Το μέτρο αυτό προβλέπει την επιστροφή από το κράτος του 1/12 της ετήσιας δαπάνης ενός νοικοκυριού για ενοίκια κύριας κατοικίας κάθε χρόνο, κάτω από ορισμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια. Η επιστροφή αυτή θα ισχύσει από φέτος, με την επιστροφή ενοικίου να γίνεται το Νοέμβριο του 2025, και θα αφορά τις δηλώσεις ενοικίων με βάση τις φορολογικές δηλώσεις που θα γίνουν φέτος για το 2024.
Δηλωμένος στόχος του υπ. Οικονομικών δεν είναι μόνο η αντιμετώπιση του προβλήματος της στέγης -μέσω της στήριξης των νοικοκυριών που πληρώνουν ενοίκιο- αλλά και η αντιμετώπιση της φορο – αποφυγής από πλευράς ιδιοκτητών ακινήτων,
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, ο κ. Πιερρακάκης, «δεν συμφέρει πλέον τους πολίτες να αποδέχονται να μη δηλώνεται ολόκληρο το μίσθωμα του ενοικίου».
Και αυτό γιατί αν δεν δηλώσουν οι πολίτες, δηλαδή οι ιδιοκτήτες των ακινήτων σε συνεννόηση με τους ενοικιαστές, το ποσό που καταβάλλεται ως ενοίκιο (αντί κάποιου μικρότερου), τότε οι ενοικιαστές δεν θα το λάβουν πίσω ως επιστροφή.
Ωστόσο, σε αυτήν την περίπτωση, προφανώς οι ιδιοκτήτες θα επωμιστούν μεγαλύτερο φόρο, γεγονός που -επίσης προφανώς- δεν είναι κάτι… ευχάριστο για τους ίδιους.
Με βάση τα στοιχεία τα οποία έδωσε προχθές στη δημοσιότητα το ΥΠΟΙΚ, το μέσο ενοίκιο, σύμφωνα με τις δηλώσεις 1.188.345 ενοικιαστών δυνάμει δικαιούχων της επιστροφής, ανέρχεται στα 255 ευρώ.
Και με βάση αυτό το ποσό (σ.σ. τα 255 ευρώ το μήνα ως ενοίκιο) έχει υπολογιστεί σε γενικές γραμμές και το συνολικό ποσό το οποίο προτίθεται να καταβάλλει το κράτος ως επιστροφή φέτος (360 εκατ. ευρώ).
Ωστόσο, σύμφωνα με μετρήσεις τις οποίες έχουν κάνει πλατφόρμες ενοικίασης ακινήτων, το μέσο ενοίκιο, λαμβάνοντας υπόψιν την παλαιότητα, τα τετραγωνικά μέτρα, την περιοχή δεν απέχει και πολύ από τα 800 ευρώ, όπου έχει θέσει το ΥΠΟΙΚ το ανώτατο όριο επιστροφής ενοικίου…
Αν δηλωνόταν αυτό το ποσό ως ενοίκιο -κατά μέσο όρο- τότε η δαπάνη με βάση τα υφιστάμενα στοιχεία δηλώσεων για την επιστροφή ενοικίου θα ανερχόταν στα 950 εκατ. ευρώ.
Κατά την προχθεσινή παρουσίαση, ο υφυπουργός Οικονομικών, Θάνος Πετραλιάς, δήλωσε πως «αν παρατηρηθεί αύξηση των δηλωθέντων (σ.σ. ενοικίων), θα έχει μεγαλύτερο κόστος το μέτρο». Στη περίπτωση αυτή, όμως, και τα φορολογικά έσοδα του κράτος από τα ενοίκια θα ήταν πολύ υψηλότερα.
Με βάση τους υφιστάμενους συντελεστές (15% για ετήσιο έσοδο από ενοίκιο έως 12.000 ευρώ), τα εν λόγω έσοδα θα έφταναν τα 1,7 δισ. ευρώ.
Έτσι η αναλογία φορολογικών εσόδων από ενοίκια σε σχέση με την επιστροφή ενός ενοικίου θα έφτανε το 55%, δηλαδή το κράτος θα επέστρεφε στους ενοικιαστές ως ενίσχυση (1/12 ετήσιου ενοικίου) λίγο πάνω από το μισό από εκείνο που θα εισέπραττε από τους ιδιοκτήτες ως φόρο σε 12μηνη βάση (950 εκατ. ευρώ προς 1,7 δισ. ευρώ).
Με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα, η κρατική ενίσχυση στους ενοικιαστές θα ανέλθει στα 360 εκατ. ευρώ έναντι 545 εκατ. ευρώ που φέρεται να εισπράττει από τους ιδιοκτήτες ως φόρο σε 12μηνη βάση. Δηλαδή η αναλογία ενίσχυσης στους ενοικιαστές από το κράτος αναλογεί στα δύο τρία όσων εισπράττει από τους ιδιοκτήτες.
Μ’ άλλα λόγια, η δήλωση των πραγματικών ενοικίων (δηλαδή των 800 ευρώ κατά μέσο όρο έναντι των… 255 ευρώ) στην εφορία θα ωφελούσε όχι μόνο τους ενοικιαστές, οι οποίοι θα ελάμβαναν πίσω το 1/12 του ποσού που πραγματικά δίδουν ως ενοίκιο κάθε χρόνο, αλλά και το κράτος καθώς θα εισέπραττε περισσότερα από φόρο και προπαντός περισσότερα ως αναλογία εκείνων που θα επιστρέφει ως ενίσχυση στους ενοικιαστές.
Το ερώτημα είναι ποιο είναι το κίνητρο για τους ιδιοκτήτες προκειμένου να συναινέσουν στη δήλωση του πραγματικού ενοικίου στην εφορία.
Αν εξαιρέσει κανείς εκείνους οι οποίοι θα ανοίξουν τα ακίνητα τους σε μακροχρόνιες συμβάσεις και θα έχουν τριετή απαλλαγή από το φόρο επί των ενοικίων, όλοι οι υπόλοιποι θα πρέπει να πληρώσουν πολύ υψηλότερο φόρο.
Εκτός, αν η κυβέρνηση τους ελαφρύνει από άλλη πλευρά, πχ μέσω μίας περαιτέρω μείωσης του ΕΝΦΙΑ, κάτι που μπορεί να ανακοινωθεί το Σεπτέμβριο από το βήμα της ΔΕΘ.
