Η κριτική που αναπτύχθηκε την περασμένη εβδομάδα με αφορμή το επίδομα ενοικίου που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για τους ενοικιαστές δεν είναι ελληνικό παράδοξο. Παρόμοιες πρωτοβουλίες έχουν βρεθεί στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου σε χώρες που αντιμετωπίζουν εξίσου οξύ στεγαστικό πρόβλημα όπως η Ισπανία, με συνέπεια η πλειοψηφία των χωρών να προκρίνει προγράμματα κοινωνικής κατοικίας και αύξησης του αποθέματος των σπιτιών σε συνδυασμό με κίνητρα για τη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό των παλαιών κατασκευών.
Αντίστοιχα επιδόματα ενοικίου θεσπίστηκαν στην Ισπανία καλύπτοντας επίσης χαμηλά εισοδήματα και ένα μικρό μέρος του ενοικίου, και όπως καταγράφεται σε μελέτη της διαΝΕΟσις που εξετάζει το στεγαστικό πρόβλημα στη χώρα μας αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές, εκφράζονται αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητά τους. Αυτό υποστηρίζει στη σχετική έρευνα η Ισπανίδα Κλάρα Μαρτίνεζ-Τολεδάνο, επίκουρη καθηγήτρια χρηματοοικονομικών στο Imperial College του Λονδίνου, επισημαίνοντας ότι στον βαθμό που «οι ιδιοκτήτες γνωρίζουν ότι οι ενοικιαστές λαμβάνουν το επίδομα, έχουν την επιλογή να το ενσωματώσουν αργά ή γρήγορα στο ποσό του ενοικίου. Ετσι είναι πιθανό το επίδομα, ή ένα μέρος του, να καταλήγει τελικά στον ιδιοκτήτη και όχι στον ενοικιαστή που αντιμετωπίζει βασικά το πρόβλημα», καταλήγει.
Προγράμματα στεγαστικής πολιτικής εφαρμόζονται σε όλη την Ευρώπη και παρά το γεγονός ότι τα μέτρα ποικίλλουν, κοινός τόπος είναι η ενίσχυση της προσφοράς σε συνδυασμό με τη στήριξη των ευάλωτων –και όχι μόνο νοικοκυριών– για την πρόσβαση σε προσιτή κατοικία, ενώ δεν λείπουν και πιο αυστηρές προσεγγίσεις, όπως η φορολόγηση των ιδιοκτητών που κρατούν κλειστά τα ακίνητά τους.

Η πρόσφατη μελέτη της Alpha Bank σταχυολογεί παραδείγματα χωρών που διαθέτουν «συστήματα ενοικιαζόμενων κοινωνικών κατοικιών», όπως η Αυστρία, στην οποία ένα στα πέντε σπίτια είναι ενοικιαζόμενη κοινωνική κατοικία, και η Γαλλία όπου περίπου το 14% όλων των κατοικιών στη χώρα λειτουργεί μέσω συστήματος ενοικιαζόμενων κοινωνικών κατοικιών. Η Γαλλία επιβάλλει επίσης φόρους σε κενά ακίνητα και θέτει ανώτατα όρια ενοικίων σε πόλεις και δήμους με έλλειμμα στέγασης. Αλλα μέτρα περιλαμβάνουν την παροχή δανείων με μηδενικό επιτόκιο για την αγορά κύριας κατοικία (όπως το δικό μας πρόγραμμα «Σπίτι μου»), την παροχή κινήτρων σε κατασκευαστικές εταιρείες για ανέγερση κατοικιών όχι μόνο για τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά, αλλά και για τα νοικοκυριά μεσαίου εισοδήματος.
Στην Ισπανία όπου η αγορά οικιστικών ακινήτων παρουσιάζει έλλειψη –το έλλειμμα στέγασης εκτιμάται ότι θα φτάσει τις 600.000 έως το 2025, ειδικά στις τουριστικές περιοχές– η χώρα σχεδιάζει να επενδύσει πάνω από 12 δισ. ευρώ στην ενεργειακή αναβάθμιση δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, καθώς και σε νέες κοινωνικές κατοικίες, χρησιμοποιώντας πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Ωστόσο, όπως και στην Ελλάδα, παρατηρεί η Alpha Bank, η στεγαστική πολιτική της Ισπανίας στο παρελθόν επικεντρωνόταν κυρίως στην ιδιοκτησία κατοικίας, με το κράτος να παρέχει επί του παρόντος εγγυήσεις για στεγαστικά δάνεια σε νέους και οικογένειες μέχρι ένα συγκεκριμένο όριο εισοδήματος. Παρόμοιο σύστημα εγγυήσεων ισχύει και στην Ιταλία. Επιπλέον, αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις όπως το Αννόβερο στη Γερμανία, το Στσέτσιν στην Πολωνία, το Δουβλίνο, το Λουθ, το Γουίκλοου και η περιφέρεια Κίλνταρ στην Ιρλανδία, λαμβάνουν οικονομική υποστήριξη από την ΕΤΕπ για την κατασκευή οικονομικά προσιτών κοινωνικών κατοικιών.
Η Πορτογαλία παρουσίασε ένα σύνολο 30 μέτρων κατά της στεγαστικής κρίσης, συμπεριλαμβανομένης της στέγασης ελεγχόμενου κόστους και της παροχής κατοικιών για εκπαιδευτικούς, στρατιωτικό προσωπικό, εργαζόμενους στη γεωργία και τη βιομηχανία, καθώς και σε όσους απασχολούνται στον τουριστικό τομέα.
