Άρχισε η δίκη του σκηνοθέτη Δημήτρη Ινδαρέ και των δύο γιων του, για όσα έγιναν κατά τη διάρκεια αστυνομικής επιχείρησης, στο Κουκάκι, στις 18 Δεκεμβρίου 2019, για εκκένωση κατάληψης δίπλα από το σπίτι τους.
Στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων της Αθήνας άρχισε τη Δευτέρα (24.10.2022), η δίκη του σκηνοθέτη, Δημήτρη Ινδαρέ και των δύο γιων του, για τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2019 στο Κουκάκι.
Κατά περίπτωση, οι τρεις κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν τα αδικήματα σε βαθμό πλημμελήματος, της βίας κατά υπαλλήλων, της απόπειρας παράνομης βίας, της εξύβρισης, της απείθειας, της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, της παράνομης οπλοκατοχής και της διατάραξης λειτουργίας υπηρεσίας.
Η ακροαματική διαδικασία άρχισε με καταθέσεις μαρτύρων, δύο αστυνομικών και της συζύγου του σκηνοθέτη Δημήτρη Ινδαρέ και μητέρας των δύο άλλων κατηγορουμένων.
Κουκάκι: «Φώναζε αν υπάρχει εισαγγελέας και άρχισε να μας σπρώχνει»
Οι δύο αστυνομικοί, οι οποίοι συμμετείχαν στην επιχείρηση της 18ης Δεκεμβρίου 2019, κατέθεσαν για τα γεγονότα εκείνης της ημέρας.
«Ανεβήκαμε τα σκαλιά. Πήγαμε στον 1ο όροφο και δεν υπήρχε κανείς. Ανεβήκαμε στην ταράτσα, είχε μία εσωτερική σκάλα. Πήγαμε στην ταράτσα στο διπλανό κτήριο. Είδα τα δύο ίδια άτομα να περνάνε στην ταράτσα της Ματρώζου 47. Ήταν ο πατέρας και πίσω τα παιδιά αυτά. Φώναζε αν υπάρχει εισαγγελέας και άρχισε να μας σπρώχνει. ”Τι δουλειά έχετε εδώ;” μας έλεγε. Του είπαμε ότι θα κάνουμε μία σύλληψη και τότε άρχισε να φωνάζει και μας παρεμπόδισε. Τον είδα να βρίζει και να φωνάζει όχι σε μένα προσωπικά, αλλά, στους άλλους συναδέλφους. Εγώ ασχολήθηκα με τις άλλες συλλήψεις», είπε ο ένας από τους δύο αστυνομικούς.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο άλλος άνδρας της ΕΛΑΣ περιέγραψε: «Ανέβηκα στην ταράτσα και είδα τον πρώτο κατηγορούμενο και τον άλλον να πηδάνε απέναντι. Ήταν αυτός που δεχόμουν την επίθεση. Πηδήξανε από την ταράτσα του κτηρίου στο διπλανό. Αυτό κάνανε συνέχεια, πηδούσαν από τη μία ταράτσα στην άλλη. Στην άλλη ταράτσα υπήρχε μία κατασκευή με καρφιά και δε μπορέσαμε να τους καταδιώξουμε, μας καθυστέρησε. Ενημερώσαμε ότι είχαν περάσει στο άλλο κτήριο. Μετά περάσαμε στην άλλη ταράτσα, είδαμε τον τρίτο κατηγορούμενο (σ.σ. ένας από τους γιους του κ. Ινδαρέ). Του είπαμε τι ψάχνουμε και μας είπε: ”Φύγετε από δω. Έχετε χαρτί εισαγγελέα που ψάχνετε την ταράτσα μου;”».
Από την πλευρά της, η σύζυγος του Δημήτρη Ινδαρέ κατέθεσε στη δίκη ότι οι αστυνομικοί έψαχναν να βρουν εξιλαστήρια θύματα επειδή τους ξέφυγαν οι καταληψίες και περιέγραψε: «Κατά τις 6:30 το πρωί εκείνης της ημέρας (σ.σ. 18.12.2019) ξύπνησα πρώτη. Σήκωσα τα παιδιά που κοιμόνταν, όπως και ο σύζυγός μου. Ακουγόταν φασαρία. Πήγα στο παράθυρο και είδα μέσα από το τζάμι παραταγμένους αστυνομικούς, οι οποίοι αντάλλασσαν βρισιές και φωνές με αυτούς που ήταν στην κατάληψη. Ο σύζυγός μου ντύθηκε και πήγε να μαζέψει το αμάξι μας που ήταν κάτω παρκαρισμένο. Τα παιδιά μας βγήκαν στο μπαλκόνι και τους έλεγα μπείτε μέσα. Φοβόμουν. Κάποια στιγμή ενώ είμαι στη κουζίνα και φτιάχνω καφέ ακούμε πάνω στη ταράτσα μας βήματα και βλέπω τον σύζυγό μου να πηγαίνει προς το μπαλκόνι. Πρώτα ανέβηκε ο σύζυγος μαζί με τον μικρό μας γιο. Τον μεγάλο τον έστειλα εγώ. Συνέχιζα να ακούω φωνές. Ανέβηκα με το νυχτικό στην ταράτσα. Είδα και τους τρεις πεσμένους μπρούμυτα, δεμένους πισθάγκωνα και να τους πατάνε το κεφάλι. Ήρθε ένας κατά πάνω μου – αστυνομικός φουλ φέις – και μου είπε: Φύγε. Αν ξαναμιλήσεις θα σε πετάξω από κάτω από τη σκάλα. Πήρα το 100 μέσα στην απελπισία μου και τους είπα ότι δέρνουν τα παιδιά μου στην ταράτσα. Μετά επικοινώνησα με δικηγόρους και έψαχνα να ζητήσω βοήθεια. Πήρα το 100, πήρα δικηγόρο και μετά ένα κανάλι».
Η δίκη συνεχίζεται στις 7 Νοεμβρίου.