Σε «σύμπλευση» με τους τραπεζίτες που πρόσφατα επανέλαβαν την εκτίμηση πως τα «κόκκινα» δάνεια της νέας κρίσης θα είναι διαχειρίσιμα εμφανίστηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννης Στουρνάρας, συστήνοντας, ωστόσο, σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς – τράπεζες, αλλά και servicers – προσοχή και εγρήγορση.
Ειδικότερα, ερωτηθείς από τους συμμετέχοντες στη Στρογγυλή Τράπεζα που οργάνωσε η AXIA Ventures για την αναγκαιότητα ή μη της παράτασης της ισχύος του προγράμματος «Ηρακλή», ο κεντρικός τραπεζίτης ανέφερε χαρακτηριστικά: «Για τρεις τιτλοποιήσεις (Frontier ΙΙ από την Εθνική Τράπεζα, Sunrise III από την Τράπεζα Πειραιώς και Solar, η κοινή τιτλοποίηση και των ‘4’) έχει υποβληθεί αίτηση ένταξης στο πρόγραμμα, αλλά καμία από αυτές δεν έχει ακόμα εγκριθεί από την αρμόδια επιτροπή του προγράμματος. Προσωπικά δεν θεωρώ απαραίτητη την παράταση του προγράμματος. Και οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες έχουν επιτύχει μονοψήφιους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων και η απόσταση από το μέσο όρο της ΕΕ προβλέπεται να καλυφθεί με οργανικό τρόπο ή μέσω απευθείας πωλήσεων εκτός του Σχεδίου Ηρακλής. Παράλληλα, σε ένα βασικό σενάριο η επίδραση των νέων ΜΕΔ λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης θα είναι διαχειρίσιμη. Βεβαίως, αρμόδια να αποφασίσει την παράταση ή μη του προγράμματος είναι η ελληνική κυβέρνηση».
Σύμφωνα με τον ίδιο, το χάσμα που παρατηρείται στους δείκτες ποιότητας ενεργητικού μεταξύ ελληνικών και τραπεζών της ΕΕ αναμένεται να μειωθεί σημαντικά έως το 2024. «Σε κάθε περίπτωση, θέλω να τονίσω ότι, κατά την άποψή μας, κίνδυνοι για όλες τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ στο προσεχές διάστημα απορρέουν από τη συνδυαστική επίδραση της αύξησης των επιτοκίων και των υψηλών τιμών ενέργειας σε ορισμένους ευάλωτους δανειολήπτες,
Iδίως όσους βρίσκονται ακόμα σε πορεία ανάκαμψης από την πανδημία. Για το λόγο αυτό, σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς συνιστούμε προσοχή και εγρήγορση, ώστε να αποτραπεί η δημιουργία νέας γενιάς ΜΕΔ».
Νέο «καμπανάκι» από ΕΚΤ
Πληθωρισμός και επιτόκια θα μπορούσαν να αυξήσουν τον δείκτη NPL στις τράπεζες της ΕΕ έως και 80 μονάδες βάσης. Αυτό είναι το συμπέρασμα της έκθεσης επισκόπησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), χαρακτηρίζοντας ως πιο… επιρρεπείς στις εξελίξεις τις τράπεζες σε Κύπρο, Ελλάδα, Ιταλία και Πορτογαλία.
Πιο αναλυτικά, με βάση την έκθεση, μία αύξηση κατά 10% του βασικού κόστους διαβίωσης των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα θα οδηγούσε σε μείωση 20% στην καταναλωτική δύναμη, σε σύγκριση με μείωση μόλις 5% στα νοικοκυριά μεσαίου εισοδήματος. Η δυσανάλογη επίδραση στα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα θα μπορούσε, με τη σειρά της, να περιορίσει σημαντικά την ικανότητά τους να αντέξουν τα σοκ και να δημιουργήσουν μαξιλάρια «ασφαλείας». «Τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα έχουν επηρεαστεί δυσανάλογα από τις αυξανόμενες τιμές καταναλωτή και τα επιτόκια το 2022. Τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα ξοδεύουν πολύ μεγαλύτερο μερίδιο του εισοδήματός τους σε βασικές ανάγκες, ιδίως σε ενέργεια και τρόφιμα. Δεδομένου ότι και οι δύο συνιστώσες έχουν πληγεί ιδιαίτερα σκληρά από τον πληθωρισμό το 2022, τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, πάντως, η επίδραση της αύξησης των επιτοκίων είναι λιγότερο κρίσιμη βραχυπρόθεσμα, καθώς μεγάλο μέρος των υφιστάμενων δανείων είναι με σταθερά επιτόκια. «Μεσο-μακροπρόθεσμα θα έχουν πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο με τη μορφή υψηλότερων επιτοκίων στεγαστικών δανείων. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι μία έντονη αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους για τα νοικοκυριά που έχουν κλειδώσει σε χαμηλά επιτόκια τα τελευταία χρόνια, μόλις λήξουν οι περίοδοι κλειδώματος των επιτοκίων των δανείων τους», καταλήγει.