Η μελέτη της Bank of America αποκαλύπτει μια ιδιαίτερη στιγμή στην ξενοδοχειακή βιομηχανία. Η πολυτέλεια θριαμβεύει, οι φθηνοί προορισμοί πληγώνονται. Σε παγκόσμιο επίπεδο τα πολυτελή ξενοδοχεία σπάνε ρεκόρ πληρότητας. Αντιθέτως, οι ξενοδοχειακές αλυσίδες χαμηλού κόστους παλεύουν να κρατήσουν τα φώτα αναμμένα. Η BofA μιλά για μια «ανάκαμψη σε σχήμα Κ», όπου οι οικονομικές τύχες χωρίζονται απότομα. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: οι δαπάνες για διαμονή από καταναλωτές χαμηλού εισοδήματος έχουν μειωθεί κατά -2% από το 2023, την ίδια στιγμή που οι συνολικές καταναλωτικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά +1%. Αυτό σημαίνει ότι ενώ κάποιοι ξοδεύουν περισσότερα, άλλοι περιορίζονται δραστικά. Οι «θρύλοι» των ξενοδοχείων χαμηλού κόστους – Choice Hotels, Wyndham, Spirit Realty – που κάποτε θεωρούνταν «ασφαλή λιμάνια» σε περιόδους ύφεσης, βρίσκονται τώρα στο περιθώριο. Η ειρωνεία; Αυτό που θεωρούνταν «φθηνός ύπνος» αποδεικνύεται πολύ ακριβό για τους επενδυτές. Από την άλλη πλευρά, τα πολυτελή brands ανθίζουν. Η Accor σημείωσε αύξηση πωλήσεων πολυτελών δωματίων κατά περίπου +18% στο πρώτο τρίμηνο, ενώ η Hilton σχεδιάζει να εξαπλασιάσει το απόθεμα των ακριβών (high-end) καταλυμάτων της. Οι εύποροι καταναλωτές δεν ταξιδεύουν απλώς – επενδύουν σε εμπειρίες, άνεση και υπηρεσίες premium. Είναι κάτι που βλέπουμε και στην Ελλάδα. Τα πολυτελή boutique hotels και τα πεντάστερα resorts γεμίζουν, ενώ τα οικονομικά καταλύματα αντιμετωπίζουν αυξημένο ανταγωνισμό με συμπίεση κερδών. Πίσω από αυτά τα στοιχεία, ίσως κρύβεται μια ευρύτερη οικονομική αλήθεια: η μεσαία τάξη συρρικνώνεται, η καταναλωτική συμπεριφορά πολώνεται. Οι επιχειρήσεις που στοχεύουν στη «χρυσή μεσαία οδό» ή στους προϋπολογισμούς κινδυνεύουν να βρεθούν σε μια «νεκρή ζώνη» της αγοράς. Η παλιά συνταγή «χαμηλές τιμές για μαζική αγορά» δεν λειτουργεί πλέον σε έναν κόσμο όπου η αγορά αυτή απλώς δεν έχει τα χρήματα.
