Εκκληση προς τους συναδέλφους τους υγειονομικούς που διστάζουν να εμβολιαστούν έναντι της COVID-19 να το πράξουν έστω και τώρα για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους, τους ασθενείς και την οικογένειά τους απευθύνουν μέσω της «Κ» γιατροί και νοσηλευτές του ΕΣΥ.
Τη στιγμή που έχει ανοίξει για τα καλά, από τα πιο επίσημα χείλη, η συζήτηση για υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, οι υγειονομικοί επικαλούνται τη δύναμη της πειθούς που μπορεί να βοηθήσει ακόμα και τους πιο διστακτικούς να λάβουν τη μεγάλη απόφαση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου το τείχος ανοσίας μεταξύ του προσωπικού του, συνυπολογίζοντας όσους εμβολιάστηκαν και όσους νόσησαν από COVID-19, έχει ξεπεράσει το 95%. Η επίδοση αυτή δεν είναι τυχαία. Είναι αποτέλεσμα συστηματικής δουλειάς όπου οι υπεύθυνοι προσέγγισαν κάθε εργαζόμενο ξεχωριστά, απαντώντας στις απορίες και τους ενδοιασμούς για το εμβόλιο.
«Κάνω έκκληση στους συναδέλφους υγειονομικούς, για την προσωπική τους διαφύλαξη, αλλά και διαισθανόμενοι το βάρος του λειτουργήματός τους και της ευθύνης έναντι των ασθενών να εμβολιαστούν», λέει στην «Κ» ο συντονιστής διευθυντής του Πνευμονολογικού Τμήματος του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» Γιώργος Μπουλμπασάκος και συνεχίζει:
«Δουλεύουμε σε ένα περιβάλλον που εκ των πραγμάτων είμαστε εκτεθειμένοι στον ιό. Ολοι είδαμε πόσο εύκολα μολύνθηκαν ασθενείς εντός του νοσοκομείου από συνοδούς που διέφυγαν των ελέγχων. Και ξέρουμε πλέον ότι όσοι νοσηλεύονται, στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι ανεμβολίαστοι. Εγώ προσωπικά έχω δει το τελευταίο διάστημα μόνο έναν νοσηλευόμενο ασθενή λόγω COVID-19 που είχε κάνει και τις δύο δόσεις του εμβολίου. Και είναι σαφές ότι εάν έρθει το τέταρτο κύμα, αυτό θα συγκροτηθεί από ανεμβολίαστους. Και για όσους προβληματίζονται για το γεγονός ότι το εμβόλιο βγήκε πολύ γρήγορα, τους λέω “ναι, όλα γίνανε γρήγορα, αλλά επειδή το επέτρεψε η επιστημονική γνώση”».
Ο κ. Μπουλμπασάκος είναι από τους επιστήμονες που έχουν ταχθεί υπέρ της υποχρεωτικότητας. Οπως επισημαίνει, «οι υγειονομικοί και όλοι όσοι φροντίζουν άτομα σε δομές πρόνοιας και σε γηροκομεία θα πρέπει υποχρεωτικά να εμβολιαστούν. Μπορεί να υπάρχουν διάφορες νομικές απόψεις, ωστόσο ισχύει ήδη η υποχρεωτικότητα σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν παραδείγματος χάριν για τα παιδιά στους παιδικούς σταθμούς που θα πρέπει να προσκομίσουν χαρτί ότι έχουν κάνει κάποια εμβόλια για να μπορούν να εγγραφούν, ή όταν για τους εργαζόμενους σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος που θα πρέπει να έχουν κάνει κάποιες εξετάσεις και εμβόλια. Οταν λοιπόν υπάρχει ένα τόσο μεγάλο θέμα που έχει συνταράξει όλον τον κόσμο καθόμαστε και το συζητάμε; Ακούω τη νομική άποψη, αλλά υπάρχει και ένα δόγμα για τους υγειονομικούς. Το “ωφελέειν ή μη βλάπτειν”. Εγώ που είμαι σε ισχυρή θέση δεν πρέπει να προκαλέσω βλάβη στον ασθενή».
Τα όρια της πειθούς
Στον αντίποδα, υπάρχουν και όσοι τάσσονται κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού, τονίζοντας ότι ακόμα δεν έχουμε εξαντλήσει τα όρια της πειθούς. «Είμαι εναντίον της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών. Θεωρώ για λόγους αρχής ότι καμία ιατρική πράξη δεν είναι υποχρεωτική. Αυτό είναι μία κατάκτηση του πολιτισμού μας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τις φρικαλεότητες της ναζιστικής Γερμανίας. Υπάρχει η συμφωνία του Ελσίνκι για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων και των κλινικών ερευνών. Δεν θεωρώ ότι η πανδημία είναι ένας επαρκής λόγος για να πισωγυρίσουμε», τονίζει στην «Κ» ο καθηγητής Παθολογίας-Ογκολογίας του ΕΚΠΑ, διευθυντής της Γ΄ Πανεπιστημιακής Παθολογικής Κλινικής στο «Σωτηρία», Κωνσταντίνος Συρίγος.
Οπως υπογραμμίζει, «δεν έχουμε εξαντλήσει τα όρια της πειθούς. Και θα μπορούσαμε να δώσουμε κάποια προνόμια σε υγειονομικούς και πολίτες που θα έχουν εμβολιαστεί ως κίνητρα για τους υπόλοιπους. Παραδείγματος χάριν, οι υγειονομικοί που έχουν εμβολιαστεί θα μπορούσαν να δικαιούνται περισσότερες ημέρες άδειας ή περισσότερα ρεπό. Και δεν συμφωνώ με το να αλλάζουν πόστο όσοι δεν έχουν εμβολιαστεί. Αυτό είναι σαν να επιβραβεύουμε την επιστημονική αμάθεια. Αντίθετα, όσοι δεν εμβολιάζονται να εργάζονται σε κλινικές COVID-19, όχι με τιμωρητική διάθεση, αλλά λόγω των πεποιθήσεών τους. Εφόσον δεν φοβούνται την COVID-19 και δεν εμβολιάζονται, ας υπηρετήσουν σε αυτές τις κλινικές».
Στην ερώτηση τι θα έλεγε ο ίδιος για να πείσει έναν διστακτικό υγειονομικό να εμβολιαστεί έναντι της COVID-19, ο κ. Συρίγος επισημαίνει: «Θα προσπαθούσα να τον πείσω, παρουσιάζοντας επιστημονικά δεδομένα για τον εμβολιασμό. Να μπω σε μία συζήτηση μαζί του». Αλλωστε, στη δική του κλινική το ποσοστό εμβολιασμού αρχικά όταν ξεκίνησε το σχετικό πρόγραμμα μεταξύ των νοσηλευτών ήταν πολύ χαμηλό. «Διοργανώσαμε ένα διαδικτυακό σεμινάριο όπου ειδικοί στο αντικείμενο παρουσίασαν όλα τα επιστημονικά δεδομένα. Μετά από αυτό, το ποσοστό των νοσηλευτών που εμβολιάστηκε ανέβηκε εντυπωσιακά πάνω από το 80%. Και για το ιατρικό προσωπικό δεν νομίζω ότι υπάρχει γιατρός που να μην έχει εμβολιαστεί», σημειώνει.
Ο «Ευαγγελισμός»
Στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» το ποσοστό όσων έχουν εμβολιαστεί έναντι της COVID-19 και όσων έχουν ανοσία λόγω νόσησης είναι λίγο πάνω από το 95%. «Εκτιμώ ότι δεν υπάρχει άλλο νοσοκομείο αλλά και γενικότερα άλλος φορέας στη χώρα μας με 3.500 άτομα εργατικό δυναμικό με αυτό το ποσοστό ανοσιακού τείχους», τονίζει στην «Κ» ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Νοσηλευτικής Υπηρεσίας του «Ευαγγελισμού», Δημήτρης Πιστόλας. Και συμπληρώνει, «ο μόνος τρόπος για να το πετύχεις αυτό είναι να πείσεις και όχι να απειλήσεις».
«Δεν κάθισα στο γραφείο μου. Αφιέρωσα εργατοώρες. Ηταν ένα συνεχές τρέξιμο τριών μηνών. Οχι κλινική κλινική, αλλά άτομο άτομο. Παρουσιάζοντας τα θετικά του εμβολιασμού και τα αρνητικά, αλλά και μιλώντας με τον καθένα για να ξεπεράσει τις φοβίες του». Οπως επισημαίνει ο κ. Πιστόλας, το πρώτο βήμα ήταν η γενική ενημέρωση για την ανάγκη του εμβολιασμού. Το επόμενο βήμα ήταν το κάλεσμα εγγράφως στο προσωπικό του νοσοκομείου, ενώ ακολούθησε ο εμβολιασμός των διευθυντών των τμημάτων και των στελεχών του νοσοκομείου που έπεισε πολλούς οι οποίοι ακολούθησαν. Και μετά έπρεπε να πειστούν αυτοί που είχαν αμφιβολίες.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο συχνότερος ενδοιασμός που εξέφρασαν οι διστακτικοί ήταν από νέες νοσηλεύτριες που ήθελαν να τεκνοποιήσουν. Ο δεύτερος συχνότερος προβληματισμός ήταν από άτομα με αυτοάνοσα, ή με αλλεργίες.
«Είδαν πόσο προσεκτικοί ήμασταν σε αυτές τις περιπτώσεις, πόσο έτοιμοι ήμασταν να αντιμετωπίσουμε ενδεχόμενη αλλεργική αντίδραση, ενώ κάποια ελάχιστα περιστατικά που καταγράφηκαν στο εμβολιαστικό κέντρο του νοσοκομείου αντιμετωπίστηκαν άμεσα και αποτελεσματικά. Και έτσι πείστηκαν. Είμαι περήφανος για το προσωπικό και για ό,τι καταφέραμε. Και χαίρομαι πολύ που δεν χάθηκε ούτε ένας υγειονομικός στο δικό μας νοσοκομείο. Αυτό μας δίνει μία μεγάλη ανάσα. Και συνεχίζουμε, δεν εφησυχάζουμε», λέει ο κ. Πιστόλας.
Στέλνοντας ένα μήνυμα σε συναδέλφους του υγειονομικούς που ακόμα δεν έχουν πάρει την απόφαση να εμβολιαστούν, τονίζει: «Εμπιστευόμαστε την επιστήμη και τους επιστήμονες. Το εμβόλιο είναι το μόνο όπλο που έχουμε στα χέρια μας για την αντιμετώπιση της νόσου και έχει δοκιμαστεί σε εκατομμύρια πολίτες με εξαιρετικά αποτελέσματα. Οπότε δεν υπάρχει λόγος για να μην εμβολιαστεί κάποιος. Αντίθετα, με το να εμβολιαστεί, προστατεύει τον εαυτό του, τους ασθενείς και την οικογένειά του».
Τα ποσοστά των εμβολιασμών
Επτά στους δέκα εργαζόμενους σε νοσοκομεία της χώρας μας έχουν εμβολιαστεί έναντι της COVID-19, «επίδοση» που ναι μεν είναι εντυπωσιακή σε σχέση με την εμπειρία του παρελθόντος και τον αντιγριπικό εμβολιασμό των υγειονομικών, αλλά όπως όλοι επισημαίνουν με δεδομένο το μέγεθος της κρίσης δημόσιας υγείας που βιώνουμε τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, θα έπρεπε να είναι υψηλότερο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Υγείας, έως την Πέμπτη 10 Ιουνίου είχε εμβολιαστεί έναντι του κορωνοϊού το 84,82% των γιατρών, το 67,55% των νοσηλευτών και το 65% των λοιπών εργαζομένων στο ΕΣΥ. Στον ιδιωτικό τομέα, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 90,13%, 69,9% και 67,2%.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, στο σύνολο των υγειονομικών εμβολιασμένοι έναντι της COVID-19 είναι το 70,4% του προσωπικού των δημόσιων νοσοκομείων και το 70,7% των ιδιωτικών νοσοκομείων. Και αξίζει να σημειωθεί ότι σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως Τσεχία, Γαλλία, Ουγγαρία, Ιρλανδία και Λετονία, το ποσοστό των υγειονομικών που έχουν λάβει έστω μία δόση εμβολίου είναι 100%.