Ένα από τα πιο αρνητικά φαινόμενα που επέφεραν πολλές επιπτώσεις για την εγχώρια αγορά εργασίας αλλά και την οικονομία στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης ήταν το λεγόμενο brain drain. Η εκροή ανθρώπινου κεφαλαίου δηλαδή και ειδικότερα η φυγή επιστημόνων ή προσωπικού με υψηλή κατάρτιση από τη χώρα προς το εξωτερικό, προς αναζήτηση εργασίας ή θέσεων με καλύτερους οικονομικούς και άλλους όρους.
Μάλιστα μόνο κατά την περίοδο από το 2010 έως το 2021, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ έδειξαν ότι το brain drain για την ελληνική αγορά εργασίας αναλογούσε σε 592.200 άτομα. Αντίστοιχα, η εισερχόμενη μετανάστευση Ελλήνων (brain gain) ήταν 342.900 άτομα, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται εκροή 249.300 ατόμων.
Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για ένα αρκετά μεγάλο μέρος του πληθυσμού και ίσως αυτή τη στιγμή να μην θεωρείται εφικτό να υπολογισθεί πόσοι από αυτούς τους Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, παρέμειναν εκτός συνόρων και εξακολουθούν να εργάζονται στους τόπους όπου επέλεξαν να εγκατασταθούν στα χρόνια της «βαριάς» ύφεσης και πόσοι τελικά αποφάσισαν ή βρήκαν τον κατάλληλο τρόπο για να γυρίσουν στην πατρίδα.
Η ενίσχυση των προοπτικών της χώρας και της οικονομίας της, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος αφενός κατάφεραν να περιορίσουν σταδιακά το φαινόμενο της διαρροής ανθρώπινου κεφαλαίου προς το εξωτερικό, αφετέρου πρόσφεραν το έναυσμα για την έναρξη της… αντίστροφης διαδικασίας. Του επαναπατρισμού εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων.
Μια διαδικασία που εξελίσσεται ίσως σε πιο αργούς ρυθμούς σε σχέση με το επιθυμητό, ωστόσο θεωρείται προφανές ότι πλέον το πρόσημο είναι θετικό: Γυρίζει κόσμος στην Ελλάδα και έπαψε να φεύγει.
Το «μυστικό» σε αυτή την υπόθεση δεν είναι άλλο από τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας και των ελληνικών επιχειρήσεων κάθε μεγέθους να συνεχίσουν να παράγουν καλές θέσεις εργασίας, με τις αντίστοιχες οικονομικές αποδοχές για τους εργαζομένους και την καθιέρωση όρων εργασίας και συνθηκών τέτοιων που θα μπορούν να προσελκύουν έναν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό στελεχών ή προσωπικού.
Ο ίδιος δρόμος άλλωστε πρέπει να ακολουθηθεί για να μπορέσει η Ελλάδα να κρατήσει τα «μυαλά» εδώ και να ελαχιστοποιήσει τη περαιτέρω διαρροή ανθρώπινου δυναμικού.
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, το brain drain δεν ήταν αποκλειστικά σύμπτωμα της οικονομικής κρίσης. Αντανακλούσε –και αντανακλά- ευρύτερες παραγωγικές και διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, οι οποίες αναδείχθηκαν και επιδεινώθηκαν την τελευταία δεκαετία.
Μεταξύ αυτών, το στρεβλό παραγωγικό μοντέλο που δεν ευνοεί τη δημιουργία ποιοτικών, παραγωγικών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, το σχετικά χαμηλό επίπεδο των οικονομικών απολαβών που έχουν οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα (παράδειγμα η απόκλιση του καθαρού μέσου ετήσιου εισοδήματος των πτυχιούχων έναντι του μέσου όρου της Ε.Ε.), οι μη ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας και το χαμηλό επίπεδο υποκειμενικής και υλικής ευημερίας, όπως αυτό μετράται με τους δείκτες ποιότητας ζωής.
Η εδραίωση νέων κανόνων στην σύγχρονη αγοράς εργασίας, βεβαίως και συνδράμει προς την επίτευξη του στόχου, για την ενίσχυση του ρεύματος της επιστροφής όσων έφυγαν από την Ελλάδα στα πολύ δύσκολα χρόνια για την ελληνική οικονομία.
Η υψηλή ζήτηση σε θέσεις εργασίας σε κλάδους οι οποίοι απαιτούν τεχνογνωσία και εξειδίκευση, όπως ο ταχέως αναπτυσσόμενος τομέας της πληροφορικής στην Ελλάδα, λόγω και των σοβαρών ελλείψεων σε ανθρώπινο δυναμικό έναντι του όγκου των ψηφιακών έργων που πρέπει να ολοκληρωθούν και να παραδωθούν τα επόμενα χρόνια, είναι ένα από τα μεγαλύτερα παραδείγματα αυτής της αναστροφής του αρνητικού κλίματος, από το τέλος των μνημονίων και μετά.
Οι επενδύσεις που γίνονται, επίσης, στη χώρα, συμπληρώνουν αυτό το «παζλ», σε καιρούς που η ύφεση έχει πια δώσει τη θέση της στην ανάπτυξη.