Μέτρο-έκπληξη για τη στήριξη της αποταμίευσης των νοικοκυριών, τα εισοδήματα των οποίων πλήττονται από την ακρίβεια, αναζητούν στην κυβέρνηση. Σύμφωνα με πληροφορίες ανάμεσα στα μέτρα που έχουν προταθεί και μπαίνουν προς εξέταση από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης συμπεριλαμβάνεται και η έκδοση «λαϊκού» ομολόγου με επιτόκιο που θα υπερκαλύπτει τον πληθωρισμό.
Η σχετική εισήγηση προβλέπει την περιορισμένη έκδοση ενός κρατικού χρεογράφου, ύψους έως 1 δισ. ευρώ -πιλοτικά τουλάχιστον- με επιτόκιο της τάξεως του 3%-3 ,5% για 3-5 χρόνια, δηλαδή σχεδόν όσο δανείζεται το Ελληνικό Δημόσιο από τις αγορές (με απόδοση 3,4% στα κρατικά ομόλογα 5ετίας την εβδομάδα που πέρασε). Αντιμετωπίζεται όμως με σκεπτικισμό εντός του οικονομικού επιτελείου, καθώς απαιτεί προσεκτικό χειρισμό και μπορεί να στείλει λάθος μήνυμα στις αγορές, φέρνοντας στη μνήμη τις μαύρες εποχές του PSI.
«Πνίγονται» τα νοικοκυριά
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές του μέτρου, με τα σημερινά δεδομένα οι καταθέσεις των νοικοκυριών στις τράπεζες έφτασαν τα 140 δισ. ευρώ τον Ιούλιο (όσο ήταν πριν από 11 χρόνια), εκ των οποίων όμως τα 105 δισ. λιμνάζουν σε λογαριασμούς ταμιευτηρίου ή όψεως (μισθοδοσίας) με επιτόκια μόλις 0,02%! Τα νοικοκυριά νιώθουν παγιδευμένα και μη βρίσκοντας άλλες πιο αποδοτικές εναλλακτικές, αφήνουν τις καταθέσεις αυτές απλώς να σωρεύονται (καθώς αυξάνονται κάθε μήνα από τον Νοέμβριο του 2020 και μετά, με αύξηση μάλιστα κατά 1 δισ. ευρώ τον μήνα Ιούλιο). Οι νέες καταθέσεις, όμως, στρέφονται σχεδόν αποκλειστικά πια προς καταθέσεις προθεσμίας που υπόσχονται κάπως πιο αξιοπρεπείς αποδόσεις (με επιτόκια 1,42% κατά μέσον όρο σε καταθέσεις προθεσμίας ή υπό προειδοποίηση).
Ακόμα και οι εισηγητές του μέτρου, όμως, αναγνωρίζουν πως κρύβεται και η πολύ μεγάλη ανασφάλεια που έχει προκαλέσει το κούρεμα των ομολογιούχων το 2012, εξαιτίας του οποίου τουλάχιστον 15.000 επενδυτές έχασαν έως και 70% των αποταμιεύσεών τους. Ωστόσο προτείνουν να υπάρξει ένα άνοιγμα προς αυτούς προκειμένου τώρα που η χώρα ανακτά την επενδυτική βαθμίδα και ασφάλεια να μπορέσουν να αναπληρώσουν -μέσω των αυξημένων τόκων- ένα μέρος τουλάχιστον από τις απώλειες που υπέστησαν.
Μια τέτοια κίνηση όμως θα πίεζε και τις τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια, ζήτημα το οποίο απασχόλησε ιδιαίτερα στην πρώτη συνάντηση που είχε πριν από έναν μήνα η νέα ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας με την Ελληνική Ενωση Τραπεζών. Τότε, σύμφωνα με πληροφορίες, οι τράπεζες δεσμεύτηκαν ότι θα προωθήσουν άλλα τραπεζικά προϊόντα που διαθέτουν, πέραν των καταθέσεων ταμιευτηρίου, τα οποία έχουν πολύ μεγαλύτερες αποδόσεις για τους καταθέτες.
Δίκοπο μαχαίρι
Από την άλλη μεριά, στην πλατεία Συντάγματος εκφράζεται προβληματισμός για τον αρνητικό αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια κίνηση, καθώς μπορεί να συγκεντρώσει αντιδράσεις, να λοιδορηθεί ως «λαϊκίστικη» ή ακόμα και να εκληφθεί ως σημάδι αδυναμίας της οικονομίας. Παρότι ανάλογη συζήτηση είχε ανοίξει και στην Ιταλία, οι καταστάσεις δεν είναι συγκρίσιμες: η Ιταλία βουλιάζει στα χρέη πληρώνοντας τόκους που μπορεί να φτάσουν το 2024 και στο 5% του ΑΕΠ της χώρας (πάνω και από 90 δισ. από περίπου 60 δισ. ευρώ φέτος) και αναζητεί «ευχάριστους» τρόπους -προτού καταφύγει σε νέα μέτρα λιτότητας- προκειμένου να αντλήσει χρήματα από την εγχώρια αγορά, καθώς βλέπει τις διεθνείς να τη δανείζουν πανάκριβα (πάνω από 4% στο δεκαετές). Αντιθέτως η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη τέτοιες πρακτικές, αφού έχει υπερκαλύψει ήδη από τα μέσα της χρονιάς το δανειακό της πρόγραμμα και με επιτόκια πολύ κοντά στης Ισπανίας – και μόλις 1% πάνω από τη Γερμανία που δανείζεται με περίπου 2,5%.