Σε ποινή ισόβιας κάθειρξης καταδικάστηκε από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης ο 43χρονος αγγειοχειρουργός που κατηγορείται για τον θάνατο της 36χρονης μεσίτριας, η οποία είχε εξαφανιστεί τον Απρίλιο του 2017, ύστερα από επίσκεψή της στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και βρέθηκε τελικώς νεκρή σε απόκρημνη περιοχή της Χαλκιδικής.
Το Δικαστήριο, με ομόφωνη απόφαση, τον έκρινε ένοχο για «ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο, τελεσθείσα διά παραλείψεως», χωρίς να τού αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό. Μετά την ετυμηγορία, ο κατηγορούμενος γιατρός επέστρεψε στις φυλακές.
«Ήταν ένα τραγικό ιατρικό λάθος, για το οποίο λυπάμαι πάρα πολύ. Δεν έκανα τίποτα με πρόθεση, δεν είχα καμία πρόθεση να σκοτώσω» ανέφερε ο κατηγορούμενος κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Πρωτόδικα είχε καταδικαστεί ομόφωνα σε ισόβια κάθειρξη για «ανθρωποκτονία, τελεσθείσα διά παραλείψεως, με ενδεχόμενο δόλο» και «περιύβριση νεκρού».
Το χρονικό
Η άτυχη γυναίκα, μητέρα τριών παιδιών, τον Απρίλιο του 2017 που εξαφανίστηκε, είχε επισκεφθεί το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο σε ημέρα γενικής εφημερίας για να υποβληθεί σε θεραπεία αφαίρεσης κιρσών από τα πόδια. Αφού ο 43χρονος, σήμερα, γιατρός την οδήγησε σε εγκαταλελειμμένο χώρο του νοσοκομείου, της χορήγησε δύο ισχυρά αναισθητικά φάρμακα, τα οποία, σύμφωνα με όσα είχαν καταθέσει μάρτυρες στην πρωτόδικη δίκη, δεν ήταν απαραίτητα για τέτοιου είδους επεμβάσεις.
Τα αναισθητικά φαίνεται να προκάλεσαν στη γυναίκα άπνοια και αναπνευστική καταστολή, με συνέπεια να επέλθει ο θάνατός της. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος, κατά τη δικογραφία, «φόρτωσε» την 36χρονη στο αυτοκίνητό του και την οδήγησε στη Χαλκιδική, πετώντας το πτώμα της σε γκρεμό στην περιοχή Παλιούρι, όπου βρέθηκε τα επόμενα 24ωρα σε κατάσταση αποσύνθεσης.
Η αστυνομία από την πρώτη στιγμή τον είχε θεωρήσει ύποπτο, καθώς ήταν ο τελευταίος που εμφανιζόταν να έχει επικοινωνία μαζί της. Δεν ήταν, όμως, μόνο οι τηλεφωνικές επικοινωνίες που τον «πρόδωσαν», αλλά και το gps στη συσκευή του κινητού του τηλεφώνου, το οποίο αποτύπωνε όλη τη διαδρομή που ακολούθησε από τη Θεσσαλονίκη προς τη Χαλκιδική, ενώ -επιπλέον- στο αυτοκίνητό του βρέθηκε βιολογικό υλικό της θανούσας.
«Καμία απόφαση δεν φέρνει πίσω την σύζυγό μου»
«Νιώθουμε δικαιωμένοι. Βέβαια, καμία ποινή, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν μπορεί να φέρει πίσω μία σύζυγο, μία μητέρα που άφησε πίσω τρία παιδιά, μία μοναχοκόρη», ανέφερε σε δηλώσεις του ο σύζυγος της άτυχης γυναίκας. «Η απόφαση αυτή, θέλω να πιστεύω ότι έστειλε ένα αυστηρό τιμαριωτικό μήνυμα σε όλους όσους προτάσσουν την επαγγελματική τους ιδιότητα και το λευκό τους κολάρο, ως αποκλειστικό τεκμήριο της αθωότητάς τους. Ο κατηγορούμενος, ο δολοφόνος, προσπάθησε μάταια να παραπλανήσει το δικαστήριο το οποίο, όμως, παρέμεινε στο ύψος του και με την απόφασή του αυτή μας δικαίωσε», τόνισε ο σύζυγος της 36χρονης γυναίκας, ευχαριστώντας τον κόσμο για την συμπαράσταση που έδειξαν στην οικογένειά του.
«Θέλω να ευχαριστήσω τους αστυνομικούς του τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής της Θεσσαλονίκης και να τους εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου, καθώς κατάφεραν με πάρα πολλές προσπάθειες, μέσα στο «λιοπύρι» του Μαΐου του 2017, να εντοπίσουν την γυναίκα μου που ο δολοφόνος την είχε καταβαραθρώσει στις σκοτεινές χωματερές της Χαλκιδικής, καταβαραθρώνοντας βέβαια μαζί και το ιατρικό του λειτούργημα, για το οποίο καθημερινά κοπιάζουν χιλιάδες γιατροί για να το τιμήσουν», πρόσθεσε.
«Από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο δεν συνεργάστηκε με τις ανακριτικές και αστυνομικές Αρχές, δεν ομολόγησε και δεν παραδέχτηκε το έγκλημά του, αντιθέτως προσπαθούσε συνεχώς να παραπλανήσει τις έρευνες, δεν υπέδειξε το σημείο που την είχε απορρίψει αφήνοντάς μας να ζούμε για μέρες με την αφάνειά της. Στη συνέχεια κατηγορούσε εμένα και με υποδείκνυε στις αρχές ως τον πιθανό δολοφόνο. Αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολο για εμένα, πέρασα πολύ δύσκολες ημέρες καθώς όλο το κοινωνικό περιβάλλον είχε αποστασιοποιηθεί ακούγοντας αυτά τα λόγια ενός γιατρού», υπογράμμισε ο σύζυγος της μεσίτριας.
«Η μητέρα μας δεν γυρίζει πίσω»
«Η δικαιοσύνη έχει αποδοθεί και μπράβο στο δικαστήριο. Ευχαριστώ όλους όσους συμπαραστάθηκαν στην οικογένειά μας. Χάσαμε έναν πολύ αγαπημένο άνθρωπο τον οποίο δεν θα φέρει κανένας πίσω. Άκουσα όσα είπε ο κατηγορούμενος. Είναι απαράδεκτος και θα παραμείνει στην φυλακή, εκεί που ήταν και εκεί που πρέπει να είναι», δήλωσε ο 22χρονος γιος της άτυχης γυναίκας. «Καμία απόφαση δεν φέρνει πίσω την μητέρα μας», συμπλήρωσε ο 22χρονος γιος της μεσίτριας.
«Ο κατηγορούμενος ήταν κυνικός, αμετανόητος και ψυχρός. Ένας γιατρός, που δεν έχει στα παγκόσμια χρονικά προηγούμενο, όταν φτάνει στο σημείο να πετάει στα σκυλιά μία ασθενή από δημόσιο νοσοκομείο, δυστυχώς δεν υπάρχει δρόμος και περίπτωση να επιστρέψει στην κανονικότητα. Το δικαστήριο το κατάλαβε και εφάρμοσε την ποινή αναλογικά που του άξιζε με το αδίκημα που έκανε. Μάλιστα, στο τέλος η πρόεδρος του δικαστηρίου επισήμανε στον κατηγορούμενο, ότι με την απολογία τους δεν βοήθησε το δικαστήριο να διαγνώσει ότι είχε μετανιώσει και ότι είχε διαισθανθεί τι ακριβώς είχε κάνει», ανέφερε η δικηγόρος της οικογένειας, Κική Πακιρτζίδου.
«Η δικαιοσύνη σήμερα τίμησε τον ρόλο της και την αξία που υπηρετεί. Επέβαλε την ανώτατη ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στην ουσία των πραγμάτων, η ποινή αυτή δεν αποκαθιστά τον όλεθρο που άφησε πίσω η πράξη του κατηγορουμένου. Πατέρας, παιδιά, μητέρα, θα ακολουθήσουν τον δικό τους μοναχικό δρόμο, πληγωμένοι και εύχομαι να μπορούν αργότερα να συγχωρήσουν. Όσον αφορά τον κατηγορούμενο, θα έχει ικανοποιητικό χρόνο να συνειδητοποιήσει πλέον το μέγεθος της ασυνείδητης πράξης του», τόνισε ο δεύτερος δικηγόρος της οικογένειας, Κώστας Παρηγόρης.