Η θερμοκοιτίδα του εγκλήματος είναι η κοινωνία και ο τρόπος λειτουργίας της, το ποιος θα το διαπράξει είναι ζήτημα πιθανοτήτων και συνθηκών αλλά μην δίνουμε και μεγάλη έμφαση στην κοινωνική μας υπόσταση, γιατί περιφερόμενοι μικροεγκληματίες είμαστε όλοι, που ελπίζουμε οι συνθήκες να μην μας ωθήσουν στα άκρα και οι καταστάσεις να μην μας αποκαλύψουν σε κοινή θέα.
“O μόνος άνθρωπος που φοβήθηκα ποτέ ήταν μια γυναίκα, ονόματι Griselda Blanco”. Με αυτή τη δήλωση, του γνωστού βαρόνου των ναρκωτικών Pablo Escobar, ξεκινάει η νέα σειρά του Netflix με θέμα τη ζωή και το έργο της διαβόητης “Νονάς της Κοκαΐνης”.
Η Γκριζέλντα Μπλάνκο γεννήθηκε το 1943 και μεγάλωσε σε μια φτωχογειτονιά στην ορεινή παραγκούπολη του Μεντεγίν της Κολομβίας. Μεγάλωσε σε άθλιες συνθήκες και, σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, η εμπλοκή της σε εγκληματικές δραστηριότητες ξεκίνησε από τα νεανικά της χρόνια. Σε ηλικία 11 ετών, αναφορές αναφέρουν ότι συμμετείχε στην απαγωγή ενός αγοριού και όταν η εύπορη οικογένειά του αρνήθηκε να πληρώσει τα λύτρα, φέρεται να τον πυροβόλησε θανάσιμα. Σε ηλικία 14 ετών στράφηκε στη σεξεργασία και αργότερα παντρεύτηκε έναν χαμηλόβαθμο γκάνγκστερ ονόματι Ντάριο Τρουχίλο. Απέκτησε τρία παιδιά μαζί του, αλλά η ένωσή τους κατέληξε σε διαζύγιο, ενώ η Μπλάνκο φέρεται να ενορχήστρωσε τη δολοφονία του πρώην συζύγου της μερικά χρόνια αργότερα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η Μπλάνκο σύναψε σχέση με τον Αλμπέρτο Μπράβο, έναν έμπορο ναρκωτικών, τον οποίο αργότερα παντρεύτηκε. Η σχέση αυτή την οδήγησε στο εμπόριο κοκαΐνης, και λειτουργώντας από τη Νέα Υόρκη, το ζευγάρι ξεκίνησε επιχειρήσεις διακίνησης ναρκωτικών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ευρηματικότητα της Μπλάνκο, ιδίως η δημιουργία εσωρούχων με κρυφές θήκες για τη λαθρεμπορία ναρκωτικών, συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη της επικερδούς επιχείρησή τους.
Ωστόσο, νομικά προβλήματα ώθησαν την Μπλάνκο να επιστρέψει στην Κολομβία το 1975. Υποπτευόμενη ότι ο σύζυγός της έκρυβε χρήματα, ακολούθησε σκληρή αντιπαράθεση μεταξύ τους, με αποτέλεσμα τη συμπλοκή του ζεύγους τον θάνατο του Μπράβο, τον τραυματισμό της Μπλάνκο και τον θάνατο έξι ακόμα έμπιστων ανθρώπων και από τα δύο μέρη. Η Μπλάνκο, που ονομάστηκε “Μαύρη Χήρα”, φέρεται να οργάνωσε επίσης τη δολοφονία του τρίτου συζύγου της σε μεταγενέστερο χρόνο.
Το αιματηρό αυτό περιστατικό του Μπράβο με την Μπλάνκο είναι το σημείο εκκίνησης της σειρά του Netflix, που ουσιαστικά αρχίζει μετά τη μετεγκατάσταση της Μπλάνκο στο Μαϊάμι στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η «Νονά» της κοκαΐνης όπως αποκαλούνταν άλλαξε το τοπίο στο εμπόριο ναρκωτικών της πόλης και έγινε η «Βασίλισσα της Κόκας», ζώντας μια ζωή αντίστοιχη με του «Σημαδεμένου». Ανάμεσα στους τακτικούς καλεσμένους της βρισκόταν και ο Πάμπλο Εσκομπάρ, ο οποίος υπήρξε και προστατευόμενός της.
Η Σοφία Βεργκάρα η οποία επωμίζεται τον ρόλο της περιβόητης Griselda περιέγραψε την Μπλάνκο ως ένα περίπλοκο άτομο το οποίο της κίνησε το ενδιαφέρον και απόρησε πώς κάποια που ήταν μητέρα –η Μπλάνκο μεγάλωσε τέσσερα παιδιά– θα μπορούσε να είναι ταυτόχρονα ένα «τέρας». «Απαίτησε πολλή δουλειά, μεγάλη προετοιμασία. Χρειάστηκε να διερευνήσω τι σήμαινε να είσαι γυναίκα εκείνη την εποχή. Μια μητέρα, μια Κολομβιανή… που μετατράπηκε σε αυτό το πλάσμα. Μου ήταν πολύ δύσκολο να το καταλάβω» και συνεχίζει «Αυτός είναι ο λόγος που ήθελα να παίξω την Γκριζέλντα», είναι ταυτόχρονα μητέρα, κακοποιός, ερωμένη και δολοφόνος. Πάνω από κάθε άλλο χαρακτήρα, αποδεικνύει πόσο περίπλοκοι μπορεί να είναι οι άνθρωποι».
Τα έξι ωριαία επεισόδια παρουσιάζουν πολυεπίπεδη διερεύνηση , με κάθε μέλος του καστ να δίνει δυνατές ερμηνείες. Οι διάλογοι, ιδίως στα δύο πρώτα κεφάλαια, αποκαλύπτουν τον μισογυνισμό και τα σεξιστικά σχόλια που απευθύνονται στην Griselda καθώς επιχειρεί να μπει στον κόσμο της πώλησης κοκαΐνης σε επιφανείς εμπόρους ναρκωτικών. Ωστόσο, ανάμεσα στις γυναίκες συναδέλφους της, η απεικόνιση της συντροφικότητας και της αμοιβαίας υποστήριξης δίνει μια ολοκληρωμένη και ενδιαφέρουσα εικόνα. Η ίδια η πρωταγωνίστρια συναντάει σε κάθε στροφή και σε κάθε απόπειρά της να δικτυωθεί στον κόσμο των καρτέλ του Μαϊάμι σεξισμό και μισογυνισμό. Συχνά η ίδια καταφέρνει να τα ξεπεράσει χρησιμοποιώντας τα ως όπλο και λαμβάνοντας υπόψιν της όσα οι άλλοι δεν περιμένουν από μία γυναίκα. Ο χαρακτήρας -όπως αποτυπώνεται τουλάχιστον στη σειρά- είναι ένας από αυτούς τους ανθρώπους που κανείς τους θαυμάζει, αλλά ταυτόχρονα τους τρομοκρατεί.
«Είναι μια γυναίκα σε έναν ανδρικό κόσμο, εργάζεται δέκα φορές σκληρότερα για να αποδείξει την αξία της και χρησιμοποιεί το πνεύμα και την εξυπνάδα της για να υπερνικήσει τους άντρες γύρω της. Το κοινό στην αρχή την υποστηρίζει», υπογραμμίζει ο συν-σκηνοθέτης Αντρές Μπαϊζ.
Το ” Γκριζέλντα” είναι μίνι σειρά του Netflix έξι επεισοδίων και δημιουργήθηκε υπό την καθοδήγηση των δημιουργών της αναγνωρισμένης αστυνομικής σειράς «Narcos», η σειρά προσφέρει μια πολύπλευρη απεικόνιση μιας διαβόητης φιγούρας του εμπορίου ναρκωτικών. Η μορφή της σειράς επιτρέπει ολοκληρωμένη εξερεύνηση του χαρακτήρα της ηρωίδας, από το ταπεινό της ξεκίνημα μέχρι την άνοδό της ως τρομερή δύναμη στον κόσμο των ναρκωτικών και, τελικά, την πτώση της. Η επεισοδιακή δομή επιτρέπει στην αφήγηση να εκτυλίσσεται σταδιακά, βυθίζοντας μας στον κόσμο της Μπλάνκο και στην πολυπλοκότητα των προσωπικών της σχέσεων και των επιχειρήσεών της.
Κινηματογραφικά η σειρά χρησιμοποιεί ένα μείγμα πλούσιων τοπίων, ζοφερών αστικών σκηνικών και πλούσιων εσωτερικών χώρων για να αναδείξει τις αντιφατικές πτυχές της ύπαρξης της Μπλάνκο. Η κινηματογράφηση μεταφέρει αποτελεσματικά τη γοητεία και τον κίνδυνο του εμπορίου ναρκωτικών, αποτυπώνοντας την ένταση και τη φόρτιση του εγκληματικού υποκόσμου, χωρίς ποτέ να ξεφεύγει όμως από την πεπατημένη και τα τετριμμένα αντίστοιχων εγχειρημάτων. Επιπλέον, η χρήση του φωτισμού και των γωνιών της κάμερας ενισχύει τη ζοφερή ατμόσφαιρα, αυξάνοντας τον δραματικό αντίκτυπο των καίριων στιγμών στο ταξίδι της Γκριζέλντα.
Η καλλιτεχνική διεύθυνση παίζει καθοριστικό ρόλο στο να ζωντανέψει ο κόσμος της “Γκριζέλντα”. Από τους ζωντανούς δρόμους του Μεντεγίν μέχρι τα πολυτελή αρχοντικά του Μαϊάμι, η σειρά αναπλάθει σχολαστικά τα περιβάλλοντα στα οποία δρούσε η Μπλάνκο. Η προσοχή στη λεπτομέρεια στη σκηνογραφία και στις επιλογές κοστουμιών προσδίδει αυθεντικότητα στο σκηνικό της εποχής, βυθίζοντας μας στο πολιτιστικό περιβάλλον της δεκαετίας του 1970 και του 1980. Επιπλέον, η καλλιτεχνική διεύθυνση υπογραμμίζει αποτελεσματικά την έντονη προσωπικότητα της Γκριζέλντα, απεικονίζοντάς την ως προϊόν του περιβάλλοντός της και ως διαμορφωτή του. Εν κατακλείδι η σειρά, χωρίς ποτέ να απογειώνεται, είναι μια ελεύθερη βιογραφία της Γκριζέλντα Μπλάνκο, η οποία βλέπεται με ενδιαφέρον παρά τα περιστασιακά προβλήματα ρυθμού της.
Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για να ξεφύγεις από την πραγματικότητα από τα ναρκωτικά, το ερώτημα είναι αξίζει κανείς να το σκάσει από την πραγματικότητα ενώ πάνω στο κορμί της συμβαίνουν τόσο ενδιαφέροντα, εκπληκτικά και μαγικά πράγματα;