Δυσοίωνα μηνύματα για το κόστος ρεύματος στέλνουν οι νυχτερινές πτήσεις της τιμής της μεγαβατώρας, που συνεχίζονται για τρίτο συνεχόμενο μήνα τον Σεπτέμβριο, αποκαλύπτοντας ότι οι υψηλές χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος των δύο προηγούμενων μηνών στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης δεν ήταν ένα συγκυριακό φαινόμενο.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, η πορεία που ακολουθεί η τιμή της μεγαβατώρας μόλις δύσει ο ήλιος, αλλά και οι τεράστιες αποκλίσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας, είναι εξαιρετικά εντυπωσιακή και αποκαλυπτική των δομικών προβλημάτων της περιφερειακής αγοράς και του ευρωπαϊκού μοντέλου λειτουργίας (target model).
Από τις 6 το απόγευμα που η παραγωγή των φωτοβολταϊκών αρχίζει να φθίνει –για να σβήσει εντελώς στις 8 το βράδυ– και μέχρι τις 9 η ώρα, που η ζήτηση παραμένει υψηλή, η τιμή πώλησης της μιας μεγαβατώρας στο ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας εκτοξεύεται, πριν αρχίσει να υποχωρεί –μετά τις 10 το βράδυ– στα υψηλά επίπεδα των προηγούμενων ωρών.
Κάθε μέρα, περίπου 1.500-2.500 MW στη ζώνη των 7-9 το βράδυ πωλούνται σε αστρονομικές τιμές, αποκομμένες εντελώς από το κόστος, με τους πωλητές να αποκομίζουν μεγάλα κέρδη, αφού το δίωρο αυτό τραβάει προς τα πάνω την ημερήσια μέση τιμή πώλησης της μεγαβατώρας.
Στην άλλη πλευρά, βρίσκονται οι καταναλωτές (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) προσβλέποντας στην κρατική προστασία μέσω των επιδοτήσεων, μέτρο που δεν απαντά αποτελεσματικά στο πρόβλημα που φαίνεται να αποτελεί τη νέα κανονικότητα της περιφερειακής αγοράς.
Ενδεικτικά:
Την Τετάρτη 28 Αυγούστου η μία μεγαβατώρα στις 6 το απόγευμα πωλείτο στα υψηλά των 234,68 ευρώ, μία ώρα αργότερα στα 473,96 ευρώ και στις 8 το βράδυ στα 647,76 ευρώ. Αυτή ήταν και η μέγιστη τιμή της ημέρας.
Την Πέμπτη 29 Αυγούστου, η τιμή της μεγαβατώρας από τα ήδη υψηλά των 228,74 ευρώ στις 6 το απόγευμα, έφτασε στα 569,50 ευρώ στις 7 και μία ώρα αργότερα άγγιξε την υψηλότερη τιμή της ημέρας στα 756,50 ευρώ.
Την Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου η μέγιστη τιμή της ημέρας έφτασε μια ανάσα από τα 1.000 ευρώ, στα 911 ευρώ/μεγαβατώρα στις 8 το βράδυ. Μία ώρα πριν η μεγαβατώρα πωλείτο λίγο πάνω από τα 590 ευρώ και στις 11 το βράδυ λίγο πάνω από τα 170 ευρώ.
Ταραγμένα νερά
Το ακόμη πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι πιο ακριβές μεγαβατώρες που όρισαν αντίστοιχα και την ωριαία τιμή για το σύνολο της ενέργειας που διατέθηκε στο σύστημα, δεν παρήχθησαν από ακριβές μονάδες λιγνίτη ή φυσικού αερίου. Σε όλες τις περιπτώσεις τις δύο τελευταίες εβδομάδες (23 Αυγούστου έως 6 Σεπτεμβρίου) οι ακριβότερες μεγαβατώρες ήταν από υδροηλεκτρική παραγωγή –είτε εγχώρια είτε εισαγωγής–, η οποία έχει χαμηλό κόστος. Οι υψηλές προσφορές της υδροηλεκτρικής παραγωγής, όπως εξηγούν στην «Κ» παράγοντες της ενεργειακής αγοράς, αντανακλούν τη σπανιότητα του πόρου. Τα υδροηλεκτρικά είναι ευέλικτες μονάδες, απαραίτητες για τη διασφάλιση της ευστάθειας του συστήματος, αφού μπορούν να μπαινοβγαίνουν άμεσα και η δυναμικότητά τους συναρτάται με τα υδάτινα αποθέματα, τα οποία σε όλη την περιοχή λόγω ξηρασίας απομειώνονται. Η συνθήκη αυτή καθιστά την κοστολόγησή τους ακριβή αφού στην ουσία κοστολογείται η σπανιότητα του πόρου.
Οι υδροηλεκτρικές μονάδες, δηλαδή, δίνουν υψηλές τιμές όταν υπάρχει έλλειμμα ενέργειας για να μπουν τελευταίες στο σύστημα, αφού ο αλγόριθμος του ΑΔΜΗΕ εντάσσει τις μονάδες βάσει της χαμηλότερης προσφοράς και μέχρι την κάλυψη της ζήτησης. Το κατά πόσον η «σπανιότητα» του πόρου δικαιολογεί διαφορές τιμών άνω των 200 ευρώ/μεγαβατώρα τις ίδιες ώρες και σε διαφορετικές ημέρες, είναι για κάποιους αντικείμενο διερεύνησης από τις αρμόδιες Αρχές.
Δομικά προβλήματα
Αυτό που σίγουρα ανέδειξε η πορεία των τιμών στις χονδρεμπορικές αγορές της ΝΑ Ευρώπης είναι τα δομικά τους προβλήματα αλλά και τις αδυναμίες του μοντέλου λειτουργίας της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Προβλήματα και αδυναμίες που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά προ διετίας στην ενεργειακή κρίση σε όλη την Ευρώπη και επανέκαμψαν, αλλά αυτή τη φορά μόνο στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Το μοντέλο λειτουργίας της ευρωπαϊκής αγοράς (target model) στηρίζεται σε έναν αλγόριθμο που κατευθύνει τη ροή ενέργειας, μέσω των διασυνοριακών διασυνδέσεων, από τη φθηνότερη στην ακριβότερη αγορά. Αγορές με διασυνδέσεις μεγάλης δυναμικότητας επωφελούνται, ενώ αντίθετα αγορές με περιορισμένης δυναμικότητας διασυνδέσεις όπως είναι η ελληνική αλλά και συνολικότερα η περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης δεν επωφελούνται το ίδιο.
Αντιθέτως, σε περιπτώσεις υψηλής ζήτησης και υψηλών τιμών, οι διασυνδέσεις φτάνουν στο ανώτατο όριο της δυναμικότητάς τους, οι αγορές αποσυνδέονται (δεν υπάρχει δυναμικότητα για εξαγωγές-εισαγωγές) και οι τιμές εκτοξεύονται στα ύψη, αφού μειώνεται η προσφορά και δεν μπορεί να ανταποκριθεί στη ζήτηση.
Αυτό συμβαίνει παρατεταμένα από τον Ιούλιο στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς ο συνδυασμός αυξημένης ζήτησης λόγω καύσωνα, ελλείμματος ενέργειας στην αγορά της Ουκρανίας, οι ενεργειακές υποδομές της οποίας έχουν πληγεί από τις ρωσικές επιδρομές, και ο περιορισμός των ροών ενέργειας από τη Δυτική Ευρώπη μέσω της Αυστρίας και της Ουγγαρίας, προκάλεσαν ένα συνολικότερο έλλειμμα ενέργειας σε όλη την περιοχή και εκτόξευσαν τις τιμές στα ύψη.
Οι συνθήκες αυτές τείνουν να αποτελέσουν τη νέα κανονικότητα στην περιοχή καθώς το πρόβλημα επάρκειας ενέργειας στην αγορά της Ουκρανίας αναμένεται να επιδεινωθεί το επόμενο διάστημα, ενώ τα ακραία καιρικά φαινόμενα λόγω κλιματικής κρίσης επιτείνουν τις πιέσεις στα ηλεκτρικά συστήματα.
Οι αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στέλνουν ένα σαφές μήνυμα αλλαγής του ευρωπαϊκού μοντέλου λειτουργίας και επενδύσεων σε διασυνδέσεις και ευέλικτες μονάδες παραγωγής (μπαταρίες και αντλησιοταμίευση). Χωρίς αυτές τις δομικού χαρακτήρα παρεμβάσεις, οι καταναλωτές δεν πρόκειται να δουν στον λογαριασμό ρεύματος τα οφέλη από τις φθηνές τιμές των ΑΠΕ.
Οταν η ζήτηση αυξάνεται, η παραγωγή των ΑΠΕ λόγω καιρικών συνθηκών πέφτει και η φθηνή παραγωγή άλλων αγορών δεν έχει δρόμο για να φτάσει στο ελληνικό σύστημα, την τιμή θα καθορίζουν οι ακριβές μονάδες του φυσικού αερίου και του λιγνίτη και τα περιορισμένα πανάκριβα υδάτινα αποθέματα. «Παρά τη ραγδαία αύξηση των ΑΠΕ, οι τιμές ανεβαίνουν.
Αυτό υπήρξε ένα περιφερειακό φαινόμενο αν και δεν επηρέασε με τον ίδιο τρόπο όλες τις χώρες της περιοχής. Πράγματι, οι τιμές εμφάνισαν σημαντικές αποκλίσεις, ένα δυσοίωνο σημάδι για την εσωτερική αγορά», ανέφερε σε πρόσφατη ανάρτησή του ο σύμβουλος του πρωθυπουργού για θέματα ενέργειας Κ. Τσάφος.
Για την ανάγκη μεγαλύτερης συνδεσιμότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο μίλησε στο συνέδριο του Economist στη Θεσσαλονίκη ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης, ο οποίος εστίασε στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. «Δεν μπορεί να έχεις συστηματικά διαφορές των 500 ευρώ ανάμεσα σε γειτονικές χώρες της Ε.Ε. Το σύστημα δεν λειτουργεί με τρόπο που αρμόζει στον ευρωπαϊκό χώρο και ως αποτέλεσμα έχουμε μια στρεβλή αγορά», ανέφερε ο υπουργός, ο οποίος έχει προαναγγείλει πρωτοβουλία της Ελλάδας σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την επανεξέταση του target model.
Λύση οι ΑΠΕ
Η μεταρρύθμιση της αγοράς ενέργειας αποτελεί μία από τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η Ευρώπη, σύμφωνα με την έρευνα τoυ Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS) της Ουάσιγκτον που παρουσιάστηκε στο 8ο Southeast Europe Energy Forum (SEEF2024) στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο της ΔΕΘ.
Η Ευρώπη σύμφωνα με την έρευνα, έχει βρει τον τρόπο να αντικαταστήσει το ρωσικό αέριο, αλλά αυτή η ενέργεια προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από πηγές εκτός Ε.Ε. και το κόστος αυτών των εναλλακτικών πηγών θα είναι υψηλότερο και συνεπώς θα επηρεάσει την ανταγωνιστικότητά της. Την άποψη ότι η ενεργειακή ασφάλεια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης θα έχει υψηλό κόστος εξέφρασε από το ίδιο βήμα και ο επικεφαλής της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης.
Η λύση είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά «κλειδί» για την επιτυχημένη ανάπτυξή τους είναι η ευελιξία, σημείωσε ο ίδιος και εξήγησε: «Η ευελιξία προέρχεται τόσο από ενεργειακά στοιχεία, όπως μπαταρίες, αντλησιοταμίευση, μονάδες φυσικού αερίου, όσο και από ανθεκτικά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένων τόσο των εθνικών δικτύων όσο και των διασυνδέσεων μεταξύ χωρών».
Αµεσα µέτρα για το υψηλό ενεργειακό κόστος ζητεί η ελληνική βιοµηχανία
H νέα κρίση τιμών ηλεκτρικής ενέργειας έχει σημάνει συναγερμό στην πλευρά της βιομηχανίας, που βλέπει την κυβέρνηση να επιδοτεί τα νοικοκυριά, αλλά να έχει αφήσει τις επιχειρήσεις στην τύχη τους, τη στιγμή που τα προβλήματα του κλάδου σωρεύονται και οι ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη απολαμβάνουν σημαντικά μέτρα στήριξης από τις κυβερνήσεις τους.
Ενδεικτική της πίεσης που ασκείται στις εγχώριες επιχειρήσεις και ειδικά στη βιομηχανία είναι η παρέμβαση στην οποία προχώρησαν από κοινού ενόψει της ΔΕΘ ο ΣΕΒ και 11 ακόμη βιομηχανικοί σύνδεσμοι και ενώσεις.
Ο βιομηχανικός κόσμος της χώρας στην κοινή ανακοίνωση που εξέδωσε την περασμένη Πέμπτη επισημαίνει τον κίνδυνο οι επιχειρήσεις να μην μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους και τονίζει την ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων, καθώς δομικές παρεμβάσεις δεν μπορούν να επιτευχθούν σε τόσο στενά χρονικά περιθώρια.
«Είναι επείγουσα ανάγκη η Ευρώπη να αντιδράσει προκειμένου να διορθώσει δομικές αδυναμίες, αλλά και η Ελλάδα να προχωρήσει σε άμεσα μέτρα, όπως κάνουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες» τονίζουν, επισημαίνοντας ότι το υψηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας απειλεί την ίδια την ύπαρξη των επιχειρήσεων, καθώς καλούνται να λειτουργήσουν με πολύ υψηλότερο κόστος από τους ανταγωνιστές τους.
Η αίσθηση που επικρατεί στην πλευρά της βιομηχανίας είναι ότι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αντιμετωπίζει τη βιομηχανία ως τον τελευταίο τροχό της αμάξης. «Αν περισσέψουν χρήματα από όλες τις άλλες δράσεις που εφαρμόζονται ή θα εφαρμοστούν, κάτι θα δώσει. Ομως, η ενεργοβόρος βιομηχανία δεν λειτουργεί ούτε μπορεί να πορευτεί έτσι», αναφέρουν χαρακτηριστικά εκπρόσωποι του κλάδου.
Η προβλεψιμότητα στο ενεργειακό κόστος και η αντιμετώπιση με τρόπο ανάλογο, λ.χ. με τους Γερμανούς, Γάλλους ή Ιταλούς ανταγωνιστές (η Τουρκία είναι δυστυχώς εκτός συναγωνισμού σε θέματα κόστους παραγωγής), δεν είναι πολυτέλεια αλλά ζήτημα επιβίωσης, τονίζουν και εξηγούν: «Προκειμένου να μπορέσουν οι βιομηχανίες να δώσουν δουλειές, να δημιουργήσουν εθνική προστιθέμενη αξία και να στηρίξουν το εμπορικό ισοζύγιο, πρέπει να ξέρουν πόσο κοστίζει και πόσο θα κοστίσει η βασική τους πρώτη ύλη, η ενέργεια, και βέβαια να μπορούν να κοιτάξουν στα μάτια τουλάχιστον τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους».
Η πλευρά της βιομηχανίας παρακολουθεί με απογοήτευση, ακόμη και μέτρα που έχει πάρει η Ε.Ε. για τη στήριξη των ενεργοβόρων επιχειρήσεων είτε να καθυστερούν είτε να εφαρμόζονται «κουτσουρεμένα». Είναι ενδεικτικό το παράδειγμα της αντιστάθμισης, μέτρο αποζημίωσης του έμμεσου κόστους εκπομπών που εφαρμόζεται από το 2014 και στην Ελλάδα.
Το ποσό των εσόδων από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων CO2 που κατευθύνεται στην αντιστάθμιση, περικόπηκε από το αναγκαίο, σύμφωνα με τη βιομηχανία, 19% σε 16,8% από το αρμόδιο υπουργείο, για να πέσει στο 16,18% στη συνέχεια με περαιτέρω «ψαλίδισμα» από το υπουργείο Οικονομικών.
Την ίδια στιγμή η Γερμανία έχει νομοθετήσει την πλήρη κάλυψη στο ακέραιο, μέχρι και το 2030, του απολύτως κρίσιμου αυτού μέτρου για τη συνέχιση της λειτουργίας των ενεργοβόρων βιομηχανιών της. Για τον κλάδο, η πρόβλεψη της ευρωπαϊκής οδηγίας για απόδοση του 25% των εσόδων από τον πλειστηριασμό δικαιωμάτων στη χρηματοδότηση του μέτρου της αντιστάθμισης με ορίζοντα εφαρμογής το 2030, αποτελεί ελάχιστο αναγκαίο βήμα στην κατεύθυνση ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς του.
Οι αντοχές του κλάδου και της ελληνικής και ευρωπαϊκής κοινωνίας αναμένεται να δοκιμαστούν περαιτέρω με την εφαρμογή του νέου μέτρου της επιβολής δασμού άνθρακα στα εισαγόμενα προϊόντα που έχει δρομολογήσει η Ε.Ε.
Σε μελέτη του ήδη από το 2022, το ΙΟΒΕ έχει ποσοτικοποιήσει τις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις από την πλήρη εφαρμογή του ρυθμιστικού αυτού πλέγματος στη χώρα μας και τα συμπεράσματα είναι αποκαρδιωτικά: απώλεια έως και 2,6% του ΑΕΠ και έως 82.000 θέσεων απασχόλησης!