Σε αναμονή της κατάθεσης του νέου ασφαλιστικού νομοσχεδίου στην δημόσια διαβούλευση, ώστε να πάρει μετά το δρόμο προς ψήφιση στη βουλή. Το υπουργείο παρουσίασε το νομοσχέδιο ως την μόνη λύση για την ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων και συνταξιούχων, αλλά τελικά αποδεικνύεται, ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Με το νομοσχέδιο θα νομοθετηθεί το φετινό «επίδομα προσωπικής διαφοράς, που θα ανέρχεται από 100 έως 200 ευρώ για όλους όσους έχουν σύνταξη έως 1.600 ευρώ και προσωπική διαφορά πάνω από 10 ευρώ και φυσικά λόγω της προσωπικής διαφοράς, χάνουν την αύξηση του 3,1% που ορίζει ο νόμος. Περίπου 750.000 συνταξιούχοι θα πάρουν φέτος το έκτακτο επίδομα πριν τα Χριστούγεννα. Το συγκεκριμένο επίδομά είναι πολύ μικρότερο από αυτό που χορηγήθηκε την προηγούμενη χρονιά με τη λογική, ότι η αύξηση στις συντάξεις είναι μικρότερη(πέρυσι 7,75%). Η κυβέρνηση αρνείται την αποσύνδεση των αυξήσεων των συντάξεων από την προσωπική διαφορά και οδηγεί ολοένα και περισσότερους συνταξιούχους στην δίνη των τεράστιων αυξήσεων στα βασικά είδη διατροφής, καθώς επίσης και στη συνεχή συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος τους. Παράλληλα η απουσία πρόβλεψης για περιορισμό ή κατάργηση της Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης συνταξιούχου(ΕΑΣ) θα έχει ως αποτέλεσμα οι συντάξεις που είναι πάνω από 1.400 ευρώ να ωφεληθούν ελάχιστα από την σχετική αύξηση, όπως συνέβη σε χιλιάδες συνταξιούχους και το προηγούμενο έτος. Συνεπώς, οι πραγματικές αυξήσεις θα είναι κατώτερες και του φετινού πληθωρισμού.
Επίσης με τον νέο ασφαλιστικό νομοθετείται από 1/1/2024 η κατάργηση της περικοπής του 30% στη σύνταξη των εργαζόμενων συνταξιούχων. Αντί αυτού ορίζεται μηνιαία εισφορά 10% στο εισόδημα από την εργασία τους (ειδικός μη ανταποδοτικός πόρος). Ενώ, για τους ελεύθερους επαγγελματίες που λαμβάνουν και την σύνταξη τους, ο αντίστοιχος πόρος θα ανέρχεται στο 50% επί της επιλεγείσας ασφαλιστικής κλάσης. Η μεγάλη πλειοψηφία των συνταξιούχων αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις σημερινές συνθήκες με τις πολύ χαμηλές συντάξεις και αναγκαστικά ακόμα και σε ηλικίες άνω των 70 ετών, οδηγούνται ξανά στην αγορά εργασίας για να τα βγάλουν πέρα. Το υπουργείο εργασίας και η κυβέρνηση θα έπρεπε να συζητά για αυξήσεις των συντάξεων και να θεσμοθετεί κατώτατο όριο σύνταξης σε συνάρτηση με τον πληθωρισμό, αλλά και την συνολική ακρίβεια κι όχι να κινητροδοτεί τους ηλικιωμένους να δουλεύουν με ότι αυτό συνεπάγεται για την υγεία και αξιοπρέπειά τους.
Ακόμη, θα υπάρχει ρύθμιση ώστε οι υποψήφιοι συνταξιούχοι με οφειλές να μπορούν να διεκδικήσουν τη σύνταξη τους καθώς θα αυξηθούν τα ανώτατα όρια οφειλών για συνταξιοδότηση από 20.000 ευρώ σε 30.000 ευρώ για τους ελεύθερους επαγγελματίες και από 6.000 ευρώ σε 10.000 ευρώ για τους αγρότες. Πλην όμως και αφού το προηγούμενο διάστημα είχε αφεθεί να εννοηθεί ότι θα αφορά όλους τους οφειλέτες, το υπουργείο σε διευκρινήσεις που έδωσε περιόρισε αυτούς που θα μπορούν να ενταχθούν στη ρύθμιση. Έτσι οι προϋποθέσεις είναι ο οφειλέτης να έχει συμπληρώσει το 67ο έτος ηλικίας του και επιπλέον, να έχει καταβάλει εισφορές για τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης, ενώ θα υπάρχει και έλεγχος των καταθέσεων του οφειλέτη ώστε να μην υπερβαίνουν τις 12.000 ευρώ (ή τις 6.000 ευρώ για οφειλέτες του π. ΟΓΑ). Το παράδοξο λοιπόν είναι ότι, από την μία πλευρά περιορίζονται οι οφειλέτες που θα μπορούν να ενταχθούν στην συγκεκριμένη ρύθμιση και από την άλλη σύμφωνα με τον Ν.4670/2020 (νόμος Βρούτση) θα αυξηθούν και φέτος οι εισφορές για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες. Συνεπώς, μόνο με μία άμεση και γενναία ρύθμιση χρεών τουλάχιστον 120 δόσεων, αλλά και με επανυπολογισμό των οφειλών δίνοντας δυνατότητα διαγραφής, χωρίς την απώλεια ασφαλιστικού χρόνου, σε συνάρτηση με το πάγωμα των αυξήσεων των ασφαλιστικών εισφορών, θα μπορέσει να πάρει ανάσα και η αγορά αλλά και οι ελεύθεροι επαγγελματίες ύστερα και από την εκτόξευση των λειτουργικών τους εξόδων. Ενώ ταυτόχρονα και όσοι είναι κοντά στην σύνταξη θα απεγκλωβιστούν από την μέγγενη των οφειλών είτε των παλιών, είτε αυτών που δημιουργούνται.
Ακόμη μία άλλη διάταξη που φέρνει το νομοσχέδιο είναι ότι απλοποιούνται οι διαδικασίες και οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση του δικαιώματος στις επικουρικές συντάξεις για όλα τα ταμεία, θέτοντας ως προϋπόθεση τη συμπλήρωση 15ετίας είτε σε έναν φορέα είτε με διαδοχική ασφάλιση, κάτι που σήμερα ισχύει μόνο για το πρώην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, και όχι με τις προϋποθέσεις που προέβλεπε το κάθε ταμείο. Η εφαρμογή ενιαίων κανόνων για την απονομή των επικουρικών συντάξεων θα επιτρέπει την υπαγωγή τους στη διαδικασία «fast track», δηλαδή θα εκδίδονται εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την ημερομηνία απονομής κύριας σύνταξης ή εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία αίτησης για την απονομή επικουρικής σύνταξης, αν αυτή υποβλήθηκε μεταγενέστερα από την αίτηση απονομής κύριας σύνταξης. Καταρχήν η διάταξη αυτή είναι προς την σωστή κατεύθυνση και φέρνει ένα βήμα πιο κοντά την ενοποίηση των κανόνων. Όμως, η fast track διαδικασία έχει προκαλέσει ήδη αρκετά προβλήματα στις απονομές των κύριων συντάξεων που εκδίδονται με σημαντικά λάθη. Το ίδιο φαίνεται ότι θα συμβεί και με τις επικουρικές συντάξεις δεδομένου ότι η απονομή γίνεται από το ρομπότ(λειτουργικό σύστημα). Συνεπώς, με την ψηφιοποιήση να κινείται με πολύ αργούς ρυθμούς, η βελτίωση του προβλήματος των εκκρεμών συντάξεων δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει με την fast track διαδικασία απονομής, αλλά με την πλήρη ηλεκτρονική αποτύπωση του ασφαλιστικού χρόνου των ασφαλισμένων, με την θέσπιση απλών και σαφών κανονισμών ασφάλισης συνολικά και με την στελέχωση με νέο προσωπικό που διαθέτει επιστημονική επάρκεια ώστε να συμβάλει προς την κατεύθυνση αυτή.
Συμπερασματικά, το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο δεν έχει ριζικές λύσεις για την βελτίωση του εισοδήματος των εργαζόμενων και των συνταξιούχων. Δεν δίνει ουσιαστικές αυξήσεις στις συντάξεις, δεν προχωρά σε ρύθμιση οφειλών, αυξάνει τις ασφαλιστικές εισφορές για 1,3 εκατομμύρια επαγγελματίες και αγρότες, δεν κάνει προσλήψεις στον ΕΦΚΑ και εγκλωβίζει τους συνταξιούχους σε πενιχρές συντάξεις. Επιβάλλεται λοιπόν να τεθούν προς συζήτηση όλα αυτά τα ζητήματα προκειμένου να υπάρξουν ριζικές λύσεις.