Του Αλέξανδρου Καλλέργη

Υπάρχει μια αίσθηση, διάχυτη και επίμονη, που διαπερνά την κοινωνική και πνευματική μας ζωή: Η Ελλάδα, παρά την πρόοδο των τελευταίων δεκαετιών, πάσχει από μια βαθιά ποιοτική υποχώρηση. Κάτι ουσιώδες χάθηκε στον δρόμο από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Αυτό που βιώνουμε δεν είναι παρά μια «Στείρα Εποχή», όπου οι γεννήσεις μεγάλων ιδεών και μεγάλων προσωπικοτήτων έχουν αντικατασταθεί από την αναπαραγωγή της μετριότητας. Αυτή η κρίση είναι διττή και αλληλένδετη: πλήττει εξίσου τον Πολιτισμό και την Πολιτική.

Υπήρξε κάποτε η εποχή των γιγάντων. Τότε, η ελληνική τέχνη και σκέψη καθόριζαν, δεν καθορίζονταν. Η λογοτεχνία μας είχε το μέγεθος των Νομπελιστών Σεφέρη και Ελύτη, ανθρώπων που με το έργο τους διαμόρφωσαν την ταυτότητα του σύγχρονου Έλληνα. Ήταν μια εποχή όπου η τέχνη δεν ήταν απλώς ψυχαγωγία, αλλά πνευματική αναγκαιότητα. Η μουσική δεν ήταν προϊόν, αλλά κοινός τόπος, με τραγούδια-ποιήματα που άντεξαν στον χρόνο, σεβάστηκαν τη γλώσσα και την ψυχή μας και ένωσαν γενιές κάτω από έναν κοινό πολιτιστικό θόλο.

Σήμερα, βλέπουμε την αντικατάσταση της τέχνης από το φτηνό λαϊκό μίας χρήσης, τη μουσική φούσκα που ξεφουσκώνει την επόμενη εβδομάδα. Βλέπουμε τους τράπερς που, στη συντριπτική τους πλειονότητα, δεν παράγουν παρά μόνο μια χύδην μίμηση ξένων προτύπων. Πιθηκίζουν χωρίς αυθεντικότητα και χωρίς τη δημιουργική δύναμη να παραγάγουν δικό τους πολιτιστικό λόγο. Η ταχύτητα της πληροφορίας και η ανάγκη για άμεσο κλικ θυσίασαν το βάθος στον βωμό του εύκολου εντυπωσιασμού.

Και η απώλεια δεν αφορά μόνο τις υψηλές τέχνες. Αφορά την ίδια την αισθητική του δημόσιου χώρου μας, τη διαρκή υποβάθμιση του περιβάλλοντός μας. Παλαιότερα, ακόμη και οι φανοστάτες σε μια πόλη είχαν τη δική τους αρχιτεκτονική αξία, ήταν έργα τέχνης που έφερναν την ιστορία στο σήμερα. Τα πανέμορφα νεοκλασικά κτίρια, που έδιναν χαρακτήρα και ταυτότητα στις πόλεις μας, αντικαταστάθηκαν όλως περιέργως από ακαλαίσθητα κτίρια και πολυκατοικίες, μετατρέποντας τον αστικό ιστό σε ένα απρόσωπο και συχνά άσχημο περιβάλλον. Οι πόλεις έχασαν τη φυσιογνωμία τους, έχασαν την ψυχή τους.

Η δική μας Πάτρα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας πόλης που, αντί να αναδεικνύει τον ιστορικό της πλούτο, τον θάβει κάτω από την άχρωμη και βιαστική «ανάπτυξη», θυσιάζοντας την ομορφιά για την ευκολία. Η αισθητική έχει εκλείψει από τον δημόσιο διάλογο και την κρατική παρέμβαση.

Αυτή η υποχώρηση του πολιτισμού αντανακλά και καθορίζεται από την υποχώρηση της πολιτικής. Υπήρξε μια εποχή που η Ελλάδα παρήγαγε ηγεσίες με ιστορικό βάρος και προσωπικό ανάστημα. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος Κυβερνήτης του ελληνικού κράτους, τιμάται ακόμη και σήμερα στην Ελβετία για το έργο και την προσφορά του, την ώρα που στην ίδια του την πατρίδα αντιμετωπίζεται συχνά με αδιαφορία ή λήθη. Ο Νικόλαος Πλαστήρας, πρώην Πρωθυπουργός, αρνήθηκε ακόμη και την εγκατάσταση τηλεφώνου στο σπίτι του, με το σκεπτικό ότι οι περισσότεροι Έλληνες δεν είχαν, επιλέγοντας τη λιτότητα και το προσωπικό ήθος αντί της εξουσίας και των προνομίων. Ο Ιωάννης Μεταξάς, με όλες τις ιστορικές και πολιτικές αντιφάσεις της εποχής του, είπε το ιστορικό «Όχι» και έγραψε μια λαμπρή σελίδα στην ιστορία της χώρας, σε μια στιγμή που η εθνική αξιοπρέπεια απαιτούσε καθαρή στάση και θάρρος.

Σε αυτή τη διαδρομή ιστορικών μεγεθών εντάσσεται και μια μορφή που σημάδεψε καθοριστικά τη σύγχρονη Ελλάδα. Το μέγεθος του Ανδρέα Παπανδρέου δεν ήταν απλώς εγχώριο. Ήταν μια παγκόσμια προσωπικότητα. Μιλούσε ως ίσος με τους ηγέτες του κόσμου, χάρασσε πολιτική με ορίζοντα στο μέλλον, είχε όραμα για την κοινωνική δικαιοσύνη και το εθνικό συμφέρον και διεκδικούσε το δίκαιο της χώρας, αναγνωρίζοντας παράλληλα τον ρόλο της στην περιοχή. Η πολιτική τότε είχε στρατηγική αυτονομία και φωνή.

Σήμερα, η χώρα σέρνεται πίσω από τις λεγόμενες «μεγάλες» δυνάμεις. Και το τραγικό είναι ότι ούτε αυτές διαθέτουν πλέον τους αντίστοιχους ηγέτες του παρελθόντος. Παρ’ όλα αυτά, οι σημερινοί μέτριοι ηγέτες τους δεν μας υπολογίζουν καν, ακριβώς επειδή η δική μας ηγεσία είναι εξίσου μέτρια, άτολμη, ανασφαλής και, το κυριότερο, άφωνη. Η πολιτική έχει καταντήσει διαχείριση του «εφικτού», όπου το όραμα αντιμετωπίζεται ως αφελής πολυτέλεια. Οι μεγάλες ιδέες αντικαταστάθηκαν από την επικοινωνιακή τακτική της στιγμής και την εξισορρόπηση μικροκομματικών συμφερόντων. Η Ελλάδα έχει καταντήσει μια μικρή υποσημείωση στις διεθνείς εξελίξεις. Είμαστε διαχειριστές, όχι διαμορφωτές.

Ίσως γι’ αυτό η Ευρώπη, αλλά και ολόκληρος ο κόσμος, βρίσκεται σε παρατεταμένη αναταραχή. Η έλλειψη οραματιστών ηγετών δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Η μετριότητα αποδείχθηκε μεταδοτική.

Τις πταίει;

Επομένως, το ερώτημα παραμένει αμείλικτο: Τις πταίει; Ποιοι είναι οι λόγοι που οδηγήσαμε την κοινωνία μας σε αυτήν τη στείρα εποχή;

  1. Η λατρεία της ποσότητας: Δώσαμε απόλυτη προτεραιότητα στους αριθμούς, στα νούμερα και στα κέρδη, εις βάρος της ποιότητας, του βάθους και της διάρκειας. Όλα μετατράπηκαν σε προϊόντα άμεσης κατανάλωσης.

  2. Η εξάντληση των μεγάλων ιδεών: Οι ιδέες της Μεταπολίτευσης φθάρθηκαν και εξαντλήθηκαν. Ο εκσυγχρονισμός μετατράπηκε σε κενό σύνθημα. Η νεότερη πολιτική γενιά απέτυχε να παραγάγει ένα νέο, εμπνευσμένο αφήγημα, μένοντας εγκλωβισμένη στην άγονη διαχείριση.

  3. Η ηγεμονία του εύκολου: Η τεχνολογία και ο κατακερματισμός της πληροφορίας απλοποίησαν επικίνδυνα τη σκέψη. Ο άμεσος, εύκολος και συχνά χυδαίος εντυπωσιασμός έγινε κανόνας.

Η απαίτηση, λοιπόν, δεν είναι μόνο η οικονομική ανάκαμψη. Είναι η επανεκκίνηση της ποιότητας. Να απαιτήσουμε από τους εαυτούς μας, από τους καλλιτέχνες μας και, κυρίως, από τους πολιτικούς μας να εγκαταλείψουν τη μετριότητα και να αναζητήσουν ξανά την ουσία. Μόνο αν ξαναβρούμε την τόλμη να παράγουμε μεγάλες ιδέες και να αναδείξουμε μεγάλες προσωπικότητες, θα μπορέσουμε να εξέλθουμε από τη Στείρα Εποχή και να γίνουμε ξανά μέρος της δημιουργικής ιστορίας του κόσμου.