Αυτές τις μέρες της γιορτής των Χριστουγέννων, την παραμονή, επέστρεψα κι εγώ στη δική μου προσωπική Βηθλεέμ .
Ήταν για μένα μια επώδυνη επιστροφή. Στον τόπο της φάντης υπήρχε πλέον ένα τουβλόκτιστο κτίριο, που δεν θύμιζε το φτωχικό πατρικό μου.
Είχε κατασκευαστεί με τα χρόνια κι ένας μανδρότοιχος που δεν θύμιζε καθόλου τον πρόχειρα με καλάμια και σύρμα περιφραγμένο κήπο της νόνας μου.
Για να μπεις σε εμπόδιζε μια σιδερόφραχτη πόρτα κι έπρεπε να διαθέτεις κλειδιά για να τη διαβείς.
Όλα αυτά δεν θύμιζαν τίποτα η σχεδόν τίποτα από εκείνα τα χρόνια τα μετά τη γέννηση μου.
Το σημαντικότερο ήταν πως τόσο η νόνα μου είχε φύγει πρώτη, την ακολούθησε η μητέρα μου, στο κατόπι τελευταίος ο πατέρας μου.
Κι όμως μια μαγνητική έλξη με έφερνε σ’ αυτά τα χώματα, χρονιάρα μέρα παραμονή Χριστουγέννων.
Ήρθαμε προσκυνητές με τη γυναίκα μου, λες κι ένα φάντασμα μας έσπρωχνε προς τα εκεί.
Φέραμε μαζί μας , μια αγκαλιά λουλούδια για να τ’ αποθέσουμε τιμητικά στον τόπο που είχαν ενταφιαστεί οι πρόγονοί μας ,προσδοκώντας, κι αυτοί , την ανάσταση, όπως έγραφε και η επιτάφιος μαρμάρινη πλάκα.
Η Φανή, η γυναίκα μου, κατευθύνθηκε στο Κοιμητήριο και επιμελήθηκε να τοποθετήσει τα άνθη στο υπάρχον βάζο.
Εγώ πήρα τα κλειδιά την εξώθυρας και κατευθύνθηκα στο σπίτι που αποτελούσε μέχρι του θανάτου τους, κατοικία των γονέων μου.
Άνοιξα την κυρία είσοδο και επιμελήθηκα να πάρω λάδι για το κανδήλι, λουμίνια, κερί και αναπτήρα.
Στη συνέχεια πήγα στο κοιμητήριο προκειμένου να ολοκληρώσουμε τη διαδικασία αφής του καντηλιού και προσφοράς των λουλουδιών.
Ήταν ήδη νύχτα και η παραμονή στο χώρο αυτό του κοιμητηρίου, σίγουρα στον οποιονδήποτε, προκαλούσε δέος και φόβο.
Η Φανή είχε ήδη αλλάξει το νερό του ανθοδοχείου και με περίμενε.
Με το ψάξιμο των αναγκαίων, είχα καθυστερήσει λίγο να πάω κοντά της.
Άκουσε κάποια στιγμή ένα θόρυβο σε ένα απροσδιόριστο σημείο του Κοιμητηρίου .
Θεώρησε πως ήμουν εγώ και με φώναξε. Μία άγνωστη φωνή της απάντησε: «δεν είμαι ο Λεωνίδας», βέβαια δεν δήλωσε περαιτέρω στοιχεία του.
Όποιος κι αν άκουγε τη φωνή μέσα στην νύχτα και μάλιστα στο κοιμητήριο θα νόμιζε πως πρόκειται για φάντασμα.
Αμέσως μετά έφτασα κι εγώ στον τόπο των τάφων των προσφιλών γονέων και προγόνων.
Είχα φροντίσει όταν διαμόρφωσα και έστησα το ταφικό μνημείο να συμπεριλάβω όλα τα ονόματα των προγόνων μου, κι εκείνων που δεν γνώρισα, όσο και εκείνων που γεύθηκα τον πόνο του αποχωρισμού τους.
Έριξα το ανάλογο λάδι στο καντήλι, τοποθέτησα το λουμίνι στην καντηλήθρα, άναψα το κερί που είχα φέρει μαζί μου με τον αναπτήρα και το φως σκορπίσθηκε στο περιβάλλον του κοιμητηρίου με ιλαρότητα.
Τέλος τοποθέτησα το κερί που κρατούσα στην υποδοχή που είχε προβλεφθεί γι’ αυτό το σκοπό προ του τάφου, έκανα τον σταυρό μου, και σιωπηλά ψιθύρισα στους αγαπημένους μου: καλά Χριστούγεννα και καλή αντάμωση.
Αποσυρθήκαμε φορτισμένοι συναισθηματικά από το χώρο του κοιμητηρίου ικανοποιημένοι όμως από την εκπλήρωση μιας ενδόμυχης επιθυμίας για μια αθόρυβη επιμνημόσυνη δέηση και μία επιτάφια ιεροτελεστία για απόδοση τιμής στους προσφιλείς μας.
Ανήμερα στη γιορτή με το άκουσμα της πρώτης καμπάνας ξεκινήσαμε για το ναό της Αγίας Παρασκευής για να συμμετάσχουμε και παρακολουθήσουμε την Χριστουγεννιάτικη θεία λειτουργία.
Ο παπά-Κώστας είχε προλάβει και είχε διατυπώσει την πρόσκληση του να είμαι παρών, να στελεχώσω το δεξιό αναλόγιο, γνωρίζοντας πως και άλλη φορά τον είχε ικανοποιήσει το ψάλσιμο μου.
Μπήκαμε στο ναό με την έναρξη του εξάψαλμου που διάβαζε με επιτυχία η πρεσβυτέρα άλλωστε ήταν εγκρατής να ψάλλει τον εξάψαλμο… στον παπά της.
«Χριστός Γεννάται δοξάσατε» , περάσαμε στις καταβασίες ένα ποίημα που μου θύμιζε τα σαρανταλείτουργα που συμμετείχαμε μικρά παιδιά από το Δημοτικό ακόμη αλλά και το Γυμνάσιο, με τον αδελφό Κώστα και τον Αρχιμανδρίτη παπά-Ιγνάτιο που κι εκείνος είχε φύγει πριν πενήντα χρόνια στη γιορτή της Αγίας Παρασκευής.
Περάσαμε στους Αίνους και το Δοξαστικό που έψαλα στον πλάγιο του δευτέρου ήχο, σύμφωνα με μουσική του πρωτοψάλτη Πάνου Νικολουτσόπουλου που είχε αποτυπωθεί στο μυαλό μου από εκείνα τα χρόνια.
Ακολούθησε η δοξολογία που έψαλε στο δεύτερο ήχο ο Βασίλης, επιχώριος πρωτοψάλτης.
Τότε ήταν που κάθισα να ξεκουραστώ στο δεξιό κάθισμα του αναλογίου και η ματιά μου έκανε βόλτα στον αριστερό χώρο στις θέσεις των γυναικών.
Η ματιά μου εστιάσθηκε εκεί που συνήθως τέτοια μέρα κάθονταν με ευλάβεια και ιδιαίτερη θεοσέβεια η μητέρα μου και παρακολουθούσε την χριστουγεννιάτικη θεία λειτουργία.
Αν και είχε φύγει απ’ τη ζωή, αρκετά χρόνια πριν, δεν ήθελα να θυμάμαι πότε, με το βλέμμα μου αυτή τη μέρα τη Χριστουγεννιάτικη την αποζητούσα σ’ εκείνο το χώρο.
Η φαντασία μου έπλαθε τη μορφή της και μου την παρουσίαζε ολοζώντανη στα μάτια μου.
Είχα ήδη βρεθεί ενώπιος ενωπίω με την αγαπημένη μου μητέρα, τη μάνα μου, την αγαπημένη μου μάνα που δεν έλειψε ποτέ από το προσκέφαλό μου όταν αρρώσταινα η είχα κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα. Ήταν ο φύλακας Άγγελος μου, ήταν ο άνθρωπος που μοιραζόμουν τις σκέψεις μου και τις ανησυχίες μου.
Σήμερα Χριστουγεννιάτικα μου έκανε τη χάρη και ήρθε μόνο και αποκλειστικά στη θεία λειτουργία να με δει και να την δω. Ίδιο το φάντασμά της.
Έκλεισα τα μάτια μου, προκειμένου να σιγουρευτώ πως δεν κοιμάμαι ούτε κι ονειρεύομαι. Ακόμη και όταν έκλεινα τα μάτια εκεί, βρίσκονταν στη θέση της όπως και όταν τα άνοιγα, και με παρακολουθούσε.
Την έβλεπα να είναι ευχαριστημένη που με έβλεπε να είμαι καλά και να ψάλλω τους Χριστουγεννιάτικους ύμνους όπως τότε…
Έμεινα για αρκετή ώρα σε κατάσταση ύπνωσης και έκστασης. Την είδα και πάλι να μου χαμογελά και να μην παίρνει τα μάτια της από πάνω μου.
Από εκείνη τη στιγμή και μέχρι το τέλος της θείας λειτουργίας σταμάτησα να ψάλλω.
Κάθισα όπως και πριν στο κάθισμα του δεξιού αναλογίου και παρασύρθηκα στις φαντασιώσεις μου, τόσο πολύ που στο τέλος στο «μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε» πήρα μαζί μου την αγάπη της μητέρας μου και διέγραψα οριστικά το φόβο, αφού αυτός ο φόβος νικήθηκε από την αγάπη της, το φάντασμά της, τη μέρα των Χριστουγέννων…