GALA: Πρώτη φορά επιθεώρηση;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ: Ναι, πρώτη φορά. Μετά από έναν χρόνο στον «Παράδεισο των Κυριών», που ήταν ένα δραματικό έργο, είχα ανάγκη να συμμετέχω σε κάτι που κάνει τον κόσμο να ευφραίνεται. Οταν είσαι ηθοποιός, θέλεις να περάσεις από διάφορους χώρους. Να περάσεις από το Εθνικό, από την Επίδαυρο, από το ελεύθερο θέατρο, από το εμπορικό θέατρο – αν και δεν το διαχωρίζω σε εμπορικό και ποιοτικό. Ο,τι κάνεις με αφοσίωση είναι ποιοτικό. Οπότε ήθελα να περάσω και από την κωμωδία με τον Σταμάτη Φασουλή, πόσο
μάλλον επιθεώρηση.
G.: Τι ήταν αυτό που σε ιντρίγκαρε;
Δ.Γ.: Οταν με πήρε ο Σταμάτης και με ρώτησε τι θέλω να κάνω, του είπα ότι ήθελα να αναφερθώ σε κάποια πράγματα που με απασχολούν ως κοινωνικό ον. Βουτάω μέσα στη ζωή, κυκλοφορώ σε παρέες και στο κέντρο της Αθήνας, βλέπω τα προβλήματα, πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ, βλέπω τις ανατιμήσεις που έχουν πάει στον Θεό, βλέπω τα δάση να εκφυλίζονται για να πλουτίσουν κάποιες εταιρείες. Δεν έχω κανένα πολιτικό χρώμα, έχω όμως πολιτική άποψη και με αφορά το τι συμβαίνει στη γειτονιά μου. Αν κοιτάξεις σε έναν από τους τοίχους του διπλανού ξενοδοχείου -σ.σ.: συναντηθήκαμε σε ένα rooftop στο Μεταξουργείο-, υπάρχει ένα γκράφιτι με μια κοπέλα που διαβάζει βιβλία. Ο τίτλος του είναι «Τόσο λίγος χρόνος για τόσα πολλά βιβλία». Το γκράφιτι εγώ το διάλεξα, βρήκα το ξενοδοχείο, τους είπα να το χρηματοδοτήσουν, και από τους καλλιτέχνες που μου πρότειναν, επιλέξαμε τον Simple G. Αυτό το γκράφιτι, που έγινε στο πλαίσιο του φεστιβάλ Μικρό Παρίσι, πήρε βραβείο στο Βερολίνο. Με ενδιαφέρει η γειτονιά μου, γιατί εδώ μένω. Δεν μπορώ να κάνω πάντα τα στραβά μάτια, γιατί κι αν μιλάς για τα πάντα, κινδυνεύεις να γίνεις γραφικός. Αλλά για κάποια πράγματα, αν υπερβαίνουν τα όρια, μιλάω.
G.: Για ποια πράγματα μιλάς;
Δ.Γ.: Θα πω τη γνώμη μου για ένα κοινωνικό συμβάν. Για τη γυναικοκτονία, για τα Τέμπη, για τον πόλεμο που γίνεται στην Παλαιστίνη, για το ότι δίνουμε χρήματα στον Ζελένσκι και όχι για πυροσβεστικά αεροπλάνα ενώ καίγονται τα δάση μας. Αυτά είναι πράγματα για τα οποία θα μιλήσω, γιατί τα παίρνω στα σοβαρά.
G.: Τι άλλα πράγματα παίρνεις στα σοβαρά;
Δ.Γ.: Παίρνω στα σοβαρά τους ανθρώπους που επιλέγω να έχω στη ζωή μου. Δένομαι δύσκολα, αλλά αν δεθώ, θα τους πάρω στα σοβαρά. Θα πάρω στα σοβαρά το πρόβλημά τους, αυτό που θα μου πουν, θα πάρω στα σοβαρά κι αν φύγουν από τη ζωή μου. Αλλά αυτό είναι δικό μου θέμα, όχι δικό τους. Παίρνω στα σοβαρά τη δουλειά μου, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει.
G.: Γιατί λες περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει;
Δ.Γ.: Επειδή υπάρχει πάντα ο κίνδυνος -κι αυτό προσπαθώ να θυμάμαι- να ανεβαίνεις να παίξεις και να μη σερφάρεις πάνω στο κύμα της παροντικότητας, αυτό που δημιουργείται εκείνη τη στιγμή και που μπορεί να είναι και μια γελοιότητα. Ετσι είναι όμως η ζωή – δεν είναι σοβαρή, είναι τραγελαφική. Και η υποκριτική είναι η τέχνη που μιλάει για τη ζωή.
G.: Ποιο είναι, λοιπόν, το νούμερο που κάνεις στο «Τότε, τώρα, πάντα»;
Δ.Γ.: Είναι ένα νούμερο υπαρξιακό. Είναι ένας άνθρωπος ετεροπροσδιορισμένος από το σχολείο του, τη μαμά του, τη γιαγιά του, το περιβάλλον του, ο οποίος μεγάλωσε με άλλα όνειρα και προσδοκίες, ένιωθε ένα τίποτα και έκανε τα πάντα για να γίνει κάτι άλλο. Και στο τέλος συνειδητοποιεί ότι εξακολουθεί να έχει το ίδιο έλλειμμα. Ο ήρωάς μου αντιπροσωπεύει μια γενιά που τρέχει για τα πάντα και ουσιαστικά δεν έχει χρόνο και δύναμη να ζήσει. Κι αυτό με εκφράζει πάρα πολύ.
G.: Είδες λίγο τον εαυτό σου;
Δ.Γ.: Είδα ένα στοιχείο μου με άλλες μεταβλητές. Ο Φασουλής χρησιμοποίησε έναν άνθρωπο του γυμναστηρίου ο οποίος έχτισε μια ζωή πάνω στην εμφάνιση και τελικά αφήνει το υπονοούμενο ότι παραμένει ένα ζώο και μισό γιατί το πραγματικό πρόβλημά του είναι η σχέση του με τον εαυτό του.
G.: Πάντα ήθελες να γίνεις ηθοποιός;
Δ.Γ.: Στα 13 μου ήθελα να γίνω θεολόγος γιατί μου άρεσε πολύ η Εκκλησία. Η δική μου γενιά έζησε την τρομοκρατία να βρούμε δουλειά στο Δημόσιο. Κάπου εκεί βλέπεις ότι δεν υπάρχουν όνειρα, μόνο αγωνία για την επιβίωση – ειδικά αν δεν προέρχεσαι από ευκατάστατη οικογένεια. Ηθελα να γίνω γυμναστής, αλλά η Γυμναστική Ακαδημία ήταν στην Αθήνα και δεν μπορούσα να πάω, ήμουν 17 χρόνων, δεν ήξερα αν θα μπορούσα να επιβιώσω στη μεγάλη πόλη, οι γονείς μου δεν μπορούσαν να με στηρίξουν, οπότε έπρεπε να δηλώσω μια σχολή στην Πάτρα. Και δήλωσα τη Διοίκηση Επιχειρήσεων γιατί μου έδινε την προοπτική ότι μπορούσα να επιλέξω διάφορα πράγματα.
G.: Και η υποκριτική πώς προέκυψε;
Δ.Γ.: Θέατρο δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου, εκτός από μια παράσταση στη Δ’ Δημοτικού. Πραγματικό θέατρο είδα πρώτη φορά στα 23 μου και έπαθα σοκ γιατί με μετατόπισε. Οπότε μου μπήκε η υποψία ότι αυτό το επάγγελμα μπορεί να ενσωματώνει όλα τα υπόλοιπα πράγματα που μου αρέσουν – τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, τις θεωρητικές επιστήμες και τις τέχνες, ακόμα και τη σωματικότητα. Είδα ότι κάτι κοινωνεί με την ψυχή μου και είπα να το δοκιμάσω. Ενας άλλος λόγος που έγινα ηθοποιός είναι επειδή με γοητεύει η γλώσσα. Γοητεύομαι από τον Ευριπίδη, τον Σοφοκλή, τον Παπαδιαμάντη, τον Σαίξπηρ…
G.: Εχεις την πολυτέλεια να μη δουλέψεις έναν χρόνο;
Δ.Γ.: Ειλικρινά, ναι. Αλλά είμαι και άνθρωπος που μπορώ να ζω και με λίγα. Δημιουργικά όμως δεν έχω την πολυτέλεια να μη δουλέψω έναν χρόνο. Εχω την τύχη να κάνω μια δουλειά που μου αρέσει, που μου δίνει ταυτόχρονα τα προς το ζην και μια ελευθερία. Ελευθερία να πω όχι, να ταξιδέψω, να μην κοιτάξω τις τιμές στο σούπερ μάρκετ όπως έκανα πριν από μερικά χρόνια, να μπορώ να πω «θέλω αυτό» και να το πάρω.
G.: Εχεις βασανιστεί οικονομικά γενικά;
Δ.Γ.: Οχι, αν ήθελα να ταξιδέψω, θα πήγαινα οπουδήποτε με οτοστόπ ή με το παπάκι μου και θα κοιμόμουν οπουδήποτε. Απλώς τώρα έχω τη δυνατότητα να μην ανέχομαι πράγματα που θα ανεχόμουν παλιότερα, όπως, ας πούμε, να κάνω μια επιλογή που δεν συνάδει με την καλλιτεχνική μου έμπνευση. Τώρα αν με ρωτάς για πρακτικά πράγματα, αν έχω στερηθεί διακοπές, παπούτσια, υλικά αγαθά γενικά στα παιδικά μου χρόνια, ναι, πέντε παιδιά ήμασταν, δεν είχαμε την οικονομική δυνατότητα. Αλλά νομίζω ότι όλα για έναν λόγο γίνονται. Αν τα είχα τότε, μπορεί να μην ήμουν αυτός που είμαι τώρα.
G.: Οταν τελειώνει ένας ρόλος λυπάσαι;
Δ.Γ.: Οχι, δεν λυπάμαι, γιατί είναι ήδη στο παρελθόν. Καμιά φορά, όμως, μπορεί να νοσταλγώ στιγμές. Οπως όταν ήμουν με τη Δανάη, την Ελλη και τη Μαρία σε μια σκηνή κηδείας και μας κατέβρεχαν με τη μάνικα εν είδει βροχής και μας είχαν πιάσει νευρικά γέλια γιατί γυρνούσαν οι ομπρέλες από τον αέρα και ταυτόχρονα έπρεπε να είμαστε σοβαροί (σ.σ.: στις «Αγριες Μέλισσες»). Τέτοια πράγματα νοσταλγώ, όχι τον ρόλο καθεαυτό, γιατί έχω ήδη προχωρήσει στον επόμενο.
G.: Ποιος είναι ο επόμενος ρόλος;
Δ.Γ.: Αυτός που θα κάνω την επόμενη τηλεοπτική σεζόν. Θα κάνω τον ιερέα ενός χωριού στη σειρά «Αγιος Ερωτας» στον ALPHA. Είναι ένας παπάς που αξίζει να διηγηθεί την ιστορία του. Είναι μια πρόκληση.
G.: Γιατί πρόκληση;
Δ.Γ.: Κάθε ρόλος που με ξεκουνάει από τις ευκολίες μου είναι μια πρόκληση. Αυτός ο ιερέας πηγαίνει σε ένα χωριό για να ανακαλύψει την αιτία που αυτοκτόνησε η αδελφή του. Είναι ένας ρόλος διαφορετικός απο τους προηγούμενους. Από τον καλό δάσκαλο του χωριού στις «Αγριες Μέλισσες», πήγα στον ιντριγκαδόρο Σίμο, τον κακό της υπόθεσης στον «Παράδεισο των Κυριών» και τώρα θα υποδυθώ έναν άνθρωπο του Θεού που θα κληθεί να αποδείξει την πίστη του με πράξεις και όχι μόνο με λόγια .
INFO
«Τότε, τώρα, πάντα», Θέατρο Αλσος, Πέμπτη έως Κυριακή, 20.30, theatroalsos.gr