρονικής προθεσμίας που είχε, και μία ακόμη, νέα σύνθεση, καλώντας τους δημιουργούς της ταινίας να επιλέξουν. Εν τέλει χρησιμοποιήθηκε, στην έναρξη αλλά και στο φινάλε της ταινίας, το νέο μουσικό θέμα το οποίο αρχικά είχε τίτλο «Titles» Η δισκογραφική εταιρεία, ωστόσο, βλέποντας την επιτυχία της ταινίας αλλά και τη δυναμική του κομματιού το επανακυκλοφορεί σαν «Chariots Of Fire», προκειμένου να γίνει πιο αναγνωρίσιμο στο κοινό. Ο σκοπός επετεύχθη και με το παραπάνω καθώς το κομμάτι αυτό σκαρφάλωσε στην πρώτη θέση των αμερικανικών τσαρτ, όταν επανακυκλοφόρησε ως σίνγκλ, το 1989, εκτοπίζοντας μάλιστα το εμβληματικό «I Love Rock ‘n’ Roll» των Joan Jett and the Blackhearts και παραμένοντας μέχρι σήμερα το μοναδικό κομμάτι Έλληνα καλλιτέχνη που βρέθηκε στο Νο 1 των ΗΠΑ!
Έμελλε η μουσική αυτή σύνθεση να αποτελέσει την αιτία μιας μεγάλης δικαστικής διαμάχης καθώς ο Σταύρος Λογαρίδης κατηγόρησε τον Βαγγέλη Παπαθανασίου για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας ισχυριζόμενος πως η μουσική των «Δρόμων της φωτιάς» ήταν κλεμμένη από την «Μενεξεδένια Πολιτεία» την οποία είχε στείλει ο ίδιος πολύ πριν γράψει το μουσικό θέμα της βραβευμένης με τέσσερα Όσκαρ ταινίας.
Η πολύκροτη δίκη που πραγματοποιήθηκε το 1987 σε αγγλικό δικαστήριο εξελίχθηκε σε μάχη όχι μόνον μεταξύ δύο Ελλήνων καλλιτεχνών αλλά και δύο δισκογραφικών γιγάντων, της EMI και της Warner. Ήταν μια δίκη γεμάτη εντάσεις αλλά και εκπλήξεις με κορυφαία την επιλογή του Βαγγέλη Παπαθανασίου να φέρει εντός της δικαστικής αίθουσας τα μουσικά του «εργαλεία», μεταξύ των οποίων πλήκτρα, ενισχυτές κ.α. προκειμένου να αποδείξει τον αυτοσχεδιαστικό τρόπο με τον οποίο συνθέτει τα έργα του.
Η απόφαση θα βγει έναν μήνα αργότερα δικαιώνοντας τον Βαγγέλη Παπαθανασίου με το σκεπτικό ότι «αν και δεν ήταν απίθανο να έχει ακούσει το κομμάτι του Λογαρίδη κανείς δεν μπορεί να αποδείξει αν το αντέγραψε συνειδητά ή ασυνείδητα». Ο Σταύρος Λογαρίδης, απογοητευμένος, αποφασίζει να μην προχωρήσει τη δικαστική διαμάχη και δεν κάνει έφεση.
Η διετής αυτή περιπέτεια όμως αποδείχτηκε ως μια από τις πιο σκοτεινές – αν όχι η πιο σκοτεινή – περίοδος της ζωής του. Από τότε για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα κλείνεται στον εαυτό του, αποφεύγει τις ζωντανές εμφανίσεις,εθίζεται στα ναρκωτικά από τα οποία όμως θα καταφέρει αργότερα να απεξαρτηθεί. Έπρεπε όμως να ξεκινήσει και πάλι από την αρχή…