Ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, επιστροφή του ΑΕΠ αρκετά κοντά στα επίπεδα του 2009, επανεμφάνιση του μονοψήφιου ποσοστού στον δείκτη της ανεργίας, αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού της χώρας από τις αγορές ομολόγων, εξάλειψη των δυσθεώρητων πρωτογενών ελλειμμάτων και βελτίωση και στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Σαφή δείγματα επιστροφής στην «κανονικότητα» της προ μνημονίων περιόδου. Όμως όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, υπάρχουν και άλλοι δείκτες που δείχνουν ότι μένουν πολλά ακόμη να γίνουν. Η σύνθεση του χρέους μπορεί να βελτιώθηκε μετά το «κούρεμα» του PSI και τη ρύθμιση που πρόσφερε ο «επίσημος τομέας», ωστόσο εξακολουθεί να είναι υψηλότερο από το 2009 τόσο αναλογικά με το ΑΕΠ όσο και σε απόλυτο αριθμό. Ο μέσος μισθός του ιδιωτικού τομέα είναι πολύ χαμηλότερος συγκριτικά με τα προ 13 ετών επίπεδα, παρά το γεγονός ότι ο κατώτατος μισθός είναι υψηλότερος από το 2009. Πάσχουμε σοβαρά σε θέματα παραγωγικότητας της εργασίας, ενώ απαιτείται πολύ μεγάλη αύξηση των επενδύσεων προκειμένου να καλυφθεί το λεγόμενο «επενδυτικό κενό», αλλά και να επιστρέψει η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ στα επίπεδα που ήταν πριν από τα μνημόνια. Πολύ μικρότερη παραμένει η επενδυτική δραστηριότητα και στην κτηματαγορά, με τη σύγκριση 2009-2023 να βγάζει μείωση των ετήσιων επενδύσεων ακόμη και άνω του 70%-80%.
Τρεις είναι οι βασικότεροι δείκτες στους οποίους αναζητείται η… επιστροφή στο παρελθόν, δηλαδή στα επίπεδα του 2009:
1. Ο πρώτος είναι το ύψος του μισθού. Η «απογραφή» που κάνει ο e-ΕΦΚΑ μέσω των αναλυτικών περιοδικών δηλώσεων (ΑΠΔ) δείχνει ότι ο μέσος εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα είχε μεικτό μισθό στις αρχές του 2009 της τάξεως των 1.234 ευρώ και τον Φεβρουάριο του 2023 το αντίστοιχο ποσό ήταν 1.038 ευρώ. Χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το αυξημένο κόστος ζωής ή και οι κρατήσεις για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, προκύπτει σαφής μείωση ακόμη και σε ονομαστικό επίπεδο. Τα επιμέρους στοιχεία δείχνουν και την έκταση του προβλήματος: στην πλήρη απασχόληση, ο μέσος μισθός ήταν 1.379 ευρώ και έχει υποχωρήσει στα 1.251 ευρώ και στη μερική απασχόληση ήταν 540 ευρώ και έχει διαμορφωθεί στα 430 ευρώ.
Ο διοικητικά καθορισμένος μισθός (ο κατώτατος μισθός) βρίσκεται ήδη σε υψηλότερα επίπεδα από το 2009 (780 ευρώ έναντι 701 ευρώ) και θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο μέσα στο 2024, φτάνοντας και στο νέο ιστορικό υψηλό των 810-820 ευρώ. Ομως, για να φτάσει και ο μέσος μισθός σε νέο ιστορικό υψηλό (σε ονομαστικό επίπεδο) απαιτείται ευρύτερη κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα με υπογραφές νέων συλλογικών και επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας. Το ζητούμενο για τους ειδικούς είναι οι αυξήσεις στις αποδοχές να συνδυαστούν και με αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ώστε να μην αποτελέσει το πρόσθετο εισόδημα αιτία για να τροφοδοτηθεί ένα «πληθωριστικό σπιράλ».
2. O δεύτερος δείκτης που χρίζει βελτίωσης –ποσοτικής και ποιοτικής– είναι η αναλογία των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ. Διπλή η υστέρηση της Ελλάδας. Ενώ το 2009 το μερίδιο των επενδύσεων ξεπερνούσε το 20%, με βάση την εκτίμηση κλεισίματος για το 2023 το μερίδιο είναι μικρότερο του 15%. Το «επενδυτικό κενό» (δηλαδή η διαφορά σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε.) είναι της τάξεως των 8-9 ποσοστιαίων μονάδων και πρέπει να κλείσει προκειμένου να στηριχθεί και ο βασικός στόχος που είναι η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Πολύ μεγάλης σημασίας είναι, μεγάλο μέρος των επενδύσεων να κατευθυνθεί για την τεχνολογική πρόοδο, καθώς είναι ο βασικός τρόπος με τον οποίο μπορεί να καταγραφεί αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, να δικαιολογηθούν μεγαλύτερες αυξήσεις μισθών άρα και αύξηση της κατανάλωσης. Επίσης, αύξησης χρίζουν και οι επενδύσεις στα ακίνητα, ειδικά στις κατοικίες, προκει-μένου να αντιμετωπιστεί το μείζον πρόβλημα της στέγασης.
3. Στα 14 χρόνια που μεσολάβησαν από το 2009, έγινε το μεγαλύτερο «κούρεμα» δημοσίου χρέους στην Ιστορία, αλλά και η μεγαλύτερη αναδιάρθρωση. Ομως, το 2023 θα κλείσει για την Ελλάδα με το χρέος σε απόλυτο ποσό να είναι στα 357 δισ. ευρώ έναντι 298 δισ. ευρώ το 2009 και την αναλογία του ως προς το ΑΕΠ να διαμορφώνεται στο 160% από 127% το 2009. Η ταχεία μείωση της αναλογίας του χρέους προς το ΑΕΠ αποτελεί βασική προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής και για την επίτευξη του στόχου το ζητούμενο πλέον είναι να ξεκινήσει και η μείωση του χρέους σε απόλυτο ποσό (σ.σ. περίπου κατά 3 δισ. ευρώ μόνο μέσα στο 2024, όπως προκύπτει από το νέο πρόγραμμα δανεισμού).
Σε δημοσιονομικό επίπεδο η εικόνα της Ελλάδας είναι σαφώς καλύτερη σε σχέση με το 2009, καθώς τα εξωφρενικά πρωτογενή ελλείμματα που οδήγησαν στη χρεοκοπία έχουν δώσει τη θέση τους σε πρωτογενή πλεονάσματα. Σ’ αυτό έχει συμβάλει και η αύξηση των φορολογικών εσόδων. Παρά το γεγονός ότι το ΑΕΠ το 2023 δεν έχει ανακτήσει ακόμη τα επίπεδα του 2009 (απέχουμε περίπου 13 δισ. ευρώ και το κενό αναμένεται να καλυφθεί μέχρι το 2025), τα έσοδα από ΦΠΑ είναι περίπου 6,5-7 δισ. ευρώ παραπάνω σε σχέση με το 2009, κάτι που προφανώς συνδέεται και με τον πληθωρισμό και με την εκτόξευση των συντελεστών, αλλά και με την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Μικρότερη είναι η διαφορά στις εισπράξεις από τον φόρο εισοδήματος, κάτι που συνδέεται και με το γεγονός ότι τα δηλωθέντα εισοδήματα στην εφορία είναι ακόμη και σήμερα λιγότερα σε σχέση με το 2009 (περίπου 90 δισ. ευρώ έναντι 103 δισ. ευρώ το 2009).