Παρά τη συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο το χάσμα μεταξύ Ουάσινγκτον-Άγκυρα μοιάζει αγεφύρωτο. Ωστόσο, ο Τούρκος πρόεδρος προσπαθεί να επανεξετάσει τη στάση του απέναντι στα ανοιχτά μέτωπα που έχει μεταξύ των οποίων και με την Αθήνα.
Είναι προφανές πως στην Άγκυρα έγιναν τους τελευταίους μήνες δεύτερες σκέψεις αναφορικά με το ελληνοτουρκικό μέτωπο και το Κυπριακό. Διαπίστωσαν πως στα ελληνοτουρκικά δεν είχαν τα περιθώρια που πίστευαν αρχικά. Έλαβε χώρα, εξάλλου, η αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο που υποχρέωσε τον Ερντογάν να κάνει κράτει, μέχρι να δει που θα ισορροπήσουν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Μπορεί στη συνάντησή τους ο Μπάιντεν να έδωσε χρόνο για διαπραγματεύσεις, αλλά το χάσμα μεταξύ Ουάσινγκτον και Άγκυρας παραμένει αγεφύρωτο. Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, πως ο Τούρκος πρόεδρος δήλωσε δημοσίως πως δεν πρόκειται να κάνει βήμα στο ζήτημα των S-400 και πως ξεκαθάρισε τη θέση του αυτή στον Αμερικανό πρόεδρο.
Προφανώς, οι ΗΠΑ θα εξαντλήσουν τα περιθώρια γεφύρωσης των τραυματισμένων διμερών σχέσεων πριν τραβήξουν το σκοινί, αλλά η μεταβατική αυτή περίοδος δεν προσφέρεται για τουρκικές επιθετικές ενέργειες επί του πεδίου, όπως θα ήταν π.χ. μία γεώτρηση έξω από τα ελληνικά χωρικά υδατα. Εκτός από την Ουάσινγκτον, η οποία θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία για να στριμώξει την Άγκυρα, θα δυσκόλευαν πολύ και οι σχέσεις με την ΕΕ.
Το μήνυμα που έχει στείλει το Βερολίνο στον Ερντογάν είναι σαφές: «εάν θέλεις να σε στηρίξουμε και να προωθήσουμε τη λεγόμενη θετική ατζέντα, πρέπει να αποφύγεις τις επιθετικές ενέργειες». Σ’ αυτά πρέπει να προστέσει κανείς και το αρνητικό κλίμα που συνεχίζει να υπάρχει στις σχέσεις της Τουρκίας με Ισραήλ, Αίγυπτο, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Σαουδική Αραβία, παρά τις προσπάθειες της τουρκικής διπλωματίας να ρίξει γέφυρες ειδικά με τις αραβικές χώρες.
Για να έχουμε πλήρη την εικόνα πρέπει να συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι εδώ και καιρό, η Άγκυρα έκανε ένα ποιοτικό βήμα σε ό,τι αφορά τη θέση της για το Κυπριακό. Εγκατέλειψε τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, που την αποδεχόταν μέχρι τώρα στα λόγια, και απαιτεί λύση δύο κρατών. Μία τέτοια λύση είναι έξω από το πλαίσιο που ορίζουν τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ εδώ και δεκαετίες, γεγονός που υποχρεώνει όλους τους διεθνείς παράγοντες να σταθούν αρνητικά στην απαίτηση της Άγκυρας, παρ’ ότι επί της ουσίας είναι διατεθειμένοι να αποδεχθούν συνομοσπονδιακή λύση, κρατώντας ως κέλυφος τον όρο «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία».
Όπως συνηθίζει η Άγκυρα, ότι εστιάζει σε ένα μέτωπο για να προωθήσει τη θέση της, κατεβάζει τους τόνους στα άλλα, ώστε να συγκεντρώσει όλο της το πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο στον εκάστοτε στόχο της. Αυτό συμβαίνει και σήμερα. Κατεβάζει τους τόνους στα ελληνοτουρκικά για να εστιάσει στο Κυπριακό, ελπίζοντας να πάρει αν όχι δύο κράτη, τουλάχιστον μία συνομοσπονδιακή λύση με όχημα τη λεγόμενη «κυριαρχική ισότητα».
Στο πλαίσιο αυτό, μιλώντας στο φόρουμ της Αττάλειας, ο Ερντογάν δήλωσε: «αισθανόμαστε ικανοποίηση για την ώθηση που έχουμε πετύχει την τελευταία περίοδο στις σχέσεις μας με την Ελλάδα», προσθέτοντας ότι «θέλουμε επίσης να ενισχύσουμε τη θετική μας συνεργασία με τις συμμάχους μας, τις ΗΠΑ και την ΕΕ». Δεν παρέλειψε, βέβαια, να ξεκαθαρίσει ότι στην Κύπρο «υποστηρίζουμε την πρόταση λύσης δύο κρατών στην Κύπρο με κυριαρχική ισότητα, που υπέβαλε η “ΤΔΒΚ” στη Γενεύη».
Τo φόρουμ της Αττάλειας, εξάλλου, στήθηκε και γι’ αυτόν τον λόγο. Η πρόσκληση του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ερσίν Τατάρ έγινε για να του ανοίξει διπλωματικούς ορίζοντες, με την έννοια να τον «συστήσει» σε χώρες, με τις οποίες το καθεστώς Ερντογάν έχει καλές σχέσεις, όπως είναι το Κατάρ, το Αζερμπαϊτζάν, αλλά και η Ουκρανία, η Γεωργία, το Πακιστάν κ.α.
Τέλος, αναφερόμενος στην Ανατολική Μεσόγει, ο Τούρκος πρόεδρος επανέφερε την πρόταση για σύγκληση Μεσογειακής Διάσκεψης με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων (και των Τουρκοκυπρίων) για μοίρασμα των κοιτασμάτων. Υπενθυμίζουμε ότι Ο πρόεδρος της ΕΕ και ο εκπρόσωπος της για την εξωτερική πολιτική είχαν προσπαθήσει να προωθήσουν την ιδέα, παρουσιάζοντάς την σαν ευρωπαϊκή, αλλά ενώ αρχικά είχε φανεί πως θα τα καταφέρουν στη συνέχεια η διάσκεψη κόλλησε.
Επιστρέφοντας στα ελληνοτουρκικά, πρέπει να καταστεί σαφές πως η Άγκυρα θέλει να αποκλείσει τους Δυτικούς από τις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις, επειδή ακριβώς θεωρεί πως οι ΗΠΑ, αλλά και η ΕΕ, στα δύσκολα θα σταθούν απέναντι σε υπερβολικές τουρκικές απαιτήσεις. Στην πραγματικότητα, επιχειρεί να αποκόψει τα ελληνοτουρκικά από το ευρωτουρκικό πλαίσιο, ακυρώνοντας μία βασική ελληνική διπλωματική επιλογή.
Ταυτόχρονα, οριοθέτησε τη διαπραγμάτευση στο ανώτατο επίπεδο, αφήνοντας εκτός τους υπουργούς Εξωτερικών. Την επαφή θα την κρατάνε οι δύο διπλωματικοί σύμβουλοι (η Ελένη Σουρανή και ο Ιμπραχήμ Καλίν), οι οποίοι και θα διεξάγουν τις συνομιλίες και όποτε προκύπτει αδιέξοδο θα παρεμβαίνουν οι Μητσοτάκης και Ερντογάν για να δίνουν λύσεις, εάν γίνεται αυτό εφικτό.
Αν και ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει αποφύγει μέχρι τώρα να αναφερθεί αναλυτικά στο τι συμφωνήθηκε στη συνάντησή του με τον Τούρκο πρόεδρο, ο δεύτερος δήλωσε (χωρίς να διαψευστεί από την Αθήνα): «Συναντηθήκαμε με τον Μητσοτάκη. Του είπα “όπως και σήμερα ας μη βάλουμε μεταξύ μας τρίτα πρόσωπα, οργανισμούς και κράτη. Αν θα κάνουμε κάτι, να το κάνουμε μαζί. Ο δικός σου ειδικός απεσταλμένος με τον δικό μου ειδικό απεσταλμένο ας συναντηθούν και ας μας ενημερώσουν. Και μετά να συναντηθούμε εμείς. Και να κάνουμε τα ανάλογα βήματα”. Το σημαντικότερο θέμα που συμφωνήσαμε ήταν αυτό».