Casus belli του Τρωικού Πολέμου φέρεται να ήταν μια προίκα που υποσχέθηκαν οι Τρώες στους Αχαιούς, όταν ενώθηκαν με γάμο μέλη των εκατέρωθεν βασιλικών οικογενειών. Η προίκα αυτή περιελάμβανε τρία νησιά του Αιγαίου, τα οποία ενδέχεται να ήταν η Τένεδος, η Ιμβρος, ενώ το τρίτο είτε η Λήμνος είτε η Λέσβος. Η προίκα δεν δόθηκε ποτέ και η αθέτηση της συμφωνίας αυτής λειτούργησε ως αφορμή ή και αιτία της σύγκρουσης, αρκετές γενιές αργότερα, όταν ένας Αχαιός βασιλιάς αποφάσισε να διεκδικήσει όλα εκείνα που είχαν υποσχεθεί στον πρόγονό του 150 χρόνια νωρίτερα.
Ο Τρωικός Πόλεμος αποτελεί μία από τις συναρπαστικότερες ιστορίες όλων των εποχών. Ηρωες, πάθη, προδοσίες, επικές μάχες, συγκινήσεις και ανατροπές συντελούν στο πρώτο κορυφαίο δείγμα παγκόσμιας λογοτεχνίας, αλλά και στη διαιώνιση ενός θρύλου που επιβιώνει εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ηταν θέμα χρόνου να τεθεί το ερώτημα «μύθος ή πραγματικότητα» για τον δεκαετή πόλεμο μεταξύ Αχαιών και Τρώων. Πρώτος, ο Γερμανός αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν αποφάσισε να το απαντήσει! Εντοπίζοντας την πολυθρύλητη πόλη της Τροίας που σαγηνεύει από την εποχή του Ομήρου μέχρι και σήμερα, απέδειξε ότι ο μύθος κρύβει την πραγματικότητα ή τουλάχιστον ψήγματα αυτής. Λειτουργεί ως απόηχος ιστορικών γεγονότων… Εκτοτε, ανασκαφές και μελέτες αρχαίων κειμένων από χιλιάδες ακαδημαϊκούς ανά την υφήλιο επιχειρούν να αποκωδικοποιήσουν την πανάρχαια αυτή ιστορία, η οποία, σύμφωνα με τους ειδικούς, σηματοδοτεί τις απαρχές της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.
Ερευνα του ιστορικού Μάικλ Σπένσερ από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόις, αλλά και τα συμπεράσματα του καθηγητή Κλασικών Σπουδών και μελετητή στο Χάρβαρντ, Νίκολας Μπλάκγουελ, ρίχνουν νέο φως στον Μυκηναϊκό πολιτισμό και στον πόλεμο που αυτός ενεπλάκη. Πόλεμος που δεν αναφέρεται ως Τρωικός, αλλά πιθανολογείται ότι πρόκειται γι’ αυτόν. Οι επιστήμονες επιχειρούν, μάλιστα, να αποκωδικοποιήσουν τις πινακίδες με τη σφηνοειδή χιττιτική γλώσσα. Με τον τρόπο αυτό προσπαθούν να εκμαιεύσουν πληροφορίες σχετικά με τον πόλεμο και τα αίτια αυτού.
Τα τρία νησιά
Στα σημαντικότερα συμπεράσματα οφείλει να συγκαταλέξει κανείς την ύπαρξη διάσπαρτων βασιλείων των Αχαιών, τα οποία και ενεπλάκησαν από κοινού σε πόλεμο για μια προίκα που δεν δόθηκε ποτέ. Δύο αριστοκρατικές οικογένειες των Αχαιών και των Τρώων ενώθηκαν μέσω γάμου που συνήφθη το 1380 π.Χ. Η οικογένεια ευγενών της Τροίας υποσχέθηκε ως προίκα τρία νησιά, τα οποία ενδέχεται να ήταν η Τένεδος, η Ιμβρος και η Λήμνος ή η Λέσβος. Παρά τα 150 χρόνια που πέρασαν από τον γάμο και την αθέτηση της προίκας, αυτή στάθηκε ως η ιδανική αφορμή για τη στρατιωτική σύγκρουση που δεν αποκλείεται να είναι αυτή που σήμερα γνωρίζουμε ως τον περίφημο Τρωικό Πόλεμο. Εξάλλου, την εποχή εκείνη δεν ήταν ασυνήθιστο να ξεσπούν αιματηρές συγκρούσεις για βεντέτες, προσβολές και γαμήλιες διενέξεις.
Πηγή των μελετητών είναι τα γραπτά που άφησαν πίσω τους οι Χετταίοι. Πρόκειται για τον αρχαίο πολιτισμό της Μικράς Ασίας που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ίδρυση μιας αυτοκρατορίας με κέντρο τη Χατούσα γύρω στο 1680-1650 π.Χ. Η αυτοκρατορία αυτή έφτασε στο απόγειό της στα μέσα του 14ου αιώνα π.Χ. και υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα εξουσίας της Εγγύς Ανατολής. Η Ιστορία του πολιτισμού της ευτυχώς διασώθηκε κυρίως μέσω των σφηνοειδών κειμένων που βρέθηκαν στην περιοχή του βασιλείου τους και από τη διπλωματική και εμπορική αλληλογραφία που εντοπίστηκε σε διάφορα αρχεία στην Ασσυρία, στη Βαβυλωνία, στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή. Η αποκρυπτογράφηση αυτών αποτέλεσε γενικά ένα σημαντικό γεγονός στην Ιστορία των Ινδοευρωπαϊκών Σπουδών, αλλά αποδείχθηκε ιδιαίτερα πολύτιμη σε σχέση με την ευρύτερη κατανόηση του Μυκηναϊκού πολιτισμού και την τεκμηρίωση έμμεσων στοιχείων για τον Τρωικό Πόλεμο. Τα στοιχεία που τον αφορούν στηρίζονται στην παραδοχή ότι η χώρα που οι Χετταίοι αναφέρουν ως Αχιγιάβα ήταν βασίλειο των Αχαιών στο Αιγαίο και στη Μίλητο. Το Ιλιον, δηλαδή η Τροία, είναι η χεττιτική «Wilusa» με βασιλιά τον Alaksandu, που είναι εκφορά του Αλέξανδρου ή Πάρη. Ο βασιλιάς Attarissiya των Αχαιών που αναφέρεται από τους Χετταίους, ήταν κάποιος Ατρέας ή Ατρείδης.
Στο νέο βιβλίο «Το Μυκηναϊκό Αιγαίο μέσα από τα Χεττιτικά Κείμενα» προσφέρεται επίσης μία διαφορετική οπτική στον διαχρονικό αυτό ιστορικό γρίφο του Τρωικού Πολέμου και του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Ο συγγραφέας του βιβλίου Κωνσταντίνος Κοπανιάς παρουσιάζει για πρώτη φορά μεταφρασμένα στα ελληνικά τα επίμαχα κείμενα γραμμένα στη χεττιτική γλώσσα και σε σφηνοειδή γραφή. Πρόκειται για επιστολές και ερωτήσεις βασιλιάδων προς διάφορους θεούς (χρησμούς), διπλωματικές αλληλογραφίες και περιγραφές εκστρατειών. Σε αυτά συναντά κανείς ενδιαφέρουσες πληροφορίες που πιθανολογείται ότι συνδέονται με τον Τρωικό Πόλεμο, δίχως να επιβεβαιώνεται ότι πρόκειται γι’ αυτόν. Παρ’ όλα αυτά, αναφέρονται σ’ ένα βασίλειο των Αχαιών, το οποίο ενεπλάκη σε πόλεμο για μια προίκα που δεν δόθηκε ποτέ. Ο πόλεμος αυτός, μάλιστα, συμπίπτει με τις χρονολογίες στις οποίες τοποθετούσαμε τον Τρωικό. Ο συγγραφέας θεωρεί περίεργο να ονομάζεται «Αλέξανδρος» ο βασιλιάς των Τρώων, όμως ο Ομηρος, ενώ διαχωρίζει γλωσσικά τους Τρώες από τους συμμάχους τους στη Μικρά Ασία, τους ίδιους τούς παρουσιάζει ως ομόγλωσσους και ομόθρησκους των Ελλήνων με κάποιες διαφορές μόνο στα έθιμα.
Μεταξύ άλλων, στο βιβλίο επιβεβαιώνεται η σημασία του Μυκηναϊκού πολιτισμού και η βαρύτητά του στη γεωπολιτική σκακιέρα της εποχής εκείνης. Επιπλέον, αναφέρεται ότι πράγματι οι Ελληνες κατευθύνθηκαν προς Ανατολάς. Αποστολή τους, όμως, δεν ήταν να φέρουν πίσω την «ωραιότερη γυναίκα του κόσμου». Ο πόλεμος δεν πραγματοποιήθηκε «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη» όπως λέει και ο Γιώργος Σεφέρης, αλλά για κάτι πολύ πιο πρακτικό.
Ηταν μια εποχή που οι Ελληνες στο ανατολικό Αιγαίο και στη Μίλητο συστηματικά παρενοχλούσαν τους Χετταίους, οι οποίοι δέσποζαν στη Μικρά Ασία. Ισως γνώριζαν ότι αν δεν κυριαρχήσουν θα εξαφανιστούν, όπως τόσοι και τόσοι πριν απ’ αυτούς. Το μόνο βέβαιο είναι ότι υπάρχει επιστολή Αχαιού βασιλιά που θέτει στον αντίστοιχο των Χετταίων ως πρόβλημα την εκκρεμότητα της απόδοσης κάποιων νησιών από προίκα, για γάμο που έγινε πριν από αρκετές γενιές και είχε συμφωνηθεί με τον προ-προπάππο του βασιλιά των Χετταίων Muwatalli B’. Αυτός φαίνεται να έζησε περίπου το 1270 π.Χ.
Το τέχνασμα των Αχιγιάβα
Ακόμα και αν χρειάστηκε να περάσει περισσότερο από ένας αιώνας από τον γάμο και την αθέτηση της προίκας, οι Αχαιοί τη θυμήθηκαν, οργανώνοντας πολεμική εκστρατεία! Προφανώς επρόκειτο για τέχνασμα. Ηταν ένας βασιλιάς των Αχιγιάβα (Αχαιών) αυτός που αποφάσισε να διεκδικήσει μέσω πολέμου αυτό που είχαν υποσχεθεί στον πρόγονό του και βασιλιά της Wilusa (Ιλίου). Ολα τα παραπάνω προκύπτουν από τα χεττιτικά κείμενα που ανακαλύφθηκαν. Σε αυτά συναντά κανείς τον όρο «Αχιγιάβα», ο οποίος θεωρείται από τη συντριπτική πλειονότητα των μελετητών ότι σχετίζεται ετυμολογικά με το εθνώνυμο «Αχαιοί». Οι Χετταίοι αναφέρονται και σε κάποιον Πιγιαμαράντο, ο οποίος ήταν Χετταίος που συμμάχησε με τους Ελληνες. Αυτός παρενοχλούσε συστηματικά τα παράλια και την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας και σημείωνε σημαντικές νίκες. Οι Χετταίοι γράφουν: «Εδιωξε από το Ιλιον (Wilusa) τον βασιλιά Αλέξανδρο (Alaksandu). Πήγε ως εκεί με τον στρατό του και τον έδιωξε. Τον τρόμαξε και έφυγε; Επαναστάτησαν οι κάτοικοι του Ιλίου και τον έδιωξαν; Δεν γνωρίζουμε. Πάντως, ο Αλέξανδρος ήταν βασιλιάς, υποτελής του Χετταίου ηγεμόνα, είχαν υπογράψει συνθήκη μεταξύ τους, γι’ αυτό και οι Χετταίοι τελικά τον βοήθησαν να ξαναπάρει τον θρόνο».
Οπως και να ’χει, οι νέες αυτές μελέτες απομακρύνουν τον έτσι και αλλιώς φερόμενο ως φαντασιακό μύθο της Ωραίας Ελένης. «Ου νέμεσις Τρώας και ευκνήμιδας Αχαιούς τοιήδ’ αμφί γυναικί πολύν χρόνον άλγεα πάσχειν. Αινώς αθανάτησι θεής εις ώπα έοικεν». (Γ’ 156, 8 ) Οι ομηρικοί αυτοί στίχοι σημαίνουν: «Χαλάλι, τόσοι παιδεμοί για μια τέτοια γυναίκα, στους Τρώες και στους Αχαιούς με τις καλές κνημίδες. Με τις αθάνατες θεές φρικτά μοιάζει στην όψη» και αναφέρονται στην Ωραία Ελένη, για χάρη της οποίας υποτίθεται ότι ξεκίνησε ένας δεκαετής πόλεμος. Η παλαιότερη και πιο διάσημη αφήγηση του Τρωικού Πολέμου ανήκει στον Ομηρο, ο οποίος έζησε γύρω στο 700 π.Χ., εκεί πού σήμερα βρίσκεται η δυτική Τουρκία. Συνέθεσε δύο επικά ποιήματα: την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Αυτά διδάσκονται ακόμα και σήμερα. Ο ποιητής στη συνέχεια περιγράφει τη μυθική πέτρα του σκανδάλου και σύζυγο του Μενέλαου ως καλλίκομον (ομορφομαλλούσα), καλλιπάρηον (ομορφοπρόσωπη), λευκώλενον (ασπροχέρα), τανύπεπλον (ομορφοντυμένη), αλλά και ριγεδανήν (φρικτή). Κι αυτό επειδή προκάλεσε τον αφανισμό τόσων και τόσων γενναίων ανδρών. Ο θρύλος αυτός διαχύθηκε, επηρεάζοντας και τα έργα άλλων σημαντικών τραγωδών και ποιητών.
Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός
Ο Αισχύλος αποκαλεί την Ωραία Ελένη «ελεύναν, έλανδρον, ελέπτολιν». Δηλαδή καταστροφή για τα καράβια, τους άνδρες και τις πολιτείες. Λυρικοί ποιητές όπως ο Ιβυκος και ο Αλκαίος επίσης εμπνέονται από αυτήν, ταυτίζοντάς την με την απιστία που οδηγεί στην καταστροφή. Αλλοι, όπως η ποιήτρια από τη Λέσβο Σαπφώ, αναφέρονται στην Ελένη όχι για να την κατακρίνουν, αλλά για να αποδείξουν τη σφοδρότητα του έρωτα που ενίοτε προκαλεί τα χειρότερα δεινά. Αντιθέτως, στον Ευριπίδη η Ελένη παρουσιάζεται περισσότερο ως θύμα και πάει λέγοντας… Οπως και να ’χει, η Ωραία Ελένη αποτελεί έναν μύθο με ποικίλες παραλλαγές. Οι νέες μελέτες, όμως, προτάσσουν πολύ πιο κυνικά αίτια πολέμου από την ομορφιά. Εξετάζοντας κανείς τα παραπάνω επιστημονικά έργα, κατανοεί όχι μόνο τον Τρωικό πόλεμο και τα πιθανά αίτιά του, αλλά και τον περίφημο Μυκηναϊκό πολιτισμό.
Οταν η φύση, μέσω της έκρηξης του Ηφαιστείου στη Σαντορίνη, έδωσε τέλος στον πολιτισμό και στην κυριαρχία των Μινωιτών, οι Μυκηναίοι ήταν αυτοί που άνθησαν. O πολιτισμός τους ονομάζεται Μυκηναϊκός και χαρακτηριζόταν από ιδιαίτερα έντονο στρατιωτικό και πολεμικό χαρακτήρα, ο οποίος αποτυπώνεται στα όπλα και στα περίφημα κυκλώπεια φρούριά τους. Ουσιαστικά ήταν μια σειρά από ξεχωριστά βασίλεια πολεμιστών με κυριότερα αυτά των Μυκηνών, της Θήβας, της Τίρυνθας και της Πύλου. Εμφανίζονται από τον Ομηρο να ενώνουν δυνάμεις για να επιτεθούν στην Τροία, στη βορειοδυτική Ανατολία. Αυτή βρισκόταν στη δυτική Τουρκία και αποκαλούνταν αρχικά Βίλιον και στη συνέχεια Ιλιον – Τροία. Κατά την Υστερη Εποχή του Χαλκού, ήταν πλούσια και κραταιά.
Ο καθηγητής Κοπανιάς καταλήγει στο ότι «τα χεττιτικά κείμενα όντως επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός ιστορικού πυρήνα στα ομηρικά έπη και στη Μυθολογία και πρέπει να τα διαβάζουμε με μεγάλο ενδιαφέρον και ιδιαίτερη προσοχή. Οχι ως ιστορικά κείμενα αλλά ως κείμενα που μας προσφέρουν ιστορικές πληροφορίες, τις οποίες όμως πρώτα πρέπει να επιβεβαιώσουμε και από άλλες πηγές, προτού τις υιοθετήσουμε».