Στον «χορό» των Ρίχτερ εξακολουθεί να βρίσκεται η χώρα, με μία νέα δόνηση να καταγράφεται, αυτή τη φορά στον Κορινθιακό Κόλπο, εγείροντας ανησυχία όχι μόνο στους κατοίκους, αλλά και στους επιστήμονες. Το γεγονός ότι πρόκειται για μία από τις πιο σεισμογενείς περιοχές της Ελλάδας, σε συνάρτηση με την απουσία μετασεισμικής δραστηριότητας, προβληματίζει τους ειδικούς, που παρακολουθούν με προσοχή το φαινόμενο.
Σύμφωνα με την Αναθεωρημένη Λύση του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, ο σεισμός, μεγέθους 4,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, σημειώθηκε στις 03.06 τα ξημερώματα της Τρίτης και έγινε αισθητός και στην Αττική. Το επίκεντρο εντοπίστηκε 13 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Γαλαξιδίου και το εστιακό βάθος υπολογίστηκε στα 16,8 χιλιόμετρα. «Παρακολουθούμε αδιάλειπτα την εξέλιξη του φαινομένου. Βεβαίως ο Κορινθιακός είναι μία ευαίσθητη ζώνη, η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλή σεισμικότητα. Περιμένουμε να δούμε και τη συνέχεια του φαινομένου» δήλωσε ο καθηγητής Γεωλογίας και πρόεδρος του ΟΑΣΠ Ευθύμιος Λέκκας, ενώ επεσήμανε πως η δόνηση έγινε αισθητή και στην Αθήνα λόγω «της κατευθυντικότητας των σεισμικών κυμάτων. Είναι ένας σεισμός που είναι συνηθισμένος για τον χώρο του Κορινθιακού Κόλπου. Ο σεισμός αυτός ξέφυγε από την καθιερωμένη σεισμικότητα, ήταν πιο μεγάλος. Ο χώρος αυτός έχει δώσει μεγαλύτερους σεισμούς. Μέχρι στιγμής δεν ανησυχούμε για κάτι. Δεν σημειώθηκε καμία ζημιά, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουμε. Παρακολουθούμε πολύ στενά την εξέλιξη του φαινομένου, χωρίς βέβαια να υπάρχει ανησυχία».
Από την πλευρά του, ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος υποστήριξε πως η απουσία μετασεισμών προκαλεί προβληματισμό. «Με κάνει επιφυλακτικό, δεδομένου ότι η περιοχή είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στην εμφάνιση προσεισμών. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρξουν μετασεισμοί. Το σύνηθες όμως είναι να έχουμε. Θα περιμένουμε τα επόμενα 24ωρα τη φύση να μας εφοδιάσει με περισσότερα στοιχεία ώστε να έχουμε μία πιο σταθερή γνώμη για το αν ο σημερινός σεισμός ήταν ένας μεμονωμένος κύριος σεισμός μέτριου μεγέθους ή υπάρχει κάποια άλλη εξέλιξη στην περιοχή» είπε.


Οπως τόνισε, η συγκεκριμένη περιοχή έχει δώσει ξανά μεγάλα μεγέθη σεισμών, καθώς το 1992 και το 2022 είχαν σημειωθεί σεισμοί 5,9 και 5 Ρίχτερ αντίστοιχα. «Ο χώρος έχει δώσει μεγαλύτερους σεισμούς, ο ισχυρότερος των τελευταίων δεκαετιών έγινε το 1992 με μέγεθος 5,9 Ρίχτερ στην ίδια περιοχή. Τον Οκτώβριο του 2022 στην ίδια περιοχή είχε γίνει άλλος ένας σεισμός μεγέθους 5 Ρίχτερ, ο οποίος είχε δύο μικρούς μετασεισμούς» σημείωσε και κατέληξε: «Εχουμε έναν προβληματισμό, η φύση θα μας δώσει περισσότερα στοιχεία για να μπορούμε να αποφανθούμε τα επόμενα 24ωρα. Δεν είμαστε βέβαιοι ότι είναι ο κύριος σεισμός, ίσως υπάρξει και πιο ισχυρός, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Βασίλης Καραστάθης. που επεσήμανε πως ναι μεν ο σεισμός ήταν κάτι σύνηθες για την περιοχή, αλλά προκαλεί προβληματισμό το γεγονός ότι δεν υπάρχει μετασεισμική ακολουθία. «Θα πρέπει να περιμένουμε κάποιες ώρες ώστε να δούμε πώς εξελίσσεται το φαινόμενο» υπογράμμισε και συνέχισε: «Από τα πράγματα που πάντα αξιολογούμε για την εξέλιξη του φαινομένου είναι και η μετασεισμική ακολουθία. Δηλαδή αυτό που περιμένουμε να δούμε είναι μία μετασεισμική ακολουθία να εξελίσσεται φυσιολογικά. Δεν σημαίνει πάντα ότι η φύση είναι υποχρεωμένη να πάει με τους κανόνες που συνήθως βλέπουμε. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Από την άλλη μεριά όμως, δεν έχουμε τα δεδομένα αυτά ώστε να βασιστούμε με ακρίβεια και να πούμε ότι το φαινόμενο βαίνει ομαλά προς εκτόνωση».

Κλείνοντας, έκανε αναφορά στο σεισμικό δυναμικό της περιοχής, το οποίο χαρακτήρισε ιδιαίτερα σημαντικό: «Είχαμε και μεγάλες δονήσεις στην εγγύς περιοχή και πάνω από 6 στο παρελθόν. Στην ίδια ακριβώς περιοχή είχαμε και πριν από τρία χρόνια σχεδόν άλλον έναν σεισμό μεγέθους 5 Ρίχτερ, χωρίς να επιφέρει κάποια βλάβη στις γειτονικές περιοχές. Από κει και πέρα βέβαια κρατάμε την επιφύλαξη να δούμε πώς θα εξελιχθεί το φαινόμενο».