Ωθηση στις κλινικές μελέτες, δεδομένου ότι η ερευνητική δραστηριότητα στη χώρα μας κινείται με «χαμηλές ταχύτητες», αναμένεται να φέρει η ίδρυση σχετικών τμημάτων στα μεγάλα νοσοκομεία της χώρας. Ο στόχος σε κάθε περίπτωση είναι διττός: Αφενός περισσότεροι έλληνες ασθενείς να έχουν τη δυνατότητα συμμετοχής, εφόσον το επιθυμούν, σε πειραματικές θεραπείες με πιθανά μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και αφετέρου να αξιοποιηθεί ένας σημαντικός επενδυτικός μοχλός.
Γραφειοκρατία
Επιπρόσθετα, στην ίδια μακρά λίστα συμπεριλαμβάνονται μια σειρά από γραφειοκρατικές και συντονιστικές αρμοδιότητες – π.χ. από τη μέριμνα για κοστολόγηση και κάλυψη των εξόδων από τον εκάστοτε χορηγό που σχετίζονται με τη διεξαγωγή της μελέτης (το κόστος των εργαστηριακών και διαγνωστικών εξετάσεων, της νοσηλείας κ.ά.) έως και την ενημέρωση του κοινού για τις διαθέσιμες κλινικές μελέτες του νοσοκομείου και τα κριτήρια επιλογής ασθενών.
Με το κεντρικό αυτό «εργαλείο» εντός του ΕΣΥ, τόσο η ηγεσία στην οδό Αριστοτέλους όσο και το επιστημονικό προσωπικό προσδοκούν ότι θα ανατραπούν οι αρνητικές επιδόσεις της χώρας μας στο πεδίο των κλινικών μελετών. Είναι ενδεικτικό πως σύμφωνα με σχετικές εκτιμήσεις στην Ευρώπη επενδύονται ετησίως περί τα 34 δισ. ευρώ σε έρευνα και ανάπτυξη στον φαρμακευτικό κλάδο. Εάν από τη συνολική αυτή δαπάνη επενδυόταν μόλις το 1,5% στην Ελλάδα τότε οι ίδιοι υπολογισμοί θέλουν την αύξηση του εγχώριου ΑΕΠ να αγγίζει το 1 δισ. ευρώ.
Ομως και σύμφωνα με τα ίδια δεδομένα τα οφέλη δεν θα σταματούσαν εδώ. Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει πως η επένδυση αυτή θα οδηγούσε σε 180 εκατ. έσοδα από φόρους, σε χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας και συνεπακόλουθα στη δημιουργία επιπλέον πόρων για την ενίσχυση των δημόσιων νοσοκομείων. Παρ’ όλα αυτά, η γραφειοκρατία και η απουσία εξιδεικευμένου προσωπικού εντός του ΕΣΥ που απασχολείται αποκλειστικά στο πεδίο αυτό, είναι οι βασικές αιτίες σύμφωνα με τους ειδικούς που η Ελλάδα παραμένει μη ανταγωνιστική σε επενδύσεις για κλινική έρευνα.