Η ελληνική αγορά ακινήτων, μετά από σχεδόν οκτώ χρόνια συνεχούς ανόδου, φαίνεται να μπαίνει σε φάση στασιμότητας, με την πολυαναμενόμενη διόρθωση να καθίσταται πλέον όχι απλώς πιθανή, αλλά μάλλον αναπόφευκτη.
Η εκρηκτική άνοδος των τιμών τα τελευταία χρόνια έχει φέρει τους πολίτες σε οριακή κατάσταση, καθώς η συνεχής αύξηση των τιμών ενοικίων και ακινήτων γίνεται ολοένα και πιο δυσβάσταχτη. Ταυτόχρονα, η αγορά ακινήτων δείχνει να παρουσιάζει ενδείξεις υπερθέρμανσης και στασιμότητας.
Η στεγαστική κρίση στην Ελλάδα έχει βαθιές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Η ενοικίαση έχει εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες επιβαρύνσεις για τα νοικοκυριά, με τις τιμές των ενοικίων να αυξάνονται συνεχώς, συχνά σε επίπεδα που πολλοί θεωρούν υπερβολικά, ακόμη και για παλιά και μικρά ακίνητα.
Στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως χώρα που βιώνει «κρίση προσιτότητας της κατοικίας». Η Κομισιόν επισημαίνει την ανάγκη για μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα περιλαμβάνει τη χαρτογράφηση των διαθέσιμων κατοικιών και των στεγαστικών αναγκών, λαμβάνοντας υπόψη τις περιφερειακές διαφοροποιήσεις. Μόνο έτσι θα επιτευχθεί η οικονομικά προσιτή στέγαση και θα αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που προκύπτουν από την υπάρχουσα κατάσταση.
Παρόλα αυτά, οι πολιτικές που εφαρμόζονται μέχρι σήμερα, όπως τα προγράμματα «Σπίτι μου Ι και ΙΙ» και η επιδότηση ενοικίου που αναμένεται να ξεκινήσει το Νοέμβριο του 2025, έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα. Οι λύσεις αυτές είναι αποσπασματικές και δεν επαρκούν για να ανακόψουν την ταχεία άνοδο των τιμών και την επιδείνωση των στεγαστικών συνθηκών. Αντιθέτως, η αγορά ακινήτων συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από αυξημένες τιμές, με την τετραετία 2021-2025 να καταγράφει αύξηση 22,6% στις τιμές κατοικιών και 21,5% στα ενοίκια, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.
Ένα ακόμη ανησυχητικό φαινόμενο είναι η αύξηση των ανείσπρακτων ενοικίων, που το 2024 ανέβηκαν κατά 23%, γεγονός που καταδεικνύει τις αυξανόμενες δυσκολίες των νοικοκυριών να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Αυτό το φαινόμενο αναδεικνύει την ευρύτερη κοινωνική κρίση που συνοδεύει τη στεγαστική κατάσταση και τις συνέπειες της στην καθημερινότητα και την ευημερία των πολιτών. Παράλληλα, η πτώση της ιδιοκατοίκησης, που μειώθηκε από 84,6% το 2005 σε μόλις 69,6% το 2023, δείχνει την αυξανόμενη εξάρτηση από την ενοικίαση. Αυτή η τάση, σε συνδυασμό με το περιορισμένο διαθέσιμο απόθεμα κατοικιών, δημιουργεί μια εκρηκτική κατάσταση. Η αγορά ακινήτων αντιμετωπίζει έλλειμμα περίπου 200.000 κατοικιών, το οποίο δεν καλύπτεται ούτε από την απουσία νέων οικοδομικών αδειών, οι οποίες επηρεάστηκαν από την απόφαση του ΣτΕ για τον νέο Οικοδομικό Κανονισμό.
Τα στοιχεία της Eurostat για το 2024 δείχνουν ότι οι Έλληνες δαπανούν το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για τη στέγαση, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο που κυμαίνεται γύρω στο 19,2%. Ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο η τάση αυτή παρουσιάζει μείωση, στην Ελλάδα καταγράφεται αύξηση, γεγονός που δείχνει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της κρίσης.