Με το φαινόμενο των ακραία υψηλών τιμών (σε επίπεδα-ρεκόρ) να πλήττει το ενεργειακό σύστημα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία και άλλες χώρες ετοιμάζονται να ζητήσουν τη δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού που θα αποκλιμακώνει τις τιμές.
Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση έγινε με τον Ελληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να αναδεικνύει το θέμα στο ανώτατο ευρωπαϊκό επίπεδο, με επιστολή που απέστειλε στην πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Σε αυτή, ο κ. Μητσοτάκης εξηγεί ότι οι παθογένειες της ευρωπαϊκής αγοράς είχαν ως αποτέλεσμα απότομες και μεγάλες ανατιμήσεις, καλώντας τις Βρυξέλλες να δώσουν άμεσα μια «πολιτική απάντηση» στην «παρατεταμένη κρίση». Ο πρωθυπουργός στην επιστολή του ζητά από την Ε.Ε. να αναλάβει δράση για την αύξηση των δυνατοτήτων διασυνοριακής μεταφοράς ενέργειας, δηλαδή την ενίσχυση των διασυνδέσεων ανάμεσα στα κράτη-μέλη, ενώ τονίζει τη σημασία της καλύτερης εποπτείας της ευρωπαϊκής αγοράς, την οποία χαρακτηρίζει «μαύρο κουτί» που είναι «ακατανόητο ακόμα και για ειδικούς».
Επιστολή και στην Κομισιόν
Σε δεύτερη φάση, σύμφωνα με πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το «ΘΕΜΑ», θα ακολουθήσει μια ακόμα επιστολή, από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία εν είδει non paper στην Κομισιόν, στην οποία θα αναλύεται -και μάλιστα με συγκεκριμένα παραδείγματα και αριθμούς- το πρόβλημα των ακραίων τιμών της ενέργειας. Η… τελική μάχη αναμένεται να δοθεί στα μέσα Οκτωβρίου, οπότε και αναμένεται η διεξαγωγή Συμβουλίου Υπουργών Ενέργειας όπου θα συζητηθεί η κοινή πρωτοβουλία που αναλαμβάνουν η Ελλάδα, η Ρουμανία και η Βουλγαρία για την αποκλιμάκωση των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος.
Ναι, αλλά γιατί (ξανα)ακριβαίνει το ρεύμα;
Το τιμολογιακό βάρος που σηκώνουν οι βαλκανικές κυρίως χώρες σε ό,τι αφορά την ενέργεια αποδεικνύεται από την απόκλιση του κόστους ανάμεσα σε αυτές και τις άλλες βαλκανικές χώρες. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου,η Ελλάδα είχε μέση τιμή 146,28 ευρώ τη μεγαβατώρα, η Ρουμανία 158,74 και η Βουλγαρία 146,34 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Αυτό, την ώρα που η μέση τιμή της μεγαβατώρας στη Γαλλία για το ίδιο διάστημα έφτανε τα 77,21 ευρώ και στη Γερμανία τα 94,41. Σε ό,τι αφορά τις ανώτατες τιμές χονδρεμπορικής, οι αριθμοί είναι ακόμα πιο… τρομακτικοί, αφού ξεπέρασαν τα 940 ευρώ τη μεγαβατώρα και οδεύουν ολοταχώς προς τα 1.000 ευρώ. Γιατί συμβαίνει αυτό λοιπόν;
Ειδικοί εξηγούν ότι είναι «απολύτως αναμενόμενο αυτό το φαινόμενο», από τη στιγμή που στην αγορά έχει προκύψει ξαφνικά ένας «desperate consumer», δηλαδή ένας απελπισμένος καταναλωτής ενέργειας, ο οποίος προκαλεί στρεβλώσεις στο target model, αλλά και την αγορά ενέργειας αυτής καθαυτής. Ο λόγος για την Ουκρανία, η οποία αποτελούσε έναν από τους μεγάλους παραγωγούς ενέργειας της Ευρώπης. Ωστόσο η στρατηγική επιλογή της Ρωσίας να βομβαρδίζει στοχευμένα το ενεργειακό της δίκτυο έχει αναγκάσει τη χώρα να θέσει εκτός τα πυρηνικά εργοστάσια παραγωγής ρεύματος. Και καθώς η Ουκρανία έχει στραγγίξει από ρεύμα, αναγκάζεται να μετατραπεί σε εισαγωγέα ενέργειας, πληρώνοντας μάλιστα όσο όσο.
Αυτό το όσο όσο είναι που προκαλεί και τη μεγάλη στρέβλωση. Το τελευταίο διάστημα και όσο η Ρωσία έχει εντείνει τους βομβαρδισμούς της, η Ουκρανία αγοράζει ενέργεια σε κόστος που κινείται κατά μέσον όρο στα 6.000 ευρώ ανά μεγαβατώρα και έχει φτάσει ως και τα 9.000 ευρώ τη μεγαβατώρα! Σε αυτή την περίπτωση εμφανίζεται η απόλυτη κερδοσκοπική πτυχή του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης: ενώ, δηλαδή, δεν υπάρχει έλλειμμα ενέργειας και η παραγωγή φτάνει να καλύψει τη ζήτηση, ο «απελπισμένος καταναλωτής» ωθεί, άθελά του, ανοδικά την τιμή και για τους άλλους, ιδιαίτερα αυτούς που είναι αποκομμένοι από την υπόλοιπη αγορά. Γιατί όμως αυτό αφορά την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τις άλλες βαλκανικές χώρες και όχι αυτές της Κεντρικής και της Βόρειας Ευρώπης;
Το target model, το σύστημα που έχει υιοθετήσει η Ευρωπαϊκή Ενωση, όχι μόνο δεν βοηθά, αλλά επιδεινώνει την κατάσταση. Κι αυτό γιατί, όπως εξηγούν παράγοντες του υπουργείου Ενέργειας στο «ΘΕΜΑ», το target model έχει την αδυναμία ότι «παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει αλλαγή κόστους ή παραγόμενης ποσότητας της ενέργειας, υπάρχει ο “desperate consumer”, λόγω του οποίου η τελευταία τιμή που δίνεται για να εκκαθαριστεί η αγορά είναι στα όρια της παράνοιας. Το target model δίνει την τελευταία τιμή σε όλους και βγάζουν όλοι (οι παραγωγοί) τρελά λεφτά, με εξαίρεση τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, οι οποίες λειτουργούν με ταρίφες».
Το ευρωπαϊκό σύστημα δέχεται τις ακραίες τιμές ως μέση, εξηγούν οι ίδιες πηγές, για να στείλει ένα σήμα στην αγορά. Το σήμα που παίρνει η αγορά σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, είναι να παίρνουν πιο πολλά χρήματα οι παραγωγοί. Καθώς τα χρήματα αυτά τα πληρώνουν οι καταναλωτές, η ελληνική πλευρά υποστηρίζει -και είναι απολύτως λογικό- ότι δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να κατευθύνονται τα λεφτά αυτά στους παραγωγούς, όταν χρειάζονται επενδύσεις διασυνδέσεων (καλώδια) που θα έπρεπε να κάνουν οι διαχειριστές των δικτύων. Κι αυτό όταν οι διασυνδέσεις πληρώνονται και πάλι από τους καταναλωτές και τις κάνουν οι πάροχοι με σκληρό ρυθμιζόμενο ποσοστό. Είναι δηλαδή ο… ορισμός του παραλόγου: το σύστημα προβλέπει να υπολογίζονται οι ακραίες τιμές για να δίνεται σήμα στους ρυθμιστές ώστε να κάνουν επενδύσεις που θα αποτρέπουν τα ενεργειακά νησιά, όμως δίνει τα λεφτά στους παραγωγούς.
Το… τρίτο κακό της μοίρας μας, το οποίο ωθεί τις τιμές σε ακραία επίπεδα στην περιοχή μας, είναι ο… καλός μας ο καιρός. Το φετινό (ή, καλύτερα, και το φετινό) καλοκαίρι ήταν το θερμότερο που έχει καταγραφεί ποτέ στον πλανήτη και στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ήταν ουσιαστικά ένας συνεχής, τρίμηνος καύσωνας με θερμοκρασίες-ρεκόρ.
Αυτό έφερε αύξηση της κατανάλωσης λόγω της ανάγκης χρήσης κλιματιστικών σε τέτοιον βαθμό που, στην περίπτωση της Ελλάδας, έφτασε το 40% τους τρεις μήνες του καλοκαιριού. Και ενώ ταυτόχρονα η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας που αποδίδεται στην κλιματική κρίση οδηγεί κι άλλες, παραδοσιακά ψυχρές ευρωπαϊκές χώρες στην ανάγκη χρήσης air condition, αυτή είναι μια τάση η οποία -βάσει των όσων προβλέπουν οι επιστήμονες- αν δεν ενταθεί, θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια, με τα καλοκαίρια να γίνονται πιο θερμά και άρα τη ζήτηση να εκτοξεύεται.
Σε αυτή την περίπτωση αναλαμβάνει ο «νόμος της αγοράς», κατά τον οποίο η μεγαλύτερη ζήτηση λόγω ακραίων καιρικών συνθηκών οδηγεί σε αύξηση της τιμής του ρεύματος. Αυτό δεν θα ήταν καταστροφικό από μόνο του, όμως συνδυάζεται με την έκρηξη της ζήτησης από την Ουκρανία και το φαινόμενο του «ενεργειακού νησιού», επιτρέποντας στους παραγωγούς να κερδοσκοπήσουν, εκτοξεύοντας τις τιμές. Οι ΑΠΕ θα μπορούσαν να δώσουν τη λύση παρέχοντας την απαραίτητη ενέργεια σε σταθερά χαμηλό κόστος, όμως έχουν το μειονέκτημα ότι δεν παράγουν 24 ώρες το 24ωρο και εξαρτώνται εν πολλοίς από τις καιρικές συνθήκες.
Παρέμβαση Μητσοτάκη
Αυτή η ανισορροπία της ζήτησης που αναμένεται να γίνει μόνιμο και διαρκώς εντεινόμενο φαινόμενο τα καλοκαίρια στην περιοχή μας, η δυσλειτουργία του target model και οι αρρυθμίες που προκαλεί ο παράγοντας Ουκρανία στην ευρωπαϊκή αγορά, είναι κάποια από τα αντικείμενα που θα θέσει η Ελλάδα με τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία στην ευρωοικογένεια. Ο πρωθυπουργός, από το βήμα της ΔΕΘ έδωσε το στίγμα του, προαναγγέλλοντας την ανάδειξη του ζητήματος από τη μεριά του με την επιστολή στην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Εκεί, όπως είπε, θα εξηγεί πως «λέμε ότι έχουμε μια ενιαία αγορά, έχουμε το target model, αλλά αυτό δεν λειτούργησε τους τελευταίους μήνες. Και πρέπει να σας πω ότι τις επόμενες μέρες θα αναδείξω το ζήτημα αυτό με μια επιστολή την οποία θα στείλω στην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την κυρία φον ντερ Λάιεν, εξηγώντας ακριβώς το τι έγινε, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στην Ουγγαρία. Και πώς γίνεται να υπάρχουν ώρες της ημέρας όπου η οριακή τιμή του συστήματος να είναι 10 φορές ακριβότερη στα Βαλκάνια απ’ ό,τι είναι στην Αυστρία ή στην Τσεχία. Κάτι δεν δουλεύει καλά. Δεν δουλεύει καλά στο ευρωπαϊκό μοντέλο.
Εξάγουμε ενέργεια στην Ουκρανία, αλλά δεν θα πληρώσει ο Ελληνας καταναλωτής τις στρεβλώσεις του ευρωπαϊκού μοντέλου. Θα πάρουμε τα υπερκέρδη, θα τα γυρίσουμε στους καταναλωτές ώστε να έχουν τιμές κάτω από 15 λεπτά την κιλοβατώρα. Στις λιανικές τιμές, η Ελλάδα αισθητά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Θα δώσω αγώνα να διορθωθούν αυτές οι στρεβλώσεις».
Το καλό και μάλλον αναμενόμενο σενάριο θέλει οι ελληνικές προτάσεις να γίνονται αποδεκτές και να δημιουργείται αυτός ο μηχανισμός παρέμβασης όποτε θα παρατηρούνται οι παραπάνω ανισορροπίες. Το ζητούμενο για τις αιτούσες χώρες (Ελλάδα, Ρουμανία, Βουλγαρία) είναι ο μηχανισμός αυτός να έχει μόνιμο χαρακτήρα και να ελέγχεται από τις ίδιες. Ωστόσο, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αυτή η πρόταση γίνεται δεκτή την 15η Οκτωβρίου (στη σύνοδο των υπουργών) και ο μηχανισμός δημιουργείται την αμέσως επόμενη μέρα, τα αποτελέσματα δεν θα τα δούμε πολύ σύντομα. Ο πρωθυπουργός ανέφερε με νόημα ότι «δεν αναμένω ότι θα υπάρχουν άμεσες λύσεις», ενώ και παράγοντες του υπουργείου Ενέργειας αναφέρουν ότι το αντίκρισμα (και κυρίως αυτό που θα δει ο μέσος καταναλωτής) θα είναι μεσομακροπρόθεσμο.
Ουσιαστικά η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να παρεμβαίνει, όπως κάνει ως σήμερα, όταν οι τιμές του ρεύματος ξεφεύγουν, σηκώνοντας ένα μέρος του βάρους των καταναλωτών. Και τι όφελος θα φέρει ο μηχανισμός; Εν πρώτοις, να γίνει μια προσπάθεια ελέγχου των φαινομένων κερδοσκοπίας, αλλά κυρίως να κατευθύνει τα κέρδη στους διαχειριστές ώστε να γίνουν επενδύσεις που θα ολοκληρώσουν τις διασυνδέσεις και θα οδηγήσουν σε εξάλειψη του φαινομένου του «ενεργειακού νησιού».
Αυτό το τελευταίο θα οδηγήσει και σε οριστική κατάργηση των φαινομένων κερδοσκοπίας στην ενεργειακή αγορά, αλλά αντιλαμβάνεται κανείς ότι για μια σειρά λόγων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί τόσο γρήγορα όσο το καλώδιο διασύνδεσης με την Κύπρο, το οποίο είναι πολύ σημαντικό έργο κυρίως για την Κύπρο, αφού σπάει ουσιαστικά την ενεργειακή της απομόνωση.
Σύμμαχος ο Ντράγκι
Απρόσμενος σύμμαχος στο ενεργειακό ζήτημα της Ελλάδας είναι και ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι. Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, σε έκθεσή του για λογαριασμό της Κομισιόν, τάσσεται υπέρ μιας συνολικής αναθεώρησης του τρόπου με τον οποίο η Ε.Ε. αυξάνει τη χρηματοδότηση επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένης της «νέας κοινής χρηματοδότησης και κοινών περιουσιακών στοιχείων».
Στην έκθεσή του, ο «σούπερ Μάριο» απευθύνει έκκληση για ένα κοινό ασφαλές περιουσιακό στοιχείο και κοινή χρηματοδότηση της Ε.Ε. για την υποστήριξη «ευρωπαϊκών δημόσιων αγαθών», όπως οι κοινές ενεργειακές υποδομές και προτείνει την αναμόρφωση της αγοράς ενέργειας έτσι ώστε η τιμή της φθηνής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές να μην υπαγορεύεται πλέον από το κόστος των ακριβότερων ορυκτών καυσίμων. Διαγιγνώσκει θεμελιώδη ζητήματα με την αγορά ενέργειας της Ε.Ε. και συμπεραίνει πως οι επενδύσεις σε υποδομές είναι αργές και μη βέλτιστες τόσο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όσο και για τα δίκτυα.