Οσο πιο φτωχό εργατικό δυναμικό έχει μια χώρα, τόσο πιο αργή αναμένεται η ανάκαμψη στην αγορά εργασίας. Και η Ελλάδα, πρώτη ανάμεσα στις χώρες που σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας έθεσαν εκτός παραγωγής μεγάλο τμήμα του χαμηλόμισθου εργατικού δυναμικού, έχει κάθε λόγο να ανησυχεί για το πόσο στέρεη είναι η μείωση που εμφανίζει ο δείκτης της ανεργίας τους τελευταίους μήνες.
Σύμφωνα με την 8η έκθεση του Παρατηρητηρίου ILO για τις επιπτώσεις του ιού COVID-19 στην απασχόληση, το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας το 2020 μείωσε τη συμμετοχή των χαμηλόμισθων κατά 15%, σε σύγκριση με το 2019, γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι οι φτωχότεροι εργαζόμενοι υπέφεραν περισσότερο, όπως και οι μικρότερες επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις με 1 – 4 υπαλλήλους σημείωσαν απώλειες στις ώρες εργασίας κατά 12,1%. Οι επιχειρήσεις με 50 ή περισσότερους υπαλλήλους παρουσίασαν πτώση μόλις 8,7%.
Αυτά τα στοιχεία οδηγούν την ΙLO στην εκτίμηση ότι η ανάκαμψη της αγοράς εργασίας από το πανδημικό σοκ έχει σταματήσει το 2021, καθώς μικρή πρόοδος έχει σημειωθεί από το τέταρτο τρίμηνο του 2020. «Η αισιοδοξία που επικρατούσε στις αρχές του 2021 έχει ξεθωριάσει υπό τις επιπτώσεις των νέων κυμάτων της πανδημίας, την εμφάνιση νέων παραλλαγών του COVID και την αργή και άνιση ανάπτυξη των εμβολιασμών», αναφέρει η έκθεση για την κατάσταση στην παγκόσμια αγορά.
Τι δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat, για την Ελλάδα; Eνώ ο γενικός δείκτης για την ανεργία μειώθηκε με το άνοιγμα της αγοράς, η ανεργία των νέων όχι μόνο δεν παρουσιάζει βελτίωση αλλά αυξάνεται και το ποσοστό εκείνων που ούτε σπουδάζουν ούτε εργάζονται ή καταρτίζονται στο 20%.
Σύμφωνα με τις μετρήσεις του τρίτου τριμήνου, που δημοσιεύτηκαν τον Σεπτέμβριο, σε ανασκόπηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα εμφανίζει τη μεγαλύτερη αύξηση στην ανεργία των νέων (+7,9 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ 20 κράτη – μέλη εμφανίζουν μείωση. «Η ανεργία των νέων είναι σε επίπεδα συναγερμού σε ορισμένα κράτη – μέλη και ιδιαίτερα στην Ελλάδα (37,6%), την Ισπανία (35,1%) και την Ιταλία (27,7%)», επισημαίνεται στην τριμηνιαία έκθεση για την απασχόληση.
Κάθε 14 εμβολιασμοί αντιστοιχούν σε μία θέση εργασίας
Καθοριστικά για την πορεία της απασχόλησης σε εθνικό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο είναι τα προγράμματα εμβολιασμού. Η ILO εκτιμά ότι σε κάθε 14 άτομα που εμβολιάστηκαν πλήρως το δεύτερο τρίμηνο του 2021 προστέθηκε μία ισοδύναμη θέση πλήρους απασχόλησης στην παγκόσμια αγορά εργασίας. Ωστόσο, η αργή ανάπτυξη του εμβολιασμού στις αναπτυσσόμενες χώρες έχει καθυστερήσει την ανάκαμψη της αγοράς εργασίας, αυξάνοντας την απόκλιση μεταξύ των χωρών, με τις χαμηλού εισοδήματος χώρες να βιώνουν παρατεταμένη κρίση. Το ποσοστό των πλήρως εμβολιασμένων παγκοσμίως ανήλθε σε 34,5%, αλλά με μεγάλες διαφορές μεταξύ των χωρών.
Οι υψηλού εισοδήματος έχουν ποσοστά εμβολιασμού 59,8%, ενώ οι χώρες χαμηλού εισοδήματος μόλις 1,6%, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αύξηση της ανισότητας, τη φτώχεια και το «χάσμα παραγωγικότητας» μεταξύ αναπτυσσόμενων και προηγμένων οικονομιών. Το 2020, ο μέσος εργαζόμενος σε μια χώρα υψηλού εισοδήματος παρήγαγε 17,5 φορές περισσότερο ανά ώρα από τον μέσο εργαζόμενο σε μια χώρα χαμηλού εισοδήματος. Αυτό το χάσμα αυξήθηκε στο 18,0% το 2021 κι αυτό είναι το μεγαλύτερο καταγεγραμμένο χάσμα από το 2005.