Πρός
τό Χριστεπώνυμον Πλήρωμα
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν
Παιδιά μου εὐλογημένα,
Ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἡ Μητρόπολις τῶν ἑορτῶν κατά τόν ἱερό Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἃγιον Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Τήν λαμπρά αὐτήν ἑορτή, ἀκολουθοῦν οἱ ἂλλες μεγάλες καί λαμπρές Δεσποτικές ἑορτές. Χωρίς τήν Γέννηση, δέν θά εἲχαμε Θεοφάνεια, δέν θά εἲχαμε Μεταμόρφωση, Σταύρωση, Ἀνάσταση καί Ἀνάληψη.
Χωρίς τήν Γέννηση, πού εἶναι οὐσιαστικά ἡ κένωση τοῦ Θεοῦ, τό ἂδειασμα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ταπεινώνεται καί προσλαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση, δέν θά εἲχαμε τήν σωτηρία καί τήν λύτρωση ἐκ τῆς ἀρχαίας ἀρᾶς, τῆς κατάρας δηλαδή ἀπό τήν παρακοή καί τήν ἀποστασία τῶν πρωτοπλάστων, δέν θά εἲχαμε τήν θέωση.
Ἡ κένωση δέν σημαίνει ἁπλῶς, ὃτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός γεννήθηκε μέσα σέ ἓνα σπήλαιο πτωχός, ταπεινός, ὃτι ἒζησε τόν διωγμό καί τήν ἀδικία ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων. Ἡ κένωση συνίσταται στό ὃτι ὁ ἀπερινόητος, ὁ ἂκτιστος Θεός, προσέλαβε τήν ἀνθρωπίνη φύση. Στό ὃτι τό κτιστό ἑνώθηκε μέ τό ἂκτιστο. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώθηκε μέ τήν θεία «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως».
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὃτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, «ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἂνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Πρ, Φιλιππησίους, Β’ 5-9). Δηλαδή, μέ ἁπλά λόγια, ὁ Θεός ἒγινε ἂνθρωπος καί ἐταπείνωσε τόν ἑαυτό του τόσο πού ἒφτασε μέχρι τό σταυρό καί τόν θάνατο.
Ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονός ἱστορικό, τό ὁποῖο συνέβη σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο, εἶναι ὃμως καί παραμένει μυστήριο μέγα, κατά τόν ἱερόν Ὑμνογράφο τῆς Ἐκκλησίας μας:
«Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον!
οὐρανὸν τὸ σπήλαιον·
θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον·
τὴν φάτνην χωρίον,
ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος,
Χριστὸς ὁ Θεός,
ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν»
Στό μέγα αὐτό Μυστήριο καί γεγονός συμμετέχει ἡ σύμπασα δημιουργία τοῦ Θεοῦ, οἱ ἂνθρωποι, οἱ ἂγγελοι, οἱ οὐρανοί καί ἡ γῆ, ἀνακαινίζεται ὁ σύμπας κόσμος. «Τά σύμπαντα σήμερον χαρᾶς πληροῦνται, Χριστός ἐτέχθη ἐκ τῆς Παρθένου».
Αὐτή ἡ χαρά εἶναι οὐράνια κατάσταση, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἂνθρωπο, στόν κόσμον ὁλόκληρο. Αὐτή τήν χαρά βιώνουν ὃσοι, ὂχι μόνον σήμερα, ἀλλά συνεχῶς προσεγγίζουν μέ πίστη αὐτό τό Μυστήριο καί προσκυνοῦν στό Θεοδέγμον Σπήλαιο τόν νηπιάσαντα Κύριο, μαζί μέ τούς ταπεινούς ποιμένες καί τούς σοφούς, τούς μάγους τῆς ἀνατολῆς. Ὃσοι βιώνουν βαθειά, ἐσωτερικά, ἐμπειρικά, αὐτή τήν κένωση τοῦ ἀχωρήτου καί τήν ταπείνωση τοῦ πανσθενουργοῦ Κυρίου καί μαζί μέ τίς οὐράνιες δυνάμεις, ψάλλουν ὓμνο θεσπέσιο, δοξαστικό, «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Αὐτή τήν χαρά βιώνουν ὃλοι, ὃσοι ἀπό τῆς ἀρχῆς καί μέχρι τῶν ἑσχάτων γαληνεύουν κοντά στόν νηπιάσαντα Κύριο πνευματικά, εὑρίσκουν τήν ἑνότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ τους κόσμου, εἰρηνεύουν μέ τόν Θεό καί μέ τόν κόσμο.
Μέ αὐτές τίς σκέψεις καί μέ αὐτές τίς ἐσωτερικές διαθέσεις, ὑποδεχόμεθα καί ἐφέτος τόν ἐν σπηλαίῳ τεχθέντα Κύριο. Κουρασμένοι ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας καί τήν ὀδύνη τῆς ἀποστασία μας ἀπ’ Αὐτόν, ζώντας τήν ἀπομάκρυνση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἂλλον, βιώνοντας μιά πανδημία ἡ ὁποία ἦλθεν ὡς δοκιμασία, ὣστε νά ἀνανήψωμε καί νά κατανοήσωμε τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί σμικρότητά μας, εὑρισκόμεθα ἐνώπιον φρικτῆς σκηνῆς, ὃπου ἡ Θεοτόκος βαστάζει τόν τά πάντα βαστάζοντα καί γαλουχεῖ τόν τροφοδότην τοῦ σύμπαντος κόσμου. Εὑρισκόμεθα ἐνώπιον τῆς σκηνῆς, ὃπου ἡ κτίσις ὑποκλίνεται στόν Θεάνθρωπο Κύριο.
Τί ἆρα γε πρέπει νά πράξωμεν, ἐμβαθύνοντες στό νόημα αὐτῆς τῆς ἑορτῆς, τῆς παγκόσμιας, τῆς ἐπίγειας καί οὐράνιας πανηγύρεως;
– Νά προσεγγίσωμε τό θεοδέγμον Σπήλαιο μέ ταπείνωση, ὃπως οἱ Ποιμένες τῆς Βηθλεέμ.
– Νά εἰσέλθωμε προσφέροντες ὡς δῶρον στόν Κύριο, τόν ἲδιο τόν ἑαυτό μας, ὃπως εἶναι, ὣστε νά τόν ἐξαγνίσῃ καί τόν ὡραΐσῃ, νά τόν σώσῃ ἐκ τῶν παγίδων τοῦ διαβόλου καί νά τόν ἁγιάσῃ.
– Νά ἐκζητήσωμεν, ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ, τήν ἂφεση τῶν ἁμαρτιῶν, προσπίπτοντες ἐν μετανοίᾳ πρός τόν οὐράνιο Λυτρωτή.
– Νά ἀνοίξωμε τίς πύλες τῆς καρδιᾶς μας, τοῦ σπιτιοῦ μας, τῆς κοινωνίας μας καί νά φιλοξενήσωμε Ἐκεῖνον, πού κτυπάει τήν πόρτα μας καί περιμένει γιά νά εἰσέλθῃ καί νά ἀναπαυθῇ.
– Νά ἀνοίξωμε τήν καρδιά μας στόν κάθε ἂνθρωπο καί νά ζήσωμε τό μεγαλεῖο τῆς κοινωνίας μέ τόν ἐνανθρωπήσαντα Κύριο, μέσα ἀπό τό πρόσωπο τοῦ ἂλλου, τοῦ ἀδελφοῦ μας, ὃποιος καί ἂν εἶναι, σκύβοντας πάνω στίς πληγές καί στά προβλήματά του, ὣστε νά θεραπεύσωμε καί τίς δικές μας πνευματικές ἀτέλειες.
– Νά λυγίσωμε τά γόνατα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος ἐνώπιον τῆς σαρκωμένης Ἀγάπης καί νά ἱκετεύσωμε γιά τούς πάσχοντας ἀδελφούς μας, εἲτε ἀπό τήν πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ, εἲτε ἀπό ἂλλες ἀσθένειες.
– Νά παρακαλέσωμε γιά τό Ἰατρικό καί Νοσηλευτικό προσωπικό τῶν Νοσοκομείων μας, γιά ὃσους σηκώνουν τόν βαρύ σταυρό τῆς φροντίδος καί τῆς συμπαραστάσεως τῶν ἀσθενῶν.
– Νά δεηθῶμεν μετά δακρύων, ὣστε νά μᾶς ἐλεήσῃ Κύριος ὁ Θεός καί παραβλέπων τά πολλά μας ἁμαρτήματα νά μᾶς ἀπαλλάξῃ ἀπό τίς δοκιμασίες καί τάς πολλάς βασάνους καί νά μᾶς χαρίσῃ τήν οὐράνια ἀναψυχή καί τόν γλυκασμό, τά δῶρα αὐτά πού ἐκχέονται ἀπό τό θεοδέγμον Σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.
– Ἂς μήν ἀργήσωμε, λοιπόν, ἀδελφοί, ἢδη, ἦλθεν, «ἒστηκεν ἐπί τήν θύραν καί κρούει».
Μακάρι, ἒστω καί τήν ἐσχάτη ὣρα καί στιγμή, νά ἀκούσωμε τούς κτύπους τῆς ἀγαπώσης καρδίας Του καί νά Τοῦ δώσωμε τήν ἰδική μας καρδία, ὡς ἂλλη φάτνη θερμή, ἁγνή καί καθαρή, ὣστε νά ζήσωμε ἐν Αὐτῷ πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς μας καί εἰς τούς ἀτελευτήτους αἰῶνας.
Σᾶς ἀσπάζομαι ἐν Κυρίῳ καί σᾶς εὒχομαι πανευφρόσυνα Χριστούγεννα.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
Ο ΠΑΤΡΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ