Πάνω από το ένα τρίτο του διαθέσιμου εισοδήματός τους αφιερώνουν οι Ελληνες σε έξοδα σπιτιού, περισσότερο δηλαδή από κάθε άλλα χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, παρότι ο πληθωρισμός στη χώρα έχει αυξηθεί συγκριτικά λιγότερο στο μπλοκ από το 2010 και ενώ τα ενοίκια εξακολουθούν να είναι χαμηλότερα από το απόγειο της αγοράς πριν την κρίση. Οπως προκύπτει από σχετική έκθεση της Eurostat για τη στέγαση το 2023, το 35,2% του διαθέσιμου εισοδήματός μας αφορά το ενοίκιο, λογαριασμούς, δόσεις στεγαστικών δανείων και άλλες δαπάνες για το νοικοκυριό. Το ποσοστό αυτό απέχει πολύ από τον μέσο όρο του 19,7% που αφιερώνουν οι Ευρωπαίοι σε πάγια έξοδα για το σπίτι, αλλά και από το 27,6% που δίνουν οι Δανοί, η αμέσως επόμενη χώρα στην Ε.Ε. μετά την Ελλάδα στα έξοδα σπιτιού. Τελευταία στην κατάταξη βρίσκεται η Κύπρος, όπου ο κόσμος δίνει μόλις 11,6% από το διαθέσιμο εισόδημα για το σπίτι.
Ποσοστό εξόδων σπιτιού σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα
Με βάση τα στοιχεία αυτά, δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη το γεγονός ότι οι Ελληνες εμφανίζουν και το υψηλότερο ποσοστό εκκρεμοτήτων σε λογαριασμούς και άλλες οικονομικές υποχρεώσεις του σπιτιού. Ειδικότερα, σχεδόν οι μισοί Ελληνες (47,3%) έχουν τέτοιου είδους εκκρεμείς οφειλές, κατακτώντας και σε αυτό τον δείκτη αρνητική πρωτιά στην Ευρώπη. Μάλιστα, υπάρχει μεγάλη απόκλιση από την αμέσως επόμενη Βουλγαρία, όπου το 18,8% του πληθυσμού έχει τέτοιες εκκρεμότητες. Εξάλλου, το κόστος της στέγασης αποτελεί δυσανάλογο βάρος για τα ελληνικά νοικοκυριά, καθώς η Ελλάδα εμφανίζει και το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. σε ό,τι αφορά την υπερβολική επιβάρυνση από τα έξοδα του σπιτιού
Πρέπει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι πρωτοφανή, καθώς η χώρα κατακτά τις ίδιες αρνητικές κορυφές επί συναπτά έτη, σύμφωνα με τις παλαιότερες εκδόσεις της έκθεσης της Eurostat, με διακυμάνσεις στα ποσοστά. Η ανάλυση πάντως δείχνει ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ε.Ε. που παρά το πρόσφατο ράλι στην αγορά εμφανίζει πτώση των ενοικίων από το 2010 και μάλιστα της τάξης του -20%, ενόσω στην Ε.Ε. έχουν ανέβει κατά 22%. Επίσης, στο ίδιο διάστημα, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα έχει αυξηθεί με χαμηλότερο ρυθμό (17%), ενώ στην Ε.Ε. «έτρεξε» με 36%.
Χαρακτηριστικά των ελληνικών σπιτιών
Στο μεταξύ, παρά το δυσανάλογο οικονομικό βάρος που καλούνται να σηκώσουν τα ελληνικά νοικοκυριά λόγω χαμηλών εισοδημάτων, σχεδόν ένας στους πέντε αδυνατεί να κρατήσει ζεστό το σπίτι του. Επίσης, η πλειονότητα των Ελλήνων μένει σε μικρά σπίτια. Συγκεκριμένα, ο μέσος αριθμός δωματίων κατ’ άτομο το 2023 ήταν 1,3 στη χώρα, ένα από τα χαμηλότερα στην Ε.Ε. (1,6 κατά μέσο όρο). Χειρότερη αναλογία εμφανίζουν μόνο η Πολωνία (1,1 δωμάτιο ανά άτομο), η Σλοβακία, η Ρουμανία και η Κροατία (1,2 δωμάτιο).
Απεναντίας, η Ελλάδα συγκλίνει περισσότερο με την Ε.Ε. σε ό,τι αφορά τον μέσο αριθμό ατόμων ανά νοικοκυριό, με 2,4 άτομα έναντι 2,3 άτομα στο μπλοκ. Τα χαμηλότερα ποσοστά σημειώθηκαν στη Λιθουανία και τη Φινλανδία (1,9 άτομα ανά νοικοκυριό), ενώ τα υψηλότερα σε Σλοβακία (3,1 άτομα) και Πολωνία (2,9). Σημειώνεται ότι σύμφωνα με άλλο δείκτη της Eurostat, το 26,9% των Ελλήνων ζούσε το 2023 σε σπίτι με υπερβολικά πολλά άτομα έναντι 16,8% στην Ε.Ε. Το ποσοστό αυτό ακολουθεί πτωτική τάση στην Ελλάδα από το 2020.
Σε ό,τι αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των σπιτιών, μια μεγάλη μερίδα, το 19,2%, αδυνατεί να διατηρήσει ζεστό το σπίτι του, ενώ στην Ε.Ε. το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 10,6%. Μάλιστα, παρά την κρίση που μεσολάβησε στην ενέργεια και την έκρηξη των τιμών τα τελευταία χρόνια, μόλις 11,9% των Ελλήνων άνω των 16 ετών είδε βελτίωση στην ενεργειακή αποδοτικότητα του νοικοκυριού του από το 2018, έναντι 25,5% στην Ε.Ε.
Τέλος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα συνεχίζει να εμφανίζει σχετικά υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης, με το μερίδιο των ενοικιαστών όμως να αυξάνεται τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, πάνω από δύο στους τρεις, το 69,6%, έχουν δικό τους σπίτι, ενώ το υπολειπόμενο 30,4% νοικιάζει, με αποτέλεσμα να κλείνει η ψαλίδα που υπήρχε παλιότερα με την Ε.Ε. (69,2 ιδιοκατοίκηση, 30,8% ενοικίαση). Σημειώνεται τέλος, ότι ένα 40,6% των Ελλήνων μένει σε ολόκληρα σπίτια, ενώ το 59,4% σε διαμερίσματα, έναντι 51,7% και 47,7% στην Ε.Ε. αντίστοιχα (το υπολειπόμενο 0,6% μένει σε άλλου είδους καταλύματα).