Το τηλεφώνημα κράτησε συνολικά 1.345 δευτερόλεπτα. Ηταν απόγευμα, 12 Αυγούστου, και μια επίμονη ίωση ταλαιπωρούσε την 76χρονη. Είχε πυρετό και ρίγη, ήταν μόνη στο σπίτι και η ανδρική φωνή στο ακουστικό υποστήριζε ότι ήθελε το καλό της. Συνήθως πονηρευόταν με τις παράξενες κλήσεις. Απέφευγε να απαντάει σε τηλεπωλήσεις. Μια άλλη φορά, κάποιος που την πήρε στο σταθερό είπε ότι το παιδί της είχε εμπλακεί σε τροχαίο και έπρεπε να πληρώσει άμεσα για να το ξεμπλέξει. Δεν τον πίστεψε. Εκείνος ο απατεώνας αγνοούσε ότι ο γιος της ζει εδώ και χρόνια στο εξωτερικό. Η νέα, όμως, φωνή τώρα ήταν αλλιώτικη. Ο τόνος της ήταν μαλακός, είχε ευφράδεια και η γυναίκα ένιωθε τόσο κουρασμένη από την ασθένεια. Χρειάστηκε μόλις ένα λεπτό και 38 δευτερόλεπτα για να την πείσει.
Ο άνδρας ισχυρίστηκε ότι καλούσε από λογιστικό γραφείο. Την προειδοποίησε ότι θα πρέπει να συγκεντρώσει όσα χρυσαφικά είχε στο σπίτι για να καταγραφούν. Υποτίθεται ότι θα γινόταν έλεγχος από την εφορία και της είπε ότι έπρεπε να γλιτώσει το πρόστιμο. Η 76χρονη ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες. Δεν είχε και πολλά να μαζέψει. Τρία δαχτυλίδια, το μονόπετρο και τις βέρες από τον γάμο της το 1972 –έχασε τον άντρα της πριν από λίγα χρόνια– δύο ζευγάρια σκουλαρίκια, έναν σταυρό και μία αλυσίδα. Κατ’ εκτίμηση όλα μαζί άξιζαν κοντά στις 11.000 ευρώ.
«Δεν το έχω χωνέψει»
Αφού τα συγκέντρωσε, σε νέο τηλεφώνημα, ο τόνος της ανδρικής φωνής άλλαξε. Εγινε απότομος. Ρώτησε τουλάχιστον τρεις φορές αν είχε και λίρες. Της είπε ότι έπρεπε άμεσα να βγει από το σπίτι για να τα παραδώσει σε έναν συνεργάτη του ώστε να τα καταγράψει. Επέμενε, για να μην αφήσει χαραμάδα στην καχυποψία. Η μόνη έγνοια της γυναίκας πλέον ήταν να απαλλαγεί από αυτήν την κλήση.
Ο άνδρας που παρέλαβε τα χρυσαφικά κοντά σε ένα γήπεδο 5×5 φορούσε χειρουργική μάσκα στο πρόσωπο και ένα άσπρο πουκάμισο με τα μανίκια κατεβασμένα έως τα δάχτυλα για να κρύβει τα τατουάζ του. Την καθησύχασε ότι θα της τα επιστρέψει και εξαφανίστηκε. Στον γυρισμό η 76χρονη αντιλήφθηκε τι είχε μόλις συμβεί. Την είχαν εξαπατήσει. Αργότερα οι αστυνομικοί θα της έδειχναν τις κινήσεις του άνδρα από κάμερες ασφαλείας στη γειτονιά. Είχε αποφύγει να σταθεί στην πόρτα της, για να ταυτοποιηθεί πιο δύσκολα.
«Δεν το έχω χωνέψει ακόμη», λέει στην «Κ» η 76χρονη, τρεις μήνες μετά το συμβάν και αφού οι δράστες έχουν εντοπιστεί. Είναι μέλη μιας μεγάλης σπείρας που εξαρθρώθηκε στα μέσα Νοεμβρίου. Σύμφωνα με τις αστυνομικές αρχές, το αρχηγείο τους βρισκόταν στον καταυλισμό Ρομά στο Ζευγολατιό Kορινθίας. Είχαν στήσει και άτυπα τηλεφωνικά κέντρα, με τουλάχιστον 40 άτομα να είναι επιφορτισμένα με τις κλήσεις εξαπάτησης. Τα θύματά τους ξεπερνούν τα 1.000 ανά την Ελλάδα και το παράνομο κέρδος τους εκτιμάται στα 7,6 εκατ. ευρώ.
Η 76χρονη λέει ότι για χρόνια δούλευε ως γραμματέας σε ιατρείο, συναναστρεφόταν με πολύ κόσμο, θεωρούσε ότι ήξερε να ξεχωρίζει τους ανθρώπους και τις προθέσεις τους. Μίλησε στην «Κ» υπό τον όρο της ανωνυμίας, καθώς πέρα από τα παιδιά της δεν έχει μοιραστεί την εμπειρία της με κανέναν, ούτε με την καλύτερή της φίλη. «Λόγω ντροπής», λέει. «Ηταν λες και έχασα τα λογικά μου». Μελετώντας 2.000 σελίδες από την πρόσφατη δικογραφία, μιλώντας με ανθρώπους που εξαπατήθηκαν από αυτήν και παλαιότερες παρόμοιες υποθέσεις, καθώς και ειδικούς, η «Κ» επιχειρεί να σκιαγραφήσει το προφίλ των θυμάτων και τον μηχανισμό της παραπλάνησης. Πότε και πώς μπορεί κάποιος να γίνει πιο ευάλωτος;
Τα κόλπα
Η 76χρονη δεν ήταν η μόνη που εξαπατήθηκε με το κόλπο του λογιστή. Σε άλλη περίπτωση, πάλι τον περασμένο Αύγουστο, τα μέλη της σπείρας απέσπασαν 33.000 ευρώ από μια 88χρονη. Οι δράστες βρίσκονταν ήδη υπό αστυνομική παρακολούθηση και οι κλήσεις τους είχαν καταγραφεί. Επεισαν την ηλικιωμένη να μεταβεί παρά τα κινητικά της προβλήματα σε δύο τράπεζες και να πραγματοποιήσει διαδοχικές αναλήψεις. Αν τη ρωτούσαν στο ταμείο τι θα έκανε με τόσο μεγάλο ποσό, την είχαν δασκαλέψει να πει ότι τα ήθελε για γιατρούς.
Τεχνικές μάρκετινγκ – «Οι απατεώνες χρησιμοποιούν παρόμοιες τεχνικές που παρατηρούμε χρόνια στο εμπόριο και στο μάρκετινγκ. Σχεδόν πάντα στις απάτες υπάρχει και το στοιχείο της πίεσης του χρόνου», εξηγεί ο Βασίλης Βλάχος, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Η μεθοδολογία άλλαζε κάθε φορά από τους τηλεφωνητές. Οι δράστες προσαρμόζονταν ανάλογα με τον στόχο τους, την ηλικία του ή την ιδιότητά του. Αρκετές φορές καλούσαν χρησιμοποιώντας το όνομα Ιωάννης Μίχος, ο οποίος άλλοτε εργαζόταν για το Πράσινο Ταμείο, άλλοτε στη Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων, στον Δήμο Θηβαίων ή στον Δήμο Νέας Φιλαδέλφειας. Υπό αυτά τα στοιχεία είχαν πείσει μια 48χρονη λογίστρια εταιρείας στη Σίνδο της Θεσσαλονίκης να τους στείλει με επτά διαδοχικά εμβάσματα 34.000 ευρώ.
Τον Απρίλιο του 2025 εξαπάτησαν με άλλη μέθοδο μια συμβολαιογράφο 56 ετών. Οταν την κάλεσαν, η γυναίκα νοσηλευόταν σε κλινική. Υποδύθηκαν τον ταμία του συμβολαιογραφικού συλλόγου, καθώς γνώριζαν την ιδιότητά της. Της είπαν ότι δήθεν έπρεπε να τακτοποιήσει μια οφειλή. Απέσπασαν τους κωδικούς και τον αριθμό της κάρτας της, η γυναίκα όμως αντιλήφθηκε εκείνη τη στιγμή το κόλπο και έκλεισε το τηλέφωνο. Αμεσα δέχθηκε κλήση από άλλον αριθμό. Υποτίθεται ότι την έπαιρναν από την τράπεζα για να την ενημερώσουν για την προηγούμενη απάτη. Την είχαν καλέσει, όμως, ξανά οι δράστες. Η 56χρονη ακολούθησε τις οδηγίες και εν αγνοία της τους έδωσε πάνω από 7.000 ευρώ.
Το προφίλ
Οι περισσότεροι στόχοι επιλέγονταν τυχαία από τους ονομαστικούς ή επαγγελματικούς τηλεφωνικούς καταλόγους. Οι αστυνομικοί, όμως, υποπτεύονται και τον ρόλο μιας γυναίκας που εμπλέκεται στην υπόθεση. Φέρεται να προμήθευε το κύκλωμα με λίστες ηλικιωμένων ατόμων τα οποία έχουν μεγάλες τραπεζικές καταθέσεις. Δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο πώς εξασφάλιζε αυτές τις πληροφορίες. Από τον φάκελό της στον ΕΦΚΑ προκύπτει ότι έχει εργαστεί στο παρελθόν σε τέσσερις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις τηλεπωλήσεις.
Βάσει στοιχείων της δικογραφίας τα οποία επεξεργάστηκε η «Κ», τα περισσότερα θύματα αυτής της σπείρας ανήκαν στις ηλικιακές ομάδες από 51 έως 60 ετών και 61 έως 70 ετών, με 198 και 190 εξαπατηθέντες αντιστοίχως. Από τα 981 θύματα των οποίων η ηλικία καταγράφεται στη δικογραφία, το 9,2% είναι άνω των 81 ετών, ενώ το 14,7% είναι μεταξύ 41 και 50 ετών. Το μικρότερο ηλικιακά θύμα που σήκωσε το τηλέφωνο και ακολούθησε τις οδηγίες των δραστών παραδίδοντας τα τιμαλφή της οικογενείας του ήταν μόλις 10 ετών, ενώ το μεγαλύτερο 95 ετών.
«Αυτή η γριά που χάσαμε πρέπει να είχε πολλά. Ενενήντα έξι χρόνων που ήταν με τα πάμπερς», λέει ένας από τους συλληφθέντες σε τηλεφωνική συνομιλία με συνεργό του που καταγράφηκε από την Αστυνομία και περιλαμβάνεται στη δικογραφία. «Τι σας είπε; Είναι στο πατάρι τα λεφτά;», ρωτάει ο συνομιλητής του.
Από τα διαθέσιμα στοιχεία φαίνεται ότι αρκετά θύματα βρίσκονταν υπό συνθήκες πίεσης όταν δέχθηκαν την κλήση των δραστών. Τους πέτυχαν είτε σε φόρτο εργασίας, είτε σε μια δύσκολη προσωπική στιγμή. Ο Βασίλης Βλάχος, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, παρατηρεί ότι οποιοσδήποτε, ανεξαρτήτως ηλικίας ή μορφωτικού επιπέδου, μπορεί ανάλογα με τη συγκυρία να μην αντιδράσει ορθολογικά.
Καχύποπτη και φοβισμένη – «Δεν τολμάω να βγάλω τα σκουπίδια μόλις σουρουπώσει. Και όταν ήρθαν οι αστυνομικοί για καταθέσεις, ζητούσα να δω τις ταυτότητές τους. Είμαι καχύποπτη και πιο φοβισμένη», λέει στην «Κ» η 76χρονη που παρέδωσε τον Αύγουστο τα κοσμήματά της στη σπείρα.
«Οι απατεώνες χρησιμοποιούν παρόμοιες τεχνικές που παρατηρούμε χρόνια στο εμπόριο και στο μάρκετινγκ. Πόσες φορές έχουμε ακούσει ότι μια προσφορά λήγει τα μεσάνυχτα και πρέπει να βιαστούμε γιατί δεν θα παραταθεί ο χρόνος; Στον άνθρωπο στοιχίζει αυτή η απώλεια της ευκαιρίας. Είναι βασισμένα όλα αυτά τα σενάρια στην ψυχολογία», λέει ο κ. Βλάχος στην «Κ». «Σχεδόν πάντα στις απάτες υπάρχει και το στοιχείο της πίεσης του χρόνου. Πρέπει να αντιδράσεις άμεσα, χωρίς περιθώριο σκέψης, αυτό είναι το βασικό μοτίβο».
Μετά την εξαπάτηση
Οι αστυνομικοί που εξάρθρωσαν τη μεγάλη σπείρα κατέγραψαν και τη συνομιλία ενός εμπλεκομένου με τη δικηγόρο του. Τη ρωτούσε για την υπερασπιστική τακτική που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος συνεργός του που είχε συλληφθεί για παρόμοιο αδίκημα. Η συμβουλή ήταν να ισχυριστεί ο συλληφθείς ότι δήθεν τον εκβίαζε κάποιο άλλο άτομο και γι’ αυτό εξαναγκάστηκε να εξαπατήσει πολίτες. Θα κατέθεταν αίτημα για να εξεταστεί το κινητό του τηλέφωνο για τυχόν αποδείξεις της εκβίασης, θα έμενε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους μέχρι να βγει το αποτέλεσμα και θα επέστρεφε μέρος των κλοπιμαίων σε ένα θύμα για να έχει πιο ευνοϊκή μεταχείριση.
Η 76χρονη που εξαπατήθηκε και παρέδωσε τα κοσμήματά της προσπαθεί ακόμη να συμφιλιωθεί με όσα έγιναν. «Δεν τολμάω να βγάλω τα σκουπίδια μόλις σουρουπώσει. Και όταν ήρθαν οι αστυνομικοί για καταθέσεις, προτού βγουν από το ασανσέρ ζητούσα να δω τις ταυτότητές τους», λέει. «Είμαι καχύποπτη και πιο φοβισμένη».




