Αναγκάστηκε να παίρνει μέρος των εισπράξεων της εταιρείας όπου εργαζόταν προκειμένου να κλείσει την «μαύρη τρύπα» που είχε ανοίξει από την εμπορία κινητών τηλεφώνων και ηλεκτρικών ειδών. Αυτό φέρεται να υποστήριξε απολογούμενη χθες στον Ανακριτή Πατρών η υπάλληλος του πρατηρίου υγρών καυσίμων της Πάτρας που κατηγορείται ότι καταχράστηκε το ποσό των 292.282 ευρώ, από τις εισπράξεις του πρατηρίου καυσίμων όπου εργαζόταν. Η ίδια κρίθηκε προσωρινά κρατούμενη χθες με σύμφωνη γνώμη Εισαγγελέα και Ανακριτή Πατρών, ενώ η συνεργός της αφέθηκε ελεύθερη με περιοριστικούς όρους.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο η υπάλληλος του πρατηρίου καυσίμων της Πάτρας, από τον
Νοέμβριο του 2022 έως και τον Ιούνιο του 2024, υπεξαίρεσε σταδιακά από κοινού με την δεύτερη κατηγορούμενη, το μεγάλο αυτό χρηματικό ποσό, με την ίδια όμως να υπστηρίζει πως τα χρήματα που είχε αποσπάσει ήταν λιγότερα. Σε βάρος των δύο γυναικών εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης του Ανακριτή Πατρών, ενώ η υπόθεση αποκαλύφθηκε μετά από καταγγελία που έγινε στις διωκτικές αρχές σε βάρος της υπαλλήλου.
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., η υπάλληλος πραγματοποιούσε τις εισπράξεις και τις πληρωμές των καυσίμων, καταγράφοντας χειρόγραφα τις κινήσεις και πριν από την παράδοση του υπόλοιπου χρηματικού ποσού είτε στη νόμιμη εκπρόσωπο, είτε σε έτερο συνάδελφό της, κατέγραφε χρηματικό ποσό μι κρότερο από το πραγματικό, ιδιοποιούμενη το υπολειπόμενο χρηματικό ποσό καθημερινά».
Μάλιστα, «η κατηγορούμενη υπάλληλος για να μην γίνεται αντιληπτή και να αποφύγει τυχόν
εντοπισμό της, σε περίπτωση ελέγχου, κατά την αποχώρηση από την εργασία της παρέδιδε
τα χρήματα που υπεξαιρούσε κάθε φορά στη συνεργό της, η οποία την ανέμενε κοντά στο
πρατήριο καυσίμων σε καθημερινή βάση και παραλάμβανε τα χρήματα».
Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε στις οικίες τους, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν το χρηματικό ποσό των 110 ευρώ, δύο τραπεζικέςκάρτες, βιβλίο σημειώσεων, έγγραφα, τρία κινητά τηλέφωνα, δέμα που περιείχε μεταλλικά τμήματα και τμήματα στήριξης θυρών, παραστατικά και αποδείξεις. Η ίδια πάντως βαρύνεται και για απάτη καθώς «εμπορεύονταν κινητά τηλέφωνα και ηλεκτρικά είδη, έχοντας λάβει από τους ενδιαφερόμενους προκαταβολές ή την συνολική αξία του εμπορεύματος, χωρίς να τα παραδώσει στους τελευταίους».