Αύξηση των λοιμώξεων από κοξάκι καταγράφεται σε όλη την επικράτεια τους τελευταίους δύο μήνες.
Σύμφωνα με πληροφορίες δύο κρούσματα παρουσιάστηκαν την περασμένη εβδομάδα σε δημοτικό σχολείο της Πάτρας.
Πρόκειται για μαθητές της β τάξης, από το ίδιο τμήμα που παρέμειναν στα σπίτια τους για νοσηλεία.
Αμέσως εστάλη ενημερωτικό sms με οδηγίες στους γονείς των παιδιών του σχολείου.
Να σημειωθεί πως σε σχολικές μονάδες που έχουν παρατηρηθεί ένα ή περισσότερα περιστατικά λοίμωξης συστήνεται η ενημέρωση των γονέων των υπόλοιπων παιδιών και η ευαισθητοποίησή τους για την αναγνώριση των πιθανών συμπτωμάτων.
Την προσοχή για τη διασπορά των ιών Κοξάκι (Coxsackie) εφιστά ο ΕΟΔΥ
Οι ιοί Coxsackie ανήκουν στο γένος των εντεροϊών και ταξινομούνται σε δύο ομάδες, την ομάδα Α και την ομάδα Β. Λοιμώξεις από ιούς Coxsackie παρατηρούνται κάθε χρόνο, αλλά συνήθως παρουσιάζουν έξαρση κατά τους καλοκαιρινούς και φθινοπωρινούς μήνες.
Η λοίμωξη από ιούς Coxsackie αποτελεί ένα συχνό ιογενές νόσημα, κατά κανόνα της πρώιμης παιδικής ηλικίας. Εμφανίζεται κυρίως, σε παιδιά ηλικίας κάτω των 10 ετών. Οι περισσότεροι άνθρωποι μέχρι την ενηλικίωσή τους έχουν εκτεθεί στον ιό και έχουν αναπτύξει ανοσία.
Συμπτώματα και μετάδοση
Σε σημαντικό ποσοστό, η λοίμωξη από τους ιούς αυτούς μπορεί να είναι ασυμπτωματική. Στα συνηθέστερα συμπτώματα περιλαμβάνονται πυρετός, εξάνθημα, συμπτώματα από το ανώτερο αναπνευστικό ή και το γαστρεντερικό σύστημα. Δεν υπάρχει ειδική θεραπεία και η λοίμωξη στην πλειονότητα των περιπτώσεων είναι αυτοϊώμενη.
Σπανιότερα οι ιοί αυτοί μπορεί να προκαλέσουν εκδηλώσεις και από άλλα συστήματα, όπως μηνιγγίτιδα, εγκεφαλίτιδα, οξεία χαλαρή παράλυση, οξεία αιμορραγική επιπεφυκίτιδα, μυοκαρδίτιδα, περικαρδίτιδα, ηπατίτιδα καθώς και μυοσίτιδα και πλευροδυνία. Στα νεογνά η λοίμωξη, μπορεί να εμφανίζεται με σοβαρές κλινικές εκδηλώσεις ακόμη και εικόνα σήψης.
Οι ιοί αυτοί μεταδίδονται από άνθρωπο σε άνθρωπο μέσω της άμεσης στενής επαφής με σταγονίδια του αναπνευστικού (με το βήχα, το φτάρνισμα, την ομιλία) και μέσω της κοπρανοστοματικής οδού. Μετάδοση μπορεί να συμβεί επίσης, από τη μητέρα στο νεογνό, ενδομητρίως, κατά την περιγεννητική περίοδο ή με το θηλασμό. Οι εντεροϊοί επιβιώνουν στο περιβάλλον για χρονικό διάστημα που επιτρέπει τη δυνατότητα μετάδοσης τους μέσω μολυσμένων αντικειμένων και επιφανειών καθώς και με την κατανάλωση μολυσμένων τροφίμων και νερού. Σημειώνεται ότι οι εντεροϊοί σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να αποβάλλονται από τα κόπρανα για αρκετές εβδομάδες ακόμα και μήνες μετά τη λοίμωξη, ενώ από τις εκκρίσεις του αναπνευστικού συστήματος αποβάλλονται για μικρότερο χρονικό διάστημα (1 έως 3 εβδομάδες). Τόσο η λοίμωξη όσο και η αποβολή των εντεροϊών από τα κόπρανα ή από το αναπνευστικό σύστημα μπορεί να προκύπτουν χωρίς εμφανείς κλινικές εκδηλώσεις, γεγονός που καθιστά την συστηματική εφαρμογή των κανόνων ατομικής υγιεινής και καθαριότητας του άψυχου περιβάλλοντος, απαραίτητη για τον περιορισμό της διασποράς των ιών αυτών.
Ο χρόνος επώασης είναι 3-6 μέρες. Τα συμπτώματα διαρκούν συνήθως 7-10 μέρες και ο ασθενής αναρρώνει πλήρως.