«Μας αφήσαν να καούμε» κατέθεσε μάρτυρας στη δίκη για την τραγωδία στο Μάτι, όπου προσέρχονται στο βήμα, για να πουν τη δική τους ιστορία ,οι άνθρωποι που έχασαν μέσα σε λίγα λεπτά με τον πιο φρικτό τρόπο αγαπημένους τους.
«Ήταν μέρα που η πολιτεία κοίταξε το δέντρο στη Κινέτα και χάθηκε το δάσος των ψυχών στο Μάτι» είπε γυναίκα που ο πατέρας της βρέθηκε απανθρακωμένος στο πιο φρικτό σημείο της κόλασης που βίωσε η Ανατολική Αττική: στο κτήμα Φράγκου. Στο δικαστήριο κατέθεσαν οι συγγενείς του Δημήτρη Τουρναβίτη ο οποίος βρήκε τραγικό θάνατο μαζί με τη σύζυγο του, ηθοποιό, Χρύσα Σπηλιώτη.
Ο κ. Κωνσταντίνος Τουρναβίτης κατέθεσε πως πίστευε ότι ο αδελφός του θα μπορούσε να έχει σωθεί γιατί «ήταν δεινός κολυμβητής», όμως : «Τα ξημερώματα, έφτασα στο κτήμα Φράγκου. Είδα το σπίτι του αδελφού μου, ολοσχερώς καμένο. Διέκρινα το όχημα του αδελφού μου στο κτήμα. Δεν μας επετράπη να μπούμε εκείνη την ώρα. Υπήρχαν διασώστες και αστυνομία. Την επόμενη ημέρα μίλησα με τον κ. Φράγκου και την μητέρα του. Μου είπε επί λέξη η μητέρα του: «η φωτιά ερχόταν από δύο πλευρές και έπεφτε από τον ουρανό». Εκεί βρήκα και τον σκύλο του αδελφού μου. Ήταν άκαυτη η γούνα του και είχε μουμιοποιηθεί. Αυτό μου είπε και μάρτυρας που έβαλε τον αδελφό μου στο σάκο».
Η κόρη του θύματος είπε στους δικαστές πως η 23η Ιουλίου 2018 «ήταν μέρα που η πολιτεία κοίταξε το δέντρο στην Κινέτα και χάθηκε το δάσος των ψυχών στο Μάτι. Δεν μπορούσα να φτάσω στο Μάτι λόγω της φωτιάς στην Κινέτα. Αρχικά ακούσαμε για το Νταού και αρχίσαμε να ανησυχούμε για τους συγγενείς μας. Στις 7 το απόγευμα πια, τα τηλέφωνα τους δε λειτουργούσαν. Ήταν πολύ κοντά στο να φτάσουν στη θάλασσα. Δηλώσαμε ότι είναι αγνοούμενοι. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, ο πατέρας μου ήταν αθλητής. Άρχισα να ψάχνω τα νοσοκομεία. Μέχρι που δώσαμε dna και επιβεβαιώθηκε. Εκ των υστέρων έμαθα ότι βρέθηκαν στο κτήμα. Δεν υπήρχε συντονισμός, δεν τους είπε κανείς τίποτα. Είναι αδιανόητο αυτό που συνέβη».
Ο Στέλιος και η Μαρίκα Μάσχα έχασαν τους γονείς τους. Η κ. Μαρίκα Μάσχα είπε μεταξύ άλλων: «Έπαιρνα τηλέφωνο πυροσβεστική, δεν το σήκωνε κανένας. Έφτασα στις 10 το βράδυ στη Ραφήνα. Καιγόταν όλο το Μάτι, έβλεπα μόνο μαυρίλα και καπνίλα. Επέστρεψα στη λεωφόρο Μαραθώνος και έμεινα μέχρι τις 12. Στις 3 το πρωί μπήκε ο αδελφός μου στο Μάτι και είδε αυτά που είδε: δύο κουφάρια να καίγονται. Δεν υπήρχε καμία ειδοποίηση. Στην Κινέτα τους έβγαλαν έξω, πήγαιναν πόρτα- πόρτα. Στο Μάτι δεν χτύπησε ούτε καμπάνα. Τους αφήσαν και κάηκαν ζωντανοί».
Κλαίγοντας ο Στέλιος Μάσχας , περιέγραψε: «Είχαμε την ελπίδα ότι κάπως τα καταφέρανε. Φτάσαμε με φακούς, ήταν το απόλυτο σκοτάδι. Δεν υπήρχαν σπίτια, ήταν ισοπεδωμένα. Ήταν αποκαΐδια. Δεν είδα αυτοκίνητο, λέω φύγανε. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι έγινε. Τελικά με πήραν γύρω στις 5 και μου είπαν ότι τους βρήκαν. Πήγα και είδα αυτό που έβλεπα και νόμιζα ότι ήταν ξύλα που καίγονταν. Ήταν οι γονείς μου. Πήρα την αστυνομία και τους είπα ότι τους βρήκα».
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε υποβασταζόμενη η κ. Δέσποινα Ζαφειρίου η οποία εγκλωβίστηκε μαζί με τον σύζυγο της Στράτο, στο Μάτι καθώς η φωτιά τους βρήκε ενώ βρίσκονταν στο αυτοκίνητο τους στην προσπάθεια τους να φύγουν από την περιοχή. Η γυναίκα περιέγραψε ότι ακινητοποιήθηκαν και ότι όταν προσπάθησε να τραβήξει έξω τον σύζυγο της που βρισκόταν στο τιμόνι δεν μπορούσε: «Ο άνδρας μου κολλάει πάνω στο τιμόνι. Τον έβγαλα στα χέρια, τον έπιασα από τη ζώνη. Γονάτισα και τον τράβηξα. Δεν μπορούσε να πατήσει, ούτε να στρίψει. Ήταν καμένος. Δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε τα χέρια, ούτε τα πόδια του. Ούτε ασθενοφόρο ήρθε, ούτε πέρασε αεροπλάνο, ούτε μας ειδοποίησαν ότι έπιασε φωτιά. Μετά, κατά τις 11 παρά το βράδυ, ένας φίλος άκουσε τη φωνή μου και μου φωνάζει «μην κουνηθείς, έρχομαι». Που να κουνηθώ εγώ, έκαιγε η φωτιά. Μας αφήσαν να καούμε. Δεν υπήρχε τίποτα. Τα κλαδιά δεν τα είχαν καθαρίσει, επανειλημμένως φωνάζαμε στον Δήμο…». Η σύζυγος, ο γιος και η κόρη του Δημήτριου Τζούλια κατέθεσαν στο δικαστήριο για τα γεγονότα που οδήγησαν στην απώλεια του οικείου τους.
Η Αγγελική Τζούλια- Δημητροπούλου περιέγραψε πως βρίσκονταν στο σπίτι τους μαζί με τον θανόντα και την κόρη τους. Εκείνη μαζί με την κόρη της, το εγγονάκι της και μία φιλική οικογένεια κατάφεραν και έφυγαν εγκαίρως επειδή τους προειδοποίησαν κάποιοι πολίτες. «Ο άνδρας μου έμεινε πίσω. Βγήκε από το αυτοκίνητο του για να σωθεί από τη φωτιά. Μέχρι να φτάσει σε ένα σπίτι, κάηκε. Δυστυχώς πέθανε στο ΚΑΤ. Εγώ τον είδα την άλλη ημέρα που ήταν διασωληνωμένος και καμένος».
Εισαγγελέας : Μέχρι τη στιγμή που φύγατε, υπήρξε καμία αναγγελία για τη φωτιά από καμία αρχή;
Μάρτυρας : Όχι. Απολύτως καμία.
Εισαγγελέας : Εάν δεν υπήρχαν πολίτες να σας πουν για τη φωτιά, εσείς θα φεύγατε ή θα μένατε;
Μάρτυρας : Θα μέναμε, θα καιγόμασταν.
Ο γιος του θύματος, Γρηγόρης Τζούλιας, περιέγραψε όσα του είπε ο πατέρας του πριν υποκύψει. «Μου είπε ότι δεν τον ενημέρωσε κανένας. Είδε τη φωτιά και προσπάθησε να φύγει. Πήγε μέχρι λίγο πιο κάτω και τον έκαψε το θερμικό κύμα. Δεν είχε ενημέρωση, δεν είδε εναέρια μέσα… Πάντα περνούσε ένα περιπολικό μία σειρήνα κάτι και ενημέρωνε» τόνισε ο μάρτυρας.
Ο γιος και η κόρη του Λεωνίδα Πλυμάκη κατέθεσαν πως ο πατέρας τους ακολούθησε τις οδηγίες της Αστυνομίας που στάθηκαν μοιραίες. «Τους έστειλαν εκεί και τους έκαψαν». Όπως κατέθεσαν ο Ιωσήφ και η Ευαγγελία Πλυμάκη, ο πατέρας τους έχασε τη ζωή του επειδή είχε ξεχάσει τα κλειδιά του εξοχικού του στη Νέα Μάκρη και επέστρεψε στην περιοχή για να τα πάρει. Τελικά βρέθηκε στο Κόκκινο Λιμανάκι «με το οποίο εμείς δεν είχαμε καμία σχέση. Αν είχαν γυρίσει τον κόσμο πίσω, δεν θα υπήρχαν τόσοι νεκροί. Ο πατέρας μου βρέθηκε εκεί διότι άκουσε την ελληνική αστυνομία» είπε η κυρία Πλυμάκη.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου.